Ο Γιώργος Κούδας συμπληρώνει σήμερα 69 χρόνια ζωής και η βουτιά στο ταξίδι των αναμνήσεων μέσα από τις κατά καιρούς εξομολογήσεις του δίνει μια διαφορετική διάσταση από αυτή των απρόσωπων αριθμών.
Σαββατοκύριακα στην πλατεία
«Το 1963 έπαιζα στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ. Τελείωνε η προπόνηση και ερχόμουν στην πλατεία Διοικητηρίου για να παίξω μπάλα. Πήγαινα στη «Ροκάρια», που ήταν το καφέ όπου μαζευόμασταν και μετά ξεκινούσε το ποδόσφαιρο», λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Κούδας που θυμάται πως αντιμετώπισε τις πρώτες αντιδράσεις του πατέρα του όταν κατάλαβε πως είχε υπερβολική αγάπη για το ποδόσφαιρο.
«Μου λέει «έτσι και σταματήσεις το σχολείο, τέλος. Ξέχνα μας». Τελείωνα λοιπόν την προπόνηση στην Τούμπα, έπαιζα μπάλα στην πλατεία και στις 7.30 πήγαινα στο σχολείο μου που ήταν του Γκόνου στην Αντιγονιδών. Αν δεν περνούσα από εδώ, θα έσκαγα».
Το ταλέντο του βέβαια ξεχώριζε από τότε, αφού μάζευε τον κόσμο στην πλατεία για τον απολαύσει. «Ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα τον κόσμο που μαζεύαμε θα τον ζήλευαν πολλά γήπεδα. Γιατί δεν ήταν μόνο ο κόσμος της γειτονιάς, αλλά η πλατεία είχε γίνει τόσο γνωστή, που ερχόταν κόσμος για να δει εδώ τις ομάδες που αγωνίζονταν. Γιατί παίζαμε και μεταξύ μας, αλλά έρχονταν και άλλες ομάδες γειτονιών και κάναμε κανονικό πρωτάθλημα», θυμάται ο Γιώργος Κούδας.
Αργότερα το ίδιο συνέβαινε στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, όπως είχε επισημάνει ο αείμνηστος πρόεδρος του Δικεφάλου, Γιώργος Παντελάκης, «Από μικρός ταυτίστηκε με τον σύλλογο. Ήταν ένα αδύνατο παιδάκι, το οποίο έπαιζε φανταστική μπάλα από τότε που ήταν στα τσικό. Να φανταστείτε, πριν από τα ματς των μεγάλων είχαμε το δικαίωμα να παίζουν τα τσικό. Την ημέρα που έπαιζε ο Κούδας ερχόταν 3.000 – 4.000 κόσμος για να τον δουν. Από το 1963, σε ηλικία 17 ετών μπήκε στην πρώτη ομάδα και όλη η Ελλάδα μιλούσε σιγά, σιγά για το ταλέντο του».
Εργαζόμενο ταλέντο
Από μικρός έδινε απλόχερα δείγματα της τεχνικής του και του ποδοσφαιρικού του θράσους. Ο δημοσιογράφος Πλάτων Φορόπουλος έγραφε: «Είδα για πρώτη φορά τον Γιώργο Κούδα στο βοηθητικό γήπεδο που υπήρχε έξω από την Τούμπα. Προπονητής του ο Λευτέρης Παπαδάκης, που κάθε τόσο του έκανε παρατηρήσεις για τις πολλές ντρίπλες. Ο μικρός Γιώργος, όμως, είχε μόνιμα την εξής δικαιολογία: «Τι να κάνω κυρ Λευτέρη; Τρεις, τρεις με μαρκάρουν».
Το 1963 στα 17 του χρόνια έπαιζε ήδη στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ, αλλά παράλληλα εργαζόταν στο ξενοδοχείο «Αιγαίον» που προτιμούσαν οι αποστολές των ομάδων που ταξίδευαν στην Θεσσαλονίκη, αλλά και τα αστέρια της εποχής. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εξής εκπληκτική ιστορία.
Ο μεγάλος κωμικός Νίκος Σταυρίδης, οπαδός του Ολυμπιακού είχε ανέβει για μια παράσταση και είδε το ματς του ΠΑΟΚ με τους Ερυθρόλευκους που τελείωσε με 3-2 υπέρ του Δικεφάλου με τον Γιώργο Κούδα να βρίσκεται εκπληκτική μέρα, να κάνει μαγικά πράγματα και να σημειώνει το πρώτο γκολ. «Ο μικρός Κούδας που εργάζεται εδώ έκανε άνω, κάτω τους Ολυμπιακούς και τους έριξε και ένα γκολάκι», ενημέρωσε σχετικά τον Σταυρίδη ο Διευθυντής του ξενοδοχείου. Ο Γιώργος Κούδας εξιστορεί τα γεγονότα: «Το επόμενο πρωί μετά τον αγώνα ήμουν στη θέση μου στην ρεσεψιόν και βλέπω να έρχεται ο Σταυρίδης προς εμένα και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Εσύ είσαι, βρε παιδάκι μου;
– Τι εννοείτε, κύριε Σταυρίδη;
– Εσύ είσαι αυτός που μας έκανε χθες ρεζίλι;
– Εγώ είμαι κύριε Σταυρίδη.
– Μπράβο σου, συγχαρητήρια, να σε φιλήσω. Είσαι μεγάλο ταλέντο.
Ποδοσφαιριστής «αριστοκράτης»
Το αριστοκρατικό παιχνίδι του Γιώργου Κούδα βέβαια είχε τις δικές του βάσεις και τις εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο ο αείμνηστος πρόεδρος της ομάδας Γιώργος Παντελάκης: «Έξω από το γήπεδο ο Γιώργος Κούδας ήταν ο ποδοσφαιριστής – αριστοκράτης. Η εμφάνιση του, ο τρόπος που φερόταν στα ξενοδοχεία όπου πηγαίναμε, η αντίδραση του ήταν πάντα ενός ανθρώπου ώριμου. Έτσι ήταν από πολύ μικρός. Καταρχήν ήταν πολύ καλό παιδί. Να φανταστείτε όταν πηγαίναμε σε ξενοδοχείο στην Αθήνα, πάνω στην Κηφισιά έβγαιναν βόλτα και ο Κούδας ήταν ντυμένος σαν μανεκέν. Ο κόσμος που έβλεπε έλεγε: «Ο ΠΑΟΚ είναι, κοιτάξτε πως κυκλοφορούν τα παιδιά ενώ είναι να παίξουν ποδόσφαιρο το βράδυ».
Ο Γιάννης Λογοθέτης, η φωνή των περιγραφών του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης δίνει δύο εντελώς διαφορετικές παραμέτρους της φυσιογνωμίας του Γιώργου Κούδα. «Ποτέ δεν βρήκα την απάντηση στο ερώτημα ποιο από όλα τα επίθετα που του έδωσαν κατά καιρούς του ταίριαζε περισσότερο. Τον βάφτισαν Νουρέγιεφ του ποδοσφαίρου, μάγο της μπάλας, ζωγράφο των γηπέδων αιώνιο έφηβο, μαέστρο και Μεγαλέξανδρο. Ειλικρινά δεν ξέρω σε ποιο από όλα να σταθώ, για να είμαι σίγουρος ότι αποκρυπτογραφώ με ακρίβεια τη μοναδικότητα αυτού του χαρισματικού ανθρώπου που πέρασε από τα γήπεδα αφήνοντας ένα ανεξίτηλο από το χρόνο επισκεπτήριο. Ίσως αν τον χαρακτηρίσω ξεχωριστό να πλησιάσω περισσότερο στην αλήθεια του».
Και η αντίθετη όψη της ταπεινότητας ενός τόσο μεγάλου από την περιγραφή του Γιάννη Λογοθέτη: «Ένα γεγονός καταδεικνύει το μέγεθος του ήθους και του πολιτισμού του. Σε ένα άτυχο αγώνα για την ομάδα του στην Τούμπα δεν κατάφερε να ξεφύγει από την γενική μετριότητα της απόδοσης των συμπαικτών του. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, ήρθε στον χώρο των ραδιοσχολιαστών που ήταν τότε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και σε στάση προσοχής με την έκφραση της ντροπής αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, μου είπε: «Κύριε Λογοθέτη σας ζητώ συγνώμη γιατί με την κακή μου σημερινή εμφάνιση δυσκόλεψα την περιγραφή σας».
Γεννήθηκε 23 Νοεμβρίου 1946, Σάββατο, στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. «Από τη νηπιακή ηλικία μου είχα ήδη αγαπήσει το ποδόσφαιρο. Λίγες ημέρες της ζωής μου πέρασαν χωρίς να έχω παίξει έστω για λίγο μπάλα. Έμπαινε η δεκαετία του ’50 και στην πλατεία της παλιάς λαχαναγοράς ήδη είχαμε αρχίσει τις ντρίμπλες. Αυθεντικά ταλέντα. Ορισμένοι έπαιζαν τουλάχιστον όσο και εγώ καλά, για να μην πω καλύτερα. Όταν τυχαίνει να περάσω από την πλατεία της παλιάς λαχαναγοράς νιώθω το παλιό εκείνο χτυποκάρδι: Να έρθουν οι φίλοι μου, 10χρονα και 12χρονα παιδιά για να αρχίσουμε το δίτερμα. Κι ας γυρίσω το βράδυ με σκονισμένα, ή και σκισμένα ρούχα στο σπίτι μας, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω».