Η παρουσία του στην Θεσσαλονίκη και τον ΠΑΟΚ δεν του άφησε την καλύτερη «γεύση» με την αποδέσμευση του πριν από την έναρξη της σεζόν να τον δυσκολεύει αρκετά.
Ο λόγος για τον Χρήστο Σαλούστρο που έκανε μια αρκετά καλή χρονιά με την φανέλα του Κολοσσού και ανανέωσε για τον επόμενο χρόνο.
Αναλυτικά τα όσα είπε στο «ΑΠΕ-ΜΠΕ»:
Για τη σεζόν που ολοκληρώθηκε: «Η σεζόν που ολοκληρώθηκε ήταν για μένα ίσως η πιο δύσκολη της ως τώρα μικρής και ταπεινής καριέρας μου. Πολλοί σύλλογοι, έτσι όπως έφυγα από τον ΠΑΟΚ, ήταν δύσπιστοι για να με εντάξουν στο δυναμικό τους. Παρόλα αυτά, υπήρξε ο Κολοσσός που με εμπιστεύτηκε, με βοήθησε, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής, ειδικά ο προπονητής μου, ο κ. Λυκογιάννης και εγώ με τη σειρά μου ανταπέδωσα την εμπιστοσύνη, όπως σκοπεύω να συνεχίσω να κάνω. Είμαι χαρούμενος που θα είμαι για μια ακόμη χρονιά στη Ρόδο και είμαι έτοιμος να κάνω ακόμη περισσότερα πράγματα στο παρκέ. Εχω να δείξω ακόμη πολλά στο γήπεδο».
Για την εκ νέου δέσμευσή του με τους «θαλασσί»: «Η διοίκηση του Κολοσσού απαρτίζεται από καλούς και έντιμους ανθρώπους, οι οποίοι προσωπικά με στήριξαν πολύ! Στο τελευταίο παιχνίδι στα πλέι οφ με τον Παναθηναϊκό στη Ρόδο, στο οποίο δεν αγωνίστηκα, λόγω του τραυματισμού μου (σ.σ. χρειάστηκε να υποβληθεί σε αρθροσκόπηση και αφαίρεση μικρού τμήματος από το μηνίσκο του), μου είπαν πως θέλουν να μιλήσουμε γρήγορα για την ανανέωση του συμβολαίου μου, να αρχίσει το «χτίσιμο» της ομάδας, για τη νέα χρονιά, από μένα. Ένα μήνα μετά την αρθροσκόπηση, ήθελα να ηρεμήσω, να σκεφτώ. Είχα δελεαστική οικονομικά πρόταση από το Ρέθυμνο, αλλά όταν είσαι σε έναν τόπο και περνάς καλά, ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου, ανθρώπους που στην αναποδιά θα σου πουν “δεν πειράζει, πάμε παρακάτω”, αποφασίζεις πιο εύκολα. Αντικειμενικά δεν υπάρχει ιδιαίτερο άγχος και πίεση στον Κολοσσό και αυτό βοηθά στο να μπορέσεις να πρωταγωνιστήσεις και να προσχωρήσεις την καριέρα σου. Δε χρειάστηκε, λοιπόν, πολύ για να αποφασίσω. Με το που ανανέωσε με την ομάδα ο κόουτς, το ίδιο βράδυ είχαμε τηλεφωνική επικοινωνία και μου είπε πως ο πρώτος παίκτης που θέλει να παραμείνει από το ρόστερ είμαι εγώ. Το εκτίμησα πολύ! Πέρασε ένα διάστημα περίπου δέκα ημερών που ήμασταν σε διαπραγματεύσεις. Οι άνθρωποι του Κολοσσού ό,τι ζήτησα το δέχτηκαν και το μετέφρασαν σε πρόταση. Δεν μπορούσα, ως εκ τούτου, να κάνω τίποτα από το να πω ουσιαστικά το “ναι”».
Για την παρουσία του εντός παρκέ: «Εκανα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω, τίποτα περισσότερο. Το μπασκετικό… ταξίδι μου το τελευταίο εξάμηνο ήταν τελικά όμορφο. Οσο άσχημα άρχισε, άλλο τόσο εξαιρετικά κατέληξε», ανέφερε, με μετριοφροσύνη, ο ίδιος. Πρόσθεσε λέγοντας: «Η παρουσία στην οκτάδα για μια ομάδα από την επαρχία, όπως το Κολοσσός, είναι μεγάλη υπόθεση. Καταφέραμε, μάλιστα, σχετικά νωρίς να πετύχουμε το στόχο μας, έμενε απλά να δούμε το τελικό μας πλασάρισμα στη βαθμολογία πριν από τα πλέι οφ. Ηγέτες μας ήταν ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης και ο Τρέβορ Ρέλεφορντ. Εκπληκτικοί και οι δύο, αυτοί μας… οδηγούσαν. Στην ομάδα, φυσικά, πιστώνεται συνολικά η επιτυχία και μέσα από την ομάδα διακρίνεται και εξελίσσεται ο καθένας μας. Για την καινούργια χρονιά έχουμε ανάλογους και υψηλότερους στόχους από τη σεζόν που έφυγε».
Για την αποχώρησή του από τον ΠΑΟΚ: «Σε κανέναν δεν εύχομαι, ούτε σε εχθρό μου, αυτό που πέρασα. Ητανε πολύ δύσκολες εκείνες οι μέρες. Οπως προανέφερα, είχα πρόβλημα στην αρχή στο να με εμπιστευτούν άλλες ομάδες. Εχω δείξει το ποιος είμαι, τι μπορώ να κάνω στο γήπεδο, το χαρακτήρα μου. Αν στα δέκα άτομα δεν είμαι αρεστός στο ένα, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Πολλοί άνθρωποι από Θεσσαλονίκη στεναχωρήθηκαν με ό,τι έγινε. Ακόμη και τώρα, μετά την ανανέωση της συνεργασίας μου με τον Κολοσσό, δέχτηκα τηλεφωνήματα από την πόλη και φίλους του ΠΑΟΚ, για να μου ευχηθούν και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Ο ΠΑΟΚ, από εκεί και πέρα, είναι ένας πάρα πολύ μεγάλος σύλλογος, δεν μπορώ εγώ σαν Σαλούστρος, αλλά και ο οποιοσδήποτε Σαλούστρος, οποιοσδήποτε παίκτης, να μπει πάνω από τον ΠΑΟΚ. Ηταν μια κίνηση τότε, που θεωρήθηκε πως έγινε για το καλό της ομάδας, την πήραν κάποιοι άνθρωποι και ο καθένας κρίνεται από τις επιλογές του. Ημουν δύσκολα ψυχολογικά, κυρίως, όμως, για να βρω ουσιαστικά την ταυτότητά μου ως άνθρωπος. Ένα τέτοιο γεγονός σε «χτυπάει» στο ανθρωπινό κομμάτι, δεν είναι μόνο το αγωνιστικό που σε καταρρακώνει. Ένα μήνα μετά από όσα έγιναν, συνέχισα, δούλεψα και έκανα καλή χρονιά στον Κολοσσό, με τον οποίο, πλέον, θέλω ακόμη καλύτερα πράγματα. Εχω κατανοήσει πως στον επαγγελματισμό δε χωράνε συναισθήματα, ούτε αποτυχίες».
Για την εξέλιξη των πραγμάτων, έκανε και την αυτοκριτική του, λέγοντας: «Είμαι απόλυτα συνειδητοποιημένος. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το έχω εγώ. Εμένα έφερε η ομάδα από την Αθήνα και με τίμησε με τριετούς διάρκειας συμβόλαιο και θα είμαι υπερήφανος για μια ζωή γι’ αυτό. Με την απόδοσή μου ανάγκασα τον ΠΑΟΚ να με αποκτήσει, με την απόδοσή μου, όμως, έδωσα και αφορμές για να πάρουν άνθρωποι της ομάδας την απόφαση για αποχώρησή μου. Δε θέλω να αναφερθώ σε άλλα θέματα που δεν έχουν να κάνουν με το μπάσκετ, δεν έχει νόημα. Δούλεψα σκληρά το προηγούμενο καλοκαίρι, δεν πήγα καθόλου στο σπίτι μου, για να βελτιωθώ αγωνιστικά. Δε μου δόθηκε, ωστόσο, η ευκαιρία στον ΠΑΟΚ. Μου δόθηκε στον Κολοσσό και θεωρώ ότι είμαι απόλυτα δικαιωμένος από την επιλογή που έκανα να ενταχθώ στην ομάδα της Ρόδου. Ολη μου η ζωή είναι το μπάσκετ, το μόνο που με νοιάζει είναι να παίζω όσο αντέχουν τα χέρια και τα πόδια μου».
Παράλληλα, δεν μπορούσε να μην αναφερθεί στο «Έπος του ’87», τονίζοντας: «Το 1987 ήταν ο γάμος των γονιών μου, νομίζω πως τότε δεν υπήρχα ούτε καν ως… ιδέα!», επισήμανε χαριτολογώντας ο Σαλούστος. Εικόνα, βέβαια, από το θρυλικό επίτευγμα της Εθνικής έχει ο 26χρονος φόργουορντ, με τη βοήθεια του διαδικτύου. «Τις βολές του Καμπούρη και το χαμένο σουτ από τον Γιοβάισα, τα έχω δει… εκατομμύρια φορές! Ενας από τους βασικούς λόγους που παίζω μπάσκετ είναι η μεγάλη επιτυχία του ’87, αλλά και παίκτες πρότυπα, όπως ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης που παίζει ακόμη. Οσο αγωνίζεσαι, θέλεις να τους φτάσεις. Με τον ΠΑΟΚ είχα την τιμή να παίξω απέναντι στον Παναθηναϊκό και να κερδίσουμε με 17 πόντους και αργότερα να χάσουμε στον ημιτελικό του Κυπέλλου με το σουτ στην εκπνοή από τον Γιάνκοβιτς. Είναι μέγιστο το συναίσθημα να παίζεις απέναντι σε τόσο μεγάλους παίκτες, να τους κοιτάς στα… μάτια και να τους κερδίζεις».