Μια νομική ανάλυση που… αδειάζει την ΕΕΑ στο θέμα του Άρη, της νέας ΠΑΕ, της εκκαθάρισης και της αδειοδότησης, έρχεται να προστεθεί στα νομικά όπλα των κιτρινόμαυρων.
Πρόκειται για μία ανάλυση που έκανε και ανέβασε στο σάιτ του, ο Γιώργος Σφυρής, νομικός, μέλος της νομοπαρασκευαστικής που συνέταξε τον νέο νόμο και σύμβουλος του Νίκου Λάσκαρη.
Πρόκειται για ένα μακροσκελές κείμενο 3.540 λέξεων μέσα από το οποίο ουσιασιτκά εκφράζεται η άποψη πως η θέση της ΕΕΑ σχετικά με τον Άρη και την εκκαθάριση στερείται νομικού ερείσματος.
Διαβάστε την ανάλυση του Γιώργου Σφυρή :
ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε.Α.
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΙΔΡΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΝΑ ΣΥΣΤΗΣΕΙ ΝΕΑ ΠΑΕ
[ΥΠΟ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ 03/02/2016 ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΕΑ]
Σήμερα, πολύς λόγος γίνεται για τη δυνατότητα ενός ποδοσφαιρικού ιδρυτικού σωματείου να συστήσει νέα ΠΑΕ, διαρκούσης της εκκαθάρισης της προηγούμενης ΠΑΕ που υποβιβάστηκε σε ερασιτεχνική κατηγορία [και έτσι ετέθη εκ του νόμου υπό καθεστώς εκκαθάρισης]. Η πρόσφατη σύσταση από το ιδρυτικό σωματείο «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΛΑΡΙΣΑΣ 1964» νέας ΠΑΕ, με την επωνυμία «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», προκειμένου να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα της Football League, η αγωνία των θεσμικών παραγόντων του ΑΣ ΑΡΗΣ για το αγωνιστικό πεπρωμένο της ομάδας, μετά την εξασφάλιση του αγωνιστικού προβιβασμού της στην επαγγελματική κατηγορία της Football League και το ενδιαφέρον και άλλων ερασιτεχνικών σωματείων ή ΠΑΕ – μελών της Football League για την ερμηνεία του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999, προκάλεσαν ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου αυτού [111 (§3) του Ν. 2725/1999], σε αντιδιαστολή με τα επιχειρήματα της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού που καταγράφονται στο από 03/02/2016 Πρακτικό της.
Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 77Α§1(θ)&(η) του Ν. 2725/1999, η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (θ) γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά στα θέματα με τα οποία ασχολείται, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Πολιτισμού, ή από αίτημα των οικείων ομοσπονδιών, ή επαγγελματικών συνδέσμων και (η) εκδίδει οδηγίες προς το σκοπόενιαίας εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν. 2725/1999. Συνεπώς, επ’ ουδενί λόγω δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των ad hoc οριζομένων αρμοδιοτήτων της ΕΕΑ – προεχούσης της φύσεώς της ως διοικητικού οργάνου αμιγώς επιφορτισμένου με εξαιρετικές, ειδικώς καθοριστέες κατά τα ανωτέρω αρμοδιότητες που εμπίπτουν στο πλαίσιο του αθλητικού νόμου -να νομοθετεί, άλλως να θέτει πρωτογενείς κανόνες δικαίου, ούτε βεβαίως θα μπορούσε να εκτελεί τέτοιο έργο, γιατί στην περίπτωση αυτή θα κατέλυε την συνταγματική τάξη, κατά πλήρη και ευθεία καταστρατήγηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (λειτουργιών), όπως ορίζεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Οι δε οδηγίες της προς το σκοπό της ενιαίας εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν. 2725/1999 δεν μπορούν να καταλήγουν σε τροποποίηση, πολλώ δε μάλλον κατάργηση των άρθρων του νόμου αυτού, αλλά ουσιαστικά περιορίζονται στο να καθορίζουν το πλαίσιο εφαρμογής αυτών σε όλες τις ομοειδείς περιπτώσεις. Τέλος, ενόψει του ότι για την διατύπωση γνωμοδότησης πρέπει να προηγείται ερώτημα του Υπουργού Πολιτισμού, ή αίτημα των οικείων ομοσπονδιών, ή επαγγελματικών συνδέσμων, ώστε ακριβώς να δύναται η ΕΕΑ να παρεμβαίνει στο έργο της εκτελεστικής εξουσίας κατά το δοκούν και υποκαθιστώντας άλλα ανώτερα ιεραρχικά κρατικά όργανα, καθίσταται ευχερής ο προσδιορισμός της φύσης και του περιεχομένου της γνωμοδοτικής της αρμοδιότητας. Υπ’ αυτό ειδικώς το πλαίσιο και την εκδοχή, η γνωμοδότηση της ΕΕΑ, στο μέτρο μάλιστα που δίδεται ύστερα από υποβολή συγκεκριμένου και σαφώς διατυπωμένου ερωτήματος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι προσιδιάζει με την απλή γνώμη του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 2690/1999, η οποία επ’ ουδενί λόγω δεσμεύει το αποφασίζον όργανο στην άσκηση της αρμοδιότητας που του έχει απονεμηθεί. Εν προκειμένω, η ΕΕΑ, όπως εμφαίνεται στο από 03/02/3016 Απόσπασμα Πρακτικού της, συνεδρίασε με θέμα ημερησίας διάταξης: «Συζήτηση επί των υπό εκκαθάριση Α.Α.Ε.». Συνεπώς, ενήργησε εξωθεσμικά και αυθαίρετα, εκτός νομικού πλαισίου του Ν. 2725/1999, άλλως και σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε υποστηριχθεί ότι μπορούσε να προβεί σε απλή εξέταση του εν λόγω θέματος ενόψει της σημασίας του για την έννομη τάξη και σε σχέση με τα ζητήματα που επρόκειτο να τεθούν υπό την ενδεχόμενη κρίση της στο μέλλον (πάντα όμως κατόπιν υποβολής ερωτήματος) ενόψει των ανωτέρω, το πόρισμά της δεν δύναται να αποτελεί δέσμια οδηγία προς την κρατική εξουσία, ούτε φυσικά θέτει κανόνες δικαίου που δεσμεύουν τα όργανά της, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν τον υπό κρίση νόμο και να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε προσπάθεια ή πρακτική κατάλυσής του. Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι δύναται να αποτελέσει νομολογία στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, όπου με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού διαμορφώνονται κατά βάση νομολογιακοί κανόνες, (βλ. Εγχειρίδιο Δ.Δ. – Ε. Σπηλιωτόπουλος, ένατη έκδοση 1999, σελ. 73 και επ.). Αντίθετα και κατόπιν των ανωτέρω, η μόνη σύννομη Γνωμοδότηση της ΕΕΑ είναι η από 25/09/2012 απάντησή της προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όπως κατωτέρω αναλύεται.
Αν μία ΠΑΕ υποβιβαστεί στην Ερασιτεχνική Κατηγορία, ή «επιλέξει» να συμμετάσχει στην Ερασιτεχνική Κατηγορία, δια της οδού της «δήλωσης» συμμετοχής στην κατηγορία αυτή, τότε θα εφαρμοστεί το άρθρο 111 του ν. 2725/1999. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1. εδάφιο β’ του άρθρου 111 ν. 2725/1990, όπως ισχύει, (μετά και την τελευταία τροποποίησή του με το ν. 4115/2013): «1. Π.Α.Ε. που υποβιβάζονται από τη Γ’ εθνική κατηγορία ή, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην οικεία κατηγορία του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, διαλύονται και τίθενται σε εκκαθάριση κατά τις διατάζεις για τις ανώνυμες εταιρείες, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού. Η εκκαθάριση πρέπει να περατώνεται μέσα σε τριάντα (30) μήνες από τον υποβιβασμό της Π.Α.Ε.. Εάν πριν ολοκληρωθεί η εκκαθάριση η ομάδα ανέλθει κατηγορία, διακόπτεται η διαδικασία της εκκαθάρισης και επαναφέρεται σε λειτουργία η Π.Α.Ε.. Κατ’ εξαίρεση οι Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (Π.Α.Ε.) όλων των κατηγοριών, που υποβιβάζονται σε Ερασιτεχνική Κατηγορία, υποχρεωτικώς εκκαθαρίζονται εντός τριών (3) μηνών από τον υποβιβασμό τους». Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου προβλέφθηκε ότι: «Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1, η ομάδα του σωματείου προβιβασθεί στη Γ’ εθνική κατηγορία, ή, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η γενική συνέλευση του σωματείου δικαιούται, αντί να συστήσει νέα Π.Α.Ε., να ζητήσει την αναβίωση της προηγούμενης που τελεί σε εκκαθάριση.Σε μια τέτοια περίπτωση, την οριστική απόφαση περί αναβίωσης ή μη λαμβάνει η Γενική Συνέλευση της υπό εκκαθάριση τελούσας Π.Α.Ε., η οποία συγκαλείται με πρόσκληση του Προέδρου του σωματείου, ο οποίος ορίζει και τα τυχόν άλλα θέματα της ημερήσιας διάταξης και προεδρεύει στη Γενική Συνέλευση. Στην περίπτωση αυτή, οι προθεσμίες για τη Σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης, δημοσιεύσεις κλπ. που προβλέπονται από τον ΚΝ 2190/1920 συντέμνονται κατά το ήμισυ».
Στην Εισηγητική-Αιτιολογική έκθεση του Ν. 3057/2002, (ΦΕΚ Α/239, 10-10-2002), στο άρθρο 38 αυτής, αναφέρεται ότι: «Με την παράγραφο 3 προστίθεται νέα παράγραφος 3 στο άρθρο 111 του ν. 2725/1999, με την οποία ρυθμίζεται η περίπτωση όπου, ενώ μία ΠΑΕ έχει υποβιβαστεί στην κατώτερη κατηγορία επαγγελματικού ποδοσφαίρου και, σύμφωνα με το νόμο, τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, η ομάδα του ιδρυτικού αυτής σωματείου ανέλθει σε κατηγορία επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Έτσι, ορίζεται ότι με απόφαση της Γ.Σ. του σωματείου, αντί να δημιουργηθεί νέα ΠΑΕ, μπορεί να αναβιώσει η τελούσα σε εκκαθάριση, ρυθμίζονται δε τα σχετικά θέματα.». Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι στην παράγραφο 3 του άρθρου 111 του ισχύοντος Ν. 2725/1999, καθορίζεται άνευ ετέρας προϋπόθεσης, η κατάσταση εκείνη κατά την οποία, διαρκούσης (χρονικά) της εκκαθάρισης μιας ΠΑΕ, η ομάδα του ιδρυτικού της σωματείου ανέρχεται σε κατηγορία επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Κατ’ αυτήν, μπορεί το ιδρυτικό σωματείο με απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης, χωρίς η βούλησή του όπως δι’ αυτής εκφράζεται να τελεί υπό ειδικώς οριζόμενες προϋποθέσεις ελεγκτέες προληπτικά ή κατασταλτικά, να δημιουργήσει νέα ΠΑΕ, ή να αναβιώσει την τελούσα σε εκκαθάριση ΠΑΕ. Κατά δε την υπ’ αριθμ. 308/2013 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, (και την σε αυτήν αναφερόμενη πάγια νομολογία), κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου, ο υποβιβασμός των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών από την Γ’ (τότε) Εθνική Κατηγορία (ή σε περίπτωση αναδιάρθρωσης στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου), στην οικεία κατηγορία του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, συνεπάγεται τη διάλυσή τους και τη θέση τους σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις των ανωνύμων εταιρειών, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, η οποία (εκκαθάριση) πρέπει να περατώνεται μέσα σε διάστημα τριάντα (30) μηνών, [σήμερα τριών (3) μηνών, άρθρο 44Α§15β του Ν. 4115/2013, από τον υποβιβασμό της Π.Α.Ε.. Εάν πριν ολοκληρωθεί η εκκαθάριση η ομάδα ανέλθει κατηγορία, διακόπτεται η διαδικασία της εκκαθάρισης και επαναφέρεται σε λειτουργία η Π.Α.Ε., (στην περίπτωση της αναβίωσης που πραγματεύεται το ΝΣΚ στην υπόθεση). Είναι προφανές ότι οι διατάξεις του τελευταίου αυτού εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 111 του αθλητικού νόμου περιέχουν ειδική-εξαιρετική ρύθμιση σε σχέση με τις προαναφερόμενες διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 47α του κ.ν. 2190/1920, ως προς τις προϋποθέσεις «αναβίωσης» των υπό εκκαθάριση Π.Α.Ε., η οποία συμπληρώνεται από τις διατάξεις της παρ. 3 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκαν μεταγενέστερα με το άρθρο 38 παρ. 3 του Ν. 3057/2002. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, (κατά την ίδια γνωμοδότηση του ΝΣΚ), παρέχεται η δυνατότητα στη γενική συνέλευση του σωματείουπου έχει καταλάβει αυτοδικαίως και μόνο αγωνιστικά τη θέση της υποβιβασθείσης στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο Π.Α.Ε. (βλ. σχ. παρ. 2 αρθρ. 111), να ζητήσει, σε περίπτωση αγωνιστικού προβιβασμού της ομάδας του στην κατώτερη επαγγελματική κατηγορία, (ή σε περίπτωση αναδιάρθρωσης στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου), εντός του διαστήματος των τριάντα (30) μηνών (ή 3 μηνών σήμερα) από τον υποβιβασμό της, αντί τη σύσταση νέας Π.Α.Ε., την ανασύσταση της προηγούμενης που τελεί σε εκκαθάριση, γεγονός που αποφέρει τη διακοπή της εκκαθάρισης. Την οριστική όμως απόφαση περί αναβίωσης ή μη θα πρέπει να λάβει η γενική συνέλευση των μετόχων της υπό εκκαθάριση τελούσας Π.Α.Ε., η οποία συγκαλείται με πρόσκληση του Προέδρου του σωματείου και όχι βεβαίως το καταστατικό όργανο του σωματείου, αύτη δε η διαδικασία ακολουθείται υποχρεωτικώς και δεν δίδει καμία δυνατότητα παρέκκλισης από το κανονιστικό της πλαίσιο.
Συνεπώς, δεν προβλέπεται καμία de jure ή ipso facto et ab initio αναβίωση της υπό εκκαθάριση τελούσης ΠΑΕ σε κάθε περίπτωση εκκαθάρισης. Η έννομη αυτή συνέπεια της διάταξης 3 του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999, καθιστά κατ’ ουσίαν καταργημένη, (ως αντικατασταθείσα) την προηγούμενη προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της §1 του άρθρου 111, όπως προστέθηκε με την περ. β της §8 του άρθρου 18 του Ν. 2947/2001, κατά το οποίο, «Εάν πριν ολοκληρωθεί η εκκαθάριση η ομάδα ανέλθει κατηγορία, διακόπτεται η διαδικασία της εκκαθάρισης και επαναφέρεται σε λειτουργία η Π.Α.Ε.» και παρέμεινε και μετά την προσθήκη της §3 του ίδιου άρθρου, με το νεώτερο Ν. 3057/2002, πολλώ δε μάλλον εφόσον η τελευταία καθορίζει διαφορετικά την περίπτωση αυτή, άλλως «τροποποιεί» ερμηνευτικά και καθορίζει το πλαίσιο εφαρμογής του ανωτέρω εδαφίου, ως δυνατότητα επιλογής της Γενικής Συνέλευσης της ΠΑΕ, εφόσον βεβαίως της ζητηθεί αυτό από τη Γ.Σ. του ιδρυτικού σωματείου. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το τελευταίο αυτό εδάφιο της §1 του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999, δεν δύναται να δεσμεύσει τα Ιδρυτικά σωματεία των ΠΑΕ, τα οποία εκ του νόμου πλέον υποκαθιστούν μόνο αγωνιστικά την υπό εκκαθάριση ΠΑΕ, κατά τη διάταξη της §2 του ίδιου άρθρου και αποφαίνονται δια του καταστατικού τους αρμοδίου οργάνου τους (τις Γενικές Συνελεύσεις) για την σύσταση νέας ΠΑΕ, ή την αναβίωση της υπό εκκαθάριση ΠΑΕ, υπό μορφή «πρότασης» όμως και μόνο, αφού την τελική περί αυτής απόφασης θα λάβει μόνο η Γενική Συνέλευση της ΠΑΕ αυτής. Οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα προσέκρουε σε σοβαρά νομικά προσκόμματα ή και αδιέξοδα, όπως στην περίπτωση που η ΓΣ της ΠΑΕ απέρριπτε την αναβίωσή της. Προς επίρρωση της νομοθετικής εκφραστικής ασυνέπειας του αθλητικού νομοθέτη που οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτές τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, επισημαίνεται και η προσθήκη νέου εδαφίου μετά το τελευταίο εδάφιο της §1 του άρθρου 111, με τη διάταξη της § 15.β του άρθρου 44Α του Ν. 4115/2013, (ΦΕΚ Α/24, 30-01/2013), κατά το οποίο: «Κατ’ εξαίρεση οι Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (Π.Α.Ε.) όλων των κατηγοριών, που υποβιβάζονται σε Ερασιτεχνική Κατηγορία, υποχρεωτικώς εκκαθαρίζονται εντός τριών (3) μηνών από τον υποβιβασμό τους», αν και σε προηγούμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (§1), προβλέπεται ότι: «Η εκκαθάριση πρέπει να περατώνεται μέσα σε τριάντα (30) μήνες από τον υποβιβασμό της Π.Α.Ε.», ωσάν να υπάρχουν δύο κατηγορίες ΠΑΕ, που η κάθε μία αποτελεί εξαίρεση της άλλης, συνθήκη όμως που βεβαίως δεν συντρέχει. Άλλωστε, η νέα παράγραφος 3 του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999, προβλέπει ρητώς (και κατηγορηματικώς) ότι σε περίπτωση που μία ΠΑΕ έχει υποβιβαστεί στην κατώτερη κατηγορία επαγγελματικού ποδοσφαίρου και, σύμφωνα με το νόμο, τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, η ομάδα του ιδρυτικού αυτής σωματείου ανέλθει σε κατηγορία επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η γενική συνέλευση του σωματείου δικαιούται να συστήσει νέα ΠΑΕ, δηλαδή ΠΑΕ με νέο ΑΦΜ, κατά τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζει ο Κ.Φ.Δ. (Ν. 4174/2013), επιτρέποντας κατά τον τρόπο αυτό τη σε πρακτικό επίπεδο λειτουργία δύο νομικών προσώπων, ένα για τους σκοπούς της εκκαθάρισης και ΜΟΝΟ και ένα νέο για τη συμμετοχή του στα επαγγελματικά πρωταθλήματα, (ως νέα ΠΑΕ). Συνεπώς, ο ίδιος νόμος – πλαίσιο προβλέπει το συγκεκριμένο έννομο αποτέλεσμα και την σύσταση νέας ΠΑΕ και οτιδήποτε διαφορετικό υποστηρίζεται δεν ερείδεται στο γράμμα και πνεύμα του νόμου, αλλά αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία, ή προσέγγιση.
Η θέση ότι οι διατάξεις του άρθρου 111 του αθλητικού νόμου, δεν μπορούν να κατισχύσουν των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του θεσμικού νόμου των ανωνύμων εταιρειών, εφόσον θεσπίζουν αυτοτελείς λόγους λύσης των Π.Α.Ε., δεν είναι ορθή. Και αυτό γιατί όπως έχει κρίνει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, (Αρ. Γνωμ. 308/2013),«Είναι αυτονόητο ότι, και οι διατάξεις αυτές της αθλητικής νομοθεσίας, ενόψει της σπουδαιότητας του επιδιωκόμενου σκοπού τους, που είναι η ρύθμιση των ζητημάτων λύσης και εκκαθάρισης των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο, όπως και οι αντίστοιχες διατάξεις του θεσμικού νόμου των ανωνύμων εταιρειών, στις οποίες άλλωστε παραπέμπουν, ιδίως ως προς τη διαδικασία της εκκαθάρισης».Συνεπώς, η αντίθετη υποστηριζόμενη άποψη της ΕΕΑ, στο από 03/02/3016 Πρακτικό της, δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα.
Με την από 25/09/2012 απόφασή της η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού,απαντώντας σε ερώτημα του Υπουργείου Ανάπτυξης, (Δ/νση ΑΕ & Πίστεως, Τμήμα Α’), έκρινε ότι δεν υφίσταται καμία απαγορευτική διάταξη για το ιδρυτικό σωματείο και αν ακόμα δεν έχει περατωθεί η εκκαθάριση της ΠΑΕ, (κατά το άρθρο 111 του αθλητικού νόμου) στον ορισθέντα χρόνο, (συνήθης περίπτωση) και εφόσον η άνοδος κατηγορίας επήλθε εκτός του χρονικού διαστήματος των τριάντα (παλαιότερα) μηνών, στη διάρκεια του οποίου δεν περαιώθηκε η εκκαθάριση, να αποφασίσει με το προβλεπόμενο καταστατικό του όργανο (Γ.Σ.), την ίδρυση νέας ΠΑΕ, απαλλαγμένης (προφανώς) από τα χρέη και βάρη της προηγούμενης υπό εκκαθάριση ΠΑΕ, με την οποία νομικώς πλέον και για όλους τους ανωτέρω λόγους δεν σχετίζεται. Κατά την ίδια δε αυτή απόφαση, η αναβίωση της προηγούμενης εταιρείας υπάγεται στην αρμοδιότητα του σωματείου και όχι στην πρωτοβουλία και προαίρεση των τυχόν δανειστών της, κρίση που σαφώς επιρρωνύει τις ανωτέρω σκέψεις και ερμηνείες.
Ο μόνος προβληματισμός βεβαίως, που θα μπορούσε να διατυπωθεί σε μία τέτοια κατάσταση, είναι εάν το αθλητικό σωματείο, το οποίο αυτοδικαίως καταλαμβάνει τη θέση της εταιρείας που υποβιβάζεται, μπορεί να συστήσει νέα ΠΑΕ, καίτοι προηγουμένως δεν έχει τεθεί σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες η προηγούμενη ΠΑΕ. Η περίπτωση αυτή αποκτά νομικό ενδιαφέρον όταν δεν έχουν καταχωρηθεί οι αποφάσεις των ΓΣ της υποβιβασμένης ΠΑΕ στο μητρώο ΑΕ, ή στο ΓΕ.ΜΗ. που αποτελεί την ημερομηνία θέσεως της εταιρείας σε εκκαθάριση, ή δεν έχει γίνει καμία άλλη πράξη εκκαθάρισης, όπως αντίθετα επιβάλει εμπορικός νόμος (σύνταξη και υποβολή αρχικού ισολογισμού εκκαθάρισης κλπ.), κατά το χρόνο που το ιδρυτικό σωματείο λαμβάνει την άδεια να συμμετάσχει στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, στο μεσοδιάστημα, ή κατά το χρόνο του επικυρωθέντος βαθμολογικά προβιβασμού του σωματείου σε επαγγελματική κατηγορία. Εκ πρώτης όψεως, ο νόμος (άρθρο 111, Ν. 2725/1999) φαίνεται να διαχωρίζει την εκκαθάριση της ΠΑΕ από την αγωνιστική υποκατάστασή της από το ιδρυτικό σωματείο στην κατηγορία του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, λόγος για τον οποίο και απαλλάσσει το τελευταίο από τις ενοχικές ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας που τέθηκε σε εκκαθάριση, οπότε οι πορείες των δύο νομικών προσώπων δεν αλληλοεπηρεάζονται, όταν η ομάδα του ιδρυτικού σωματείου προβιβαστεί στην επαγγελματική κατηγορία και αποφασίσει να ιδρύσει νέα ΠΑΕ, (βλ. σχετ. Γνμ ΝΣΚ 601/2002, όπου εκρίθη ότι: «σε περίπτωση δε λύσεως της ΚΑΕ για οποιοδήποτε λόγο, οι οφειλές αυτές, όπως και εκείνες που δημιουργήθηκαν από την ίδια την ΚΑΕ κατά τη λειτουργία της, δεν περιέρχονται στο ιδρυτικό αυτής αθλητικό σωματείο…», αλλά και Επιτροπή Εφέσεων ΕΠΟ 67/2014 (adhoc), αλλά και την υπ’ αριθμ. πρωτ: 1152/12-08-2014 απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και το υπ’ αριθμ. Κ2-4205/20-08-2014 έγγραφο του Υπουργείου Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας, που σαφέστατα συνηγορούν υπέρ της δυνατότητας ίδρυσης νέας ΠΑΕ, Απόφαση ΕΕΑ 25/09/2012 για την ΚΑΕ Απόλλων Πάτρας, ως σύσταση νέας ΠΑΕ, ΤΔΔ ΕΠΟ 216/2013 και λίαν προσφάτως ΔΔΠ ΕΠΟ 32/2016, όπου σαφώς καθορίστηκε ότι το ιδρυτικά σωματεία δεν αναλαμβάνουν de jure τα χρέη – υποχρεώσεις των ΑΑΕ (ΠΑΕ), σύμφωνα με το Άρθρο 111§2 του Ν. 2725/1999, της εταιρείας που τίθεται σε εκκαθάριση, απόφαση που είναι συνεπής και με την με αριθμό πρωτ. 14.672/2012 από 09/05/2012 επιστολή της ΕΠΟ και την υπ’ αριθμ. 49/06-04-2012 απόφαση ΔΣ της ΕΠΟ».
Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε και η ΕΠΟ, [πλην του Υπουργείου Ανάπτυξης (Εμπορίου), που σύμφωνα με το Ν. 2190/1920 (και 2725/1920) έχει τη σχετική αρμοδιότητα εποπτείας της εφαρμογής των νόμων αυτών] να παρέμβει και να επιλύσει κανονιστικά το ζήτημα στο πλαίσιο της εξουσία που της παρέχει ο νόμος 3479/2006, (άρθρο 29§12, ΦΕΚ Α’/152, 19-06-2006) και μέσω της υπηρεσίας Αδειοδοτήσεων Ομάδων της επί τη βάσει του Κανονισμού Αδειοδότησης ομάδων και οικονομικού «ευ αγωνίζεσθαι», για την συμμετοχή των ΠΑΕ στα Ελληνικά Επαγγελματικά Πρωταθλήματα.
Προς το παρόν πάντως, δεν φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχει νομικό εμπόδιο, ερειδόμενο στην διαδικασία εκκαθάρισης της προηγούμενης ΠΑΕ, που να απαγορεύει δηλαδή στο ιδρυτικό σωματείο να συστήσει νέα ΠΑΕ για να συμμετάσχει στην επαγγελματική κατηγορία στην οποία προβιβάστηκε, υπό τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν. Είναι προφανές ότι η §3 του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999 θέλει το ιδρυτικό σωματείο αυτοτελές και ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο από την υπό εκκαθάριση ΠΑΕ, όχι μόνο για καθαρά προφανείς αθλητικούς λόγους, αλλά πρωτίστως κοινωνικούς, εφόσον στην αντίθετη περίπτωση οι περισσότερες (κατ’ αρχήν) επαρχιακές ΠΑΕ θα είχαν εξαφανιστεί από το χάρτη της ελληνικής επικράτειας και το ποδόσφαιρο από καθαρά λαϊκό άθλημα θα εξελισσόταν σε (ταξικό) προνόμιο της αστικής κοινωνίας, σε κάθε περίπτωση για λόγους που εμπίπτουν στο εννοιολογικό περιεχόμενο της παρ. 9 του άρθρου 16 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1.
Βεβαίως, η πολιτεία στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει την φερόμενη κοινωνικά και πολιτειακά ως «προκλητικά ανεκτική» σε μεθοδεύσεις παραγόντων των ΠΑΕ εκούσιας αγωνιστικής επιλογής υποβιβασμού στην ερασιτεχνική κατηγορία για την απαλλαγή του ιδρυτικού σωματείου από τα χρέη και τη σύσταση νέας ΠΑΕ κατά τρόπο που ζημιώνεται το κράτος από σωρευμένους φόρους, νομοθέτησε την «εις ολόκληρο ευθύνη τους». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 118Α του Ν. 2725/1999, (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 3479/2006 ΦΕΚ Α’ 152/19-7-2006) και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-7-2006), το οποίο τιτλοφορείται «Ευθύνες διοικούντων αθλητικά νομικά πρόσωπα», ορίζεται ότι: «Oι Πρόεδροι των Δ.Σ., διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των Α.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή σωματείων, που συμμετέχουν στα επαγγελματικά πρωταθλήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το αντίστοιχο νομικό πρόσωπο για τα χρέη που αυτό δημιουργεί κατά το χρονικό διάστημα της θητείας τους…». Από την ως άνω διάταξη, η οποία δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος – θα πρέπει δε η συνταγματικότητά της να συναρτηθεί με τη συμβατότητα του συνολικού πλαισίου που προδιαγράφηκε με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 9 και του άρθρου 106 παρ. 1 – συνάγεται ότι ο νομοθέτης, κατά παρέκκλιση του άρθρου 32 του ΕμπΝ, καθιέρωσε στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, που συμμετέχουν στα επαγγελματικά πρωταθλήματα, συνευθύνη για τα χρέη των τελευταίων προς τρίτους και των φυσικών προσώπων, τα οποία διευθύνουν ή διαχειρίζονται τις υποθέσεις αυτών και, συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, των προέδρων των δ.σ., των διευθυνόντων συμβούλων, καθώς και των εκκαθαριστών, εφόσον τα τελευταία ασκούν τη διαχείριση των υποθέσεων των εν λόγω εταιριών, (βλ. ΕφΑθ 1813/2011 αδημ., την ΕφΘεσ 1314/2014και την αιτιολογική έκθεση επί του Ν. 3479/2006 και ιδιαίτερα επί του άρθρου 20 αυτού). Με τον τρόπο αυτό έχουν πλέον αρχίσει να εξαλείφονται οι παρελκυστικές μεθοδεύσεις και «παράνομες τακτικές» φυσικών προσώπων που εκμεταλλεύονταν το άρθρο 111 του Ν. 2725/1999, προς ίδιον αποκλειστικά όφελος και σε βάρος της πολιτείας και τρίτων πιστωτών.
Το υπό αξιολόγηση Πρακτικό της ΕΕΑ φέρεται να αγνοεί την εν λόγω παράμετρο, ενώ περιέργως και με πρωτοφανή «καινοτομία» και νομικά αλυσιτελές «θράσος» επιτίθεται στο νομοθέτη του Ν. 2725/1999, καταργώντας πραξικοπηματικά το άρθρο 111§3, αν και θα έπρεπε να γνωρίζει ότι οι νόμοι διακρίνονται, σε σχέση προς το Σύνταγμα, σε εκτελεστικούς, απλούς, νόμους πλαίσια, «εφ’ άπαξ» εκδιδόμενους, νόμους-«μέτρα», «ειδικούς», «ερμηνευτικούς» και κώδικες. Εκτελεστικοί είναι οι νόμοι που η έκδοσή τους προβλέπεται από το Σύνταγμα, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των οικείων διατάξεών του. Οι νόμοι αυτοί, είτε αναφέρονται στην λειτουργία ενός ολόκληρου θεσμού, όπως λ.χ. της Διοικητικής Δικαιοσύνης (άρθρο 95, Συντ.) και καλούνται ειδικότερα οργανικοί ή οργανωτικοί ή θεσμικοί, είτε αποτελούν την αναγκαία εξειδίκευση, (βλ. και ΣτΕ 1157/1991).Οι ανωτέρω εκτελεστικοί νόμοι μπορούν να τροποποιηθούν από νεώτερους, όχι όμως και να καταργηθούν. Νεώτερος νόμος που καταργεί προγενέστερο χωρίς να τον αντικαθιστά ταυτόχρονα, θα είναι αντισυνταγματικός. Διότι το Σύνταγμα επιτάσσει την ύπαρξη του νόμου τούτου, ο οποίος ενεργοποιεί την οικεία συνταγματική διάταξη. Απλοί νόμοι, είναι εκείνοι των οποίων η έκδοση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη του Συντάγματος. Για τους νόμους αυτούς δεν ισχύουν οι περιορισμοί της αμέσως προηγούμενης περίπτωσης,(βλ. περισ. σε Α.Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, §21, σελ. 101). Σε κάθε λοιπόν περίπτωση, ο νόμος δεν τροποποιείται με Πρακτικά της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, αυθαίρετα, με δημοσιογραφικού τύπου αφορισμούς, χωρίς στατιστικά ή μη στοιχεία, επώνυμες παραθέσεις Α.Α.Ε. (Π.Α.Ε. ή Κ.Α.Ε., κλπ.), που εκμεταλλεύτηκαν προς βλάβη του δημοσίου συμφέροντος και μόνο το υπό διαπραγμάτευση άρθρο, με ψευδοερμηνευτικές προσεγγίσεις, (π.χ. της §3 του άρθρου 111 του Ν. 2725/1999, ως ρυθμίζουσα μόνο την αναβίωση των υπό εκκαθάριση ΠΑΕ), αλλά με νεώτερο νόμο και υπό τις συνθήκες και όρους που προεκτέθηκαν. Συνεπώς υπάρχει η ελπίδα ότι η πολιτεία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα αποτρέψει την εφαρμογή αντισυνταγματικών συμπεριφορών και πρακτικών των άλλων συντεταγμένων εξουσιών του κράτους, (καθορίζουν ακόμα και το χρόνο κατάργησης νόμων, βλ. 03/02/2016, σελ. 5 του Πρακτικού, με απλές προσωποπαγείς γνώμες ή προσεγγίσεις), προτάσσοντας μία συνεπή, έλλογη και νομικά συμβατή λύση στα υπό εκκρεμότητα και υπό διαπραγμάτευση νομικά ζητήματα, ή εν τέλει, μία συνταγματικά επιτρεπτή (ή ανεκτή) τροποποίηση.