Το θέμα έχει το sdna.gr: Ο Θοδωρής Ζαγοράκης μιλάει σπάνια. Ισως και καθόλου. Τούτη τη φορά ωστόσο, αποδέχτηκε την πρόσκλησή μας, δίχως να το πολυσκεφτεί.
Αλλωστε, το παραδέχτηκε και ο ίδιος στην αποκλειστική συνέντευξή του στο SDNA πως είναι μία από τις ελάχιστες – αν όχι η μοναδική συνέντευξη – που παραχωρεί για να μιλήσει για τη Λέστερ.
Την ομάδα στην οποία έπαιξε για τρία χρόνια (1997-2000, έχοντας συνολικά 50 συμμετοχές και τρία γκολ), η οποία εδώ και μία εβδομάδα ζει το δικό της παραμύθι, όντας πρωταθλήτρια Αγγλίας.
Ο «Τεό», όπως τον αποκαλούσαν τότε, στο Λέστερ, μίλησε και θυμήθηκε άγνωστα περιστατικά της θητείας του, στις «αλεπούδες» τα οποία μοιράστηκε μαζί μας…
Μία ημέρα, αφού οι παίκτες του Κλαούντιο Ρανιέρι, σήκωσαν ψηλά στον ουρανό την κούπα της Barclays Premier League το SDNA κάνει ένα μοναδικό… δώρο στους αναγνώστες του, προσφέροντάς του μία συνέντευξη, από έναν δικό μας άνθρωπο που έζησε και γνωρίζει όσο κανείς άλλος, τη σημαίνει να είσαι στην… κορυφή.
-Δεκαέξι χρόνια μετά η Λέστερ είναι πρωταθλήτρια Αγγλίας. Ο Θόδωρος Ζαγοράκης τι θυμάται σήμερα πιο έντονα από την παρουσία του εκεί;
«Μου έχουν μείνει πολλά πράγματα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω μιλήσει πολλές φορές για το πώς πέρασα εκεί. Όταν πήγα εκεί κατάλαβα από το ξεκίνημα τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν στο πρωτάθλημα της Premier League σε σχέση με το Ελληνικό. Διαφορές που έχουν να κάνουν στη φιλοσοφία, στον τρόπο αντιμετώπισης που είχε ο κόσμος απέναντι στις ομάδες, τους αντιπάλους, αλλά και τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές. Εγώ την εποχή εκείνη ήμουν από τους πρώτους Ελληνες παίκτες που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Ηταν λογικό να υπάρχει, αλλά η Λέστερ ήταν μία ομάδα που στιγμάτισε θετικά την καριέρα μου».
-Πως είναι για έναν Ελληνα να φεύγει εκείνη την εποχή σε μία χώρα όπως η Αγγλία, σε ένα εντελώς διαφορετικό ποδοσφαιρικό κόσμο, χωρίς καν να γνωρίζει τη γλώσσα…
«Δεν με ενοχλούσε αυτό. Εμένα με βοήθησε το γεγονός πως πήγα στο Λέστερ τον Ιανουάριο. Μπήκα αμέσως σε αγωνιστική περίοδο. Δεν είχα χρόνο προσαρμογής και αυτός λειτούργησε προς όφελός μου. Μετά το πρώτο εξάμηνο, είδα και έμαθα πράγματα και την επόμενη χρονιά ήμουν ακόμα καλύτερα».
– Αλήθεια, οι διαφορές που συναντήσατε, εκτός από το καθαρά αγωνιστικό κομμάτι, ήταν μεγάλες συγκριτικά με την νοοτροπία της Ελλάδος;
«Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε αγωνιστικά ζητήματα. Η διαφορά που εμένα μου έκανε εντύπωση ήταν το πάθος του κόσμου. Και σκεφτείτε πως αναφερόμαστε σε μία ομάδα όπως η Λέστερ που δεν ήταν από τα τεράστια ονόματα της Premier League. Το πάθος ξεχείλιζε. Βέβαια, εγώ ήμουν και τυχερός διότι τα χρόνια που έπαιξα ευτυχήσαμε δύο σερί φορές να παίξουμε τελικό League Cup. Για μένα ήταν μία ευτυχής συγκυρία το γεγονός πως η τριετία που έπαιξα εκεί συνοδεύτηκε από επιτυχίες».
– Το Λέστερ ήταν από τότε μία πόλη που ζούσε για την τοπική ομάδα; Εκτός από τα παιχνίδια υπήρχαν και άλλες στιγμές που ένιωθες ως παίκτης ξεχωριστός που ανήκες σε αυτό το κλαμπ;
«Ναι. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις ομάδες της Αγγλίας. Βλέπουμε πως ακόμα και ομάδα της Β’ και Γ’ κατηγορίας έχουν στο γήπεδο 15.000 και 20.000 κόσμο».
– Η φήμη του Θόδωρου Ζαγοράκη, όταν αγωνίζονταν στην Λέστερ;
«Ένα από τα πλεονεκτήματα ήταν πως ο κόσμος με αγκάλιασε από την αρχή. Αυτό εμένα με βοήθησε πολύ στο να προσαρμοστώ εύκολα. Η επαφή μου με τον κόσμο ήταν εξαιρετική. Υπήρχε αποδοχή».
– Υπάρχει κάποια ιστορία που ακόμα και σήμερα, μετά από τόσες εμπειρίες που υπήρξαν στην καριέρα σας μετέπειτα να σας έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη;
«Εχω πολλές ιστορίες. Αυτές όλες έχουν να κάνουν με τις διαφορές που συνάντησα στον τρόπο του Αγγλικού ποδοσφαίρου. Εμένα δεν αλλάζει εύκολα ο χαρακτήρας μου, ή οι συνήθειές μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι με την Μπαρνσλεϊ. Για εμάς τότε ήταν ένα αδιάφορο παιχνίδι. Είχαμε σωθεί εύκολα, είχαμε παίξει τελικό. Ο αντίπαλός μας με βαθμό ή βαθμούς έμενε στην κατηγορία. Τελικώς, κερδίσαμε 1-0 με δικό μου γκολ, έληξε ο αγώνας, πανηγυρίζαμε στα αποδυτήρια και στη συνέχεια εγώ αποχώρησα από το γήπεδο, όπως συνήθιζα να κάνω μετά τους αγώνες. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό μου και με αναζητούσαν. Ο λόγος ήταν πως από τότε βράβευαν τον man of the match, που για εκείνο το παιχνίδι ήμουν εγώ. Εγώ είχα φτάσει ήδη στο σπίτι μου, αγνοώντας αυτή τη διαδικασία. Τελικά επέστρεψα στο γήπεδο, εκεί όπου όλοι με περίμεναν, ασχέτως αν πέρασε ένα χρονικό διάστημα και παρέλαβα κανονικά το βραβείο μου».
– Πως νιώθετε που μία ομάδα στην οποία παίξατε για δυόμιση χρόνια, να είναι η σημερινή πρωταθλήτρια Αγγλίας;
«Είδα όλα τα παιχνίδια. Προληπτικά πάντα αν και το πίστευα όσο περνούσε ο καιρός, έλεγα μέσα μου… «πως είναι δύσκολο και πως κάτι θα γίνει». Όταν βλέπεις μία ομάδα πηγαίνει στη Σίτι βάζει τρία γκολ, έχει μία συνεχόμενη πορεία με νίκες, τότε δεν μπορείς να πεις κάτι. Το πήρε δίκαια, ακόμα και η διαφορά είναι δίκαιη για μένα. Πέντε αγωνιστικές πριν το φινάλε, είδα το πρόγραμμα και της Λέστερ και της Τότεναμ που έχει μία πολύ καλή ομάδα και εκεί είπα πως τελείωσε…».
– Υπάρχουν άνθρωποι από το Λέστερ, είτε πρώην συμπαίκτες σας που να έχετε διατηρήσει επικοινωνία μέχρι και σήμερα;
«Υπάρχουν αρκετοί φίλοι που ακόμα ζουν εκεί και έχω επικοινωνία. Με ποδοσφαιριστές πλην του Στιβ Γουόλς που έχω μία επικοινωνία μέσω του διαδικτύου κυρίως, δεν έχω κρατήσει με κάποιον άλλο. Εμείς τότε όταν αγωνιζόμουν εκεί λειτουργούσαμε ως ομάδα. Για παράδειγμα μία φορά το δίμηνο πηγαίναμε όλοι μαζί και κάπου και μέναμε μία ή και περισσότερες ημέρες. Υπήρχε αυτό το σύστημα. Καλοκαίρια επίσης, φεύγαμε δέκα ημέρες πάλι όλη η ομάδα. Εμένα την περίοδο που έπαιζα εκεί, κολλητός μου αν μπορούμε να το πούμε έτσι ήταν ο Γάλλος τερματοφύλακας, Πέγκι Αρπεξαντ».
– Εκ τότε έχετε ξανά επισκεφθεί το Λέστερ;
«Ναι, έχω πάει μία φορά, όμως δεν έτυχε να παρακολουθήσω κάποιο παιχνίδι. Η αλήθεια είναι πως είχε προγραμματίσει να πάω στις 7 του μηνός (σ.σ. εννοούσε στο χθεσινό παιχνίδι με την Εβερτον), όμως κάποια πράγματα είναι αδύνατον να τα «παντρέψεις» και έτσι δεν κατάφερα να πάω, λόγω επαγγελματικών μου υποχρεώσεων».
– Τι είναι αυτό που κάνει τον Ρανιέρι από αποτυχημένο και απολυμένο στην Ελλάδα να κατακτάει την Premier League και να συντελεί ένα «θαύμα» στο Παγκόσμιο ποδόσφαιρο;
«Στην Ελλάδα σίγουρα κάτι δεν γίνονταν καλά. Η φιλοσοφία όμως του Ελληνικού με το Αγγλικό ποδόσφαιρο, έχει τεράστια διαφορά. Και δεν αναφέρομαι μόνο αγωνιστικά. Εννοώ στο πως διαχειρίζονται τις καταστάσεις. Ο Ρανιέρι, έφυγε όντως αποτυχημένος. Εφυγε ως τελευταίος και με ήττα από τα Νησιά Φερόε. Αυτό δεν αλλάζει. Εκεί όμως ήξερε το… έργο. Βρήκε μία ομάδα έτοιμη που κράτησε τον κορμό της περσινής χρονιάς. Εκεί πρόσθεσε το δικό του λιθαράκι και κατάφερε το ακατόρθωτο. Και του αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Αυτή είναι η ομορφιά του ποδοσφαίρου. Ένα χρόνο πριν όλοι τον λοιδορούσαν και τώρα όλοι τον αποθεώνουν».
– Γίνεται πολύς λόγος και όχι μόνο στην Ελλάδα, αν τελικά μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό… θαύμα είναι η κατάκτηση του Euro από την Ελλάδα ή το πρωτάθλημα της Λέστερ. Ποια η άποψη του Θοδωρή Ζαγοράκη που ήταν και ο αρχηγός της ομάδας του 2004;
«Να σας πω την αλήθεια την κουβέντα αυτή είχα πριν μερικές ημέρες με τους πρώην συμπαίκτες μου που κατακτήσαμε το Euro. Η δική μου άποψη είναι πως είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Το μόνο κοινό είναι το ποδόσφαιρο και η τεράστια… έκπληξη. Το να κατακτάς την κορυφή της Premier League, με 36 παιχνίδια στη χρονιά, με ομάδες με μπάτζετ τεράστια, είναι άθλος. Αλλά και αυτό που έκανε η Εθνική επίσης. Ας μην ξεχνάμε πως η πορεία μας είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν την κατάκτηση του Euro. Από τα προκριματικά ακόμα. Εμείς τότε ξεκινήσαμε με δύο ήττες και έπειτα είχαμε μόνο νίκες με εξαίρεση το αρνητικό αποτέλεσμα με την Ρωσία στην Πορτογαλία και την ισοπαλία με την Ισπανία, επίσης στους ομίλους. Οπότε είναι επίσης ένας μεγάλος άθλος. Οποτε και οι δύο ομάδες έκαναν τεράστια επιτυχία. Εγώ πάντως σαν Ελληνας και μέλος εκείνης της ομάδας, θα πω είμαστε εμείς. Η αν προτιμάτε, η Λέστερ είναι η κορυφαία σε συλλογικό επίπεδο και η Εθνική Ελλάδος σε Εθνικό».
– Θα υπάρξει άραγε κάποτε Λέστερ και στο ελληνικό πρωτάθλημα;
«Το έκανε η Λάρισα πριν πολλά χρόνια. Είναι σίγουρα κάτι ωραίο. Βλέπουμε πως εδώ και 4-5 μήνες όλος ο πλανήτης ασχολείται με τη Λέστερ. Είναι ωραίο πράγμα. «Σπάει» η μονοτονία. Ας αφήσουμε το αγνό να προχωρήσει, δεν είναι κακό…».