Κυπελλούχος Ευρώπης και πρωταθλητής Ελλάδας, ο Γιώργος Μακαράς έζησε μεγάλες στιγμές ως παίκτης του ΠΑΟΚ, αλλά 23 χρόνια μετά δεν ασχολείται με το μπάσκετ! Για τον Σερραίο προέχουν οι υποχρεώσεις στη δουλειά του, αλλά και η οικογένεια του. Ετσι συνειδητά δεν ασχολείται με το άθλημα…
Κι όπως είπε σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα στα «ΣΠΟΡ», «δεν ασχολούμαι με το παρελθόν, δεν στέκομαι στις επετείους, δεν είναι του χαρακτήρα μου, δεν τρελαίνομαι. Και μου αρέσει να κοιτάω στο μέλλον, να βλέπω μπροστά. Ωστόσο υπάρχουν πάντα και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ που ακόμη μου τα θυμίζουν όλα όταν με συναντούν».
Ο Γιώργος Μακαράς δεν κρύβει την εκτίμησή του στις «κεφαλές» της ΚΑΕ ΠΑΟΚ: «Για μένα είναι σπουδαίο να συνεχίζουν στην ομάδα ο Μπάνε και ο Μάτζικ. Με τον Νίκο μιλάμε πολύ συχνά και μαθαίνω τα νέα της ομάδας γιατί διαφορετικά, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν μπορώ να την παρακολουθώ από κοντά. Θεωρώ, όμως, ότι έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά αυτά τα χρόνια που βρίσκονται ο ένας στο διοικητικό και ο άλλος στο αγωνιστικό. Πρόκειται για τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις στην ομάδα του ΠΑΟΚ. Από όσα ακούω πιστεύω ότι ακολουθούν τη λογική και έτσι βρίσκονται σε σωστό δρόμο. Ίσως να είναι και λίγο άτυχοι γιατί οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες δεν τους ευνοούν, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα φθάσουν στον στόχο που έθεσαν».
Τέλος μίλησε και για τον συμπαίκτη του στον ΠΑΟΚ, Μάικ Τζόουνς, ο οποίος αναμένεται να έρθει στη Θεσσαλονίκη για τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό:
«Ηταν ο πρώτος ξένος παίκτης της ομάδας τότε για το πρωτάθλημα. Ήταν ένας 19χρονος «ρούκι», περνούσε πρώτη φορά τον Ατλαντικό, αλλά επρόκειτο για ένα πολύ καλό παιδί με άψογο χαρακτήρα και μεγάλο πάθος και φιλοτιμία για το μπάσκετ. Ηταν τρομερά εκρηκτικός κι αυτό το ζήσαμε και στα παιχνίδια, ενώ έδειχνε να έχει αστείρευτες δυνάμεις. Μας έδωσε μεγάλο αέρα για να γίνουμε διεκδικητές τίτλων, άσχετα από το αν δεν τα καταφέρει. Και νομίζω ήταν έτοιμος να παίξει από τότε στο ΝΒΑ, αλλά ατύχησε… Ήταν όμως και τυχερός στον ΠΑΟΚ γιατί βρήκε μπροστά του έναν συμπατριώτη του προπονητή, τον Τζον Νιούμαν που κι αυτός κουβαλούσε κάποια τρέλα και τον εμπιστευόταν πολύ. Όλα όμως αυτά είναι πολύ ωραίες αναμνήσεις για μένα…».