Σε μία αποκάλυψη… βόμβα προχώρησε η εφημερίδα «Το Πρώτο Θέμα» για τον ΣΕΓΑΣ και τα χρήματα για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου «Αθήνα 1997».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το ελεγκτικό συνέδριο έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις που διέγραφαν το έλλειμμα και τους σχετικούς καταλογισμούς. Το δημοσίευμα αναφέρει, μάλιστα, πως οι υπεύθυνοι θα πρέπει να επιστρέψουν στο δημόσιο 30 εκατομμύρια ευρώ και ο ένας εξ αυτών φέρεται να είναι ο νυν Γενικός Γραμματέας του ΣΕΓΑΣ, Βασίλης Σεβαστής.
Αναλυτικά, το δημοσίευμα της εφημερίδας:
Επιστροφη 30εκατ. ευρώ για το αμαρτωλό «Αθήνα 1997»
Οι αγώνες «Αθήνα 1997» ταυτίστηκαν με υπερβολικές σπατάλες αδιαφανή διαχείριση και δεκαπλασιασμό των εξόδων ως προς τον αρχικό προϋπολογισμο.
Βαθιά το χέρι στην τσέπη καλούνται να βάλουν μέσα στα Χριστούγεννα οι 32 και πλέον επικεφαλής και διοργανωτές του «Αθήνα 1997» οι οποίοι θέλουν δε θέλουν θα επιστρέψουν 30.000.000 ευρώ τα οποία παράνομα κατασπαταλήθηκαν κατά τη διοργάνωση του έκτου παγκόσμιου πρωταθλήματος κλασικού αθλητισμού που πραγματοποιήθηκε από 1 μέχρι 10 Αυγούστου 1997 στο ΟΑΚΑ.
Ηχηρά ονόματα του τότε παντοδύναμου ΠΑΣΟΚ επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη όπως είναι οι τότε υφυπουργοί αθλητισμού Γιώργος Λιάνης και Ανδρέας Φούρας, ο ΓΓΑ Ιωάννης Σγουρός, ο πρόεδρος της ΕΟΕ Λάμπης Νικολάου, ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Βασίλης Σεβαστής, ο γενικός διεθυντής της διοργάνωσης «Αθήνα 1997» Ευάγγελος Αβράμης και άλλοι, καλούνται να επιστρέψουν 30.000.000 ευρω!
Ήδη η ολομέλεια του ελεγκτικού συνεδρίου, 18 ολόκληρα χρόνια μετά το χορό των 19,1 δις δραχμών (56,1 εκατ. ευρώ) που κατασπαταλήθηκαν απο τους παράγοντες της αθλητικής διοργάνωσης, έκρινε αντισυνταγματική τη διαγραφή του καταλογισμού των 30.000.000 ευρώ που είχε γίνει τον Οκτώβριο του 2014, από τη βουλή.
Έτσι το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο συνεχίζει με γοργούς ρυθμούς τον καταλογισμό στους επικεφαλής και τα βασικά στελέχη της διοργάνωσης «Αθήνα 1997» και τους καλεί να επιστρέψουν στο ελληνικό δημοσιο ως «αχρεωστήτως καταβληθέντα» 30.000.000 ευρώ. Η σύμβουλος του ελεγκτικου συνεδρίου, Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, στην έκθεση κατασταλτικού ελέγχου νομιμότητας που συνένταξε, περιγράφει τον δεκαπλασιασμό των εξόδων από τον αρχικό προϋπολογισμό τις αλλεπάληλες παρανομίες, τις τρελά διογκωμένες δαπάνες, τις παράνομες αναθέσεις που διαπίστωσε, τις διπλοπληρωμές μεγάλων κονδυλιών, αλλά και τα τεράστια ποσά από τους φόρους των πολιτών που διασπαθίστηκαν προς πάσα κατεύθυνση. Το φυτίλι των καταλογιστικών πράξεων των 30.000.000 ευρώ το άναψαν οι κατεγγελίες του άλλοτε προέδρου του ΣΕΓΑΣ και κουμπάρου του Ανδρέα Παπανδρέου (του είχε βαφτίσει την κόρη), Στράτου Μολυβά, το 1999.
Οι καταγγελίες ξεχάστηκαν μέσα στο πολιτικό χρονοντούλαπο και επανήλθαν στο φως της δημοδιοτητας σχεδόν στην εκπνοή του 2007 από τον επιθεωρητή της διεύθυνσης οικονομικής επιθεώρησης Αττικής, Φώτη Κουλαρμάνη.
Πως φούσκωσαν το λογαριασμό
Από εκεί και πέρα το βάρος της έρευνας ανέλαβε η κυρία Κωνσταντάρα η οποία τον Ιούλιο του 2013 παρέδωσε μια έκθεση φωτιά που αποκάλυπτε τις αλόγιστες σπατάλες, τις υπερβάσεις, τις διπλοπληρωμές κονδυλίων και άλλα πολλά. Πέρα από τον δεκαπλασιασμό των εξόδων σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό και τον τετραπλασιασμό από τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό, στην έκθεση περιγράφονται διπλοπληρωμές δαπανών, (δωμάτια ξενοδοχείων κτλ), διπλοπληρωμές υπαλλήλων σε ΣΕΓΑΣ, ΟΑΚΑ, Παναθηναϊκό στάδιο, ιατρικού προσωπικού (πληρώθηκαν από την κύρια θέση τους, αλλά και από τους διοργανωτές) υπέρτιμολογήσεις παροχών καταβολές ποσών για παροχή υπηρεσιών χωρίς να αποδεικνύεται αυτή (υπερωρίες υπαλλήλων μαϊμού), πληρωμή «εθελοντών» (600.000.000 δραχμές) πρόσθετη πληρωμή αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ (900.000.000 δραχμές). Δεν φτάνουν όμως όλα αυτά, φάινεται πως δεν αποδόθηκαν ποτέ στον ΣΕΓΑΣ και στην κεντρική οργανωτική επιτροπή τα αντίτιμα εισιτηρίων ύψους 392.120.000 δραχμών, ενώ οι διοργανωτές άφησαν χρέη προς το ΙΚΑ, φόρους άμεσους και έμμεσους, τέλη επί αμοιβών, φόρους εργολάβων και ΦΠΑ. Έτσι, το ελεγκτικό συνέδριο ξεκίνησε τον κατολογισμό, «των δημοσιών υπολόγων»- όπως λέγεται- προκειμένου να επιστρέψουν στο δημόσιο κορβανά 30.000.000 ευρώ.
Ωστόσο ξανφνικα η διαδικασία πάγωσε από τη βουλή τον Οκτώβριο του 2014 με φωτογραφική τροπολογία που έγινε αποδεκτή από τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με την οποία νομιμοποιήθηκαν οι δαπάνες της οργανωτικής «Αθήνα 1997» και έγινε άρση των καταλογισμών που είχαν ξεκινήεσι από το ελεγκτικό συνέδριο.
Τους έβγαλαν λάδι
Αμέσως μετά, στις 7 Οκτωβρίου 2014 δημοσιεύθηκε ο νόμος 4301/2014, ο οποίος έβγαλε λάδι όλους τους υπεύθυνους της διοργάνωσης για την κατασπατάληση των δεκάδων εκατομμύριων ευρώ. Το άρθρο 45 του νόμου αυτού, αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι οι δαπάνες που έγιναν από την «Αθήνα 1997» «θεωρούνται νόμιμες εφόσον αυτές αφορούσαν άσκηση αρμοδιοτήτων που εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τη λειτουργία των αγώνων, ακόμα και αν η υλοποίηση τους είχε ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του προϋπολογισμού». Και οι καταλογισμοι ο οποιοι έγιναν από το ελεγκτικό συνέδριο, προσθέτει ο νόμος «δεν εκτελούνται και τυχόν βεβαιωθέντα ποσά διαγράφονται».
Να όμως που ο πρώην πρόεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου Νικόλας Αγγελάρας, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των ρυθμίσεων του 4301/2014, εισήγαγε το όλο θέμα της συνταγματικότητας των χαριστικών διατάξεων στην ολομέλεια. Η ολομέλεια δεχόμενη τις εισηγήσεις τόσο του γενικού επιτρόπου επικρατείας Μιχαήλ Ζυμή όσο και της κυρίας Κωνσταντάρα έκρινε ως αντισυγμαγματικές τις φωτογραφικές διατάξεις που ψηφίστηκαν από τη βουλή και άφηναν αλώβητους τους επικεφαλής του «Αθήνα 1997». Οι σύμβουλοι του ελεγκτικού συνεδρίου υπογραμμίζουν ότι η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση «αντίκειται στη διαταξη του άρθρου 98 του συντάγματος και στην αρχή της διαφάνειας του δημοσίου χρήματος». Οι δικαστές επισημαίνουν ότι ο νομοθέτης του νόμου 4301/2014 «επεμβαίνει χωρίς προφανή λόγο δημοσίου συμφέροντος και χωρίς καμία αντιλογία ως προς τη σκοπιμότητα ή το χρόνο τιαύτης επέμβασης». Μάλιστα, τονίζεται ότι η εφαρμογή της επίμαχης διάταξης ξεκίνησε «αφού είχε αρχίσει η διαδικασία αναζήτησης ευθυνών από τους υπόλογους» οι οποίοι είχαν κληθεί να αποκαταστήσουν τα προκληθέντα ελλείματα (πραξεις καταλογισμού). Η ολομέλεια δεν παραλείπει να αναφέρει ότι «προφανής στόχος» της επίμαχης νομοθετικής παρέμβασης, ήταν η αποφυγή των καταλογισμών στους υπευθύνους της διοργάνωσης «Αθήνα 1997».