O Mένιος Σακελλαρόπουλος, είναι από τους πλέον αναγνωρίσιμους ποδοσφαιρικούς ρεπόρτερ, που για σχεδόν τρεις δεκαετίες ασχολήθηκε με το ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού.
Η δημοσιογραφική ιδιότητα τον συνοδεύει πάντα, τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει περάσει στην συγγραφή (πολύ πετυχημένων) μυθιστορημάτων…
Με αφορμή και την τελευταία του ιδιότητα, αυτή του συγγραφέα, ο Σακελλαρόπουλος, έδωσε μια εξαιρετική συνέντευξη στο oneman.gr
Διαβάστε την…
Από τα χρόνια που έκανε ρεπορτάζ σκαρφαλωμένος σε μάντρες και κυνηγημένος από τα σκυλιά του Γκμοχ μέχρι τις passive aggressive γραμμές στον αέρα του Sport24 Radio, ο Μένιος Σακελλαρόπουλος μας εξηγεί πώς τα κατάφερε, κάθε φορά.
Υπάρχει κάτι στον τρόπο που ο Μένιος Σακελλαρόπουλος τονίζει τις λέξεις. Είναι σαν να τις παίρνει από ένα περιβόλι και να τις κόβει από τα κλαδιά. Μετά ξέρεις ότι θα τις αφήσει πίσω, δεν είναι κάνας πλεονέκτης, αλλά το νιώθεις, το νιώθεις αμέσως, οι λέξεις δεν είναι πλέον όπως τις άφησε, από άγουρες γίναν γινωμένες σε μια στιγμή.
Με το ‘Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι’, το δέκατο τρίτο του βιβλίο σε δεκατρία χρόνια να κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες, ο Μένιος με τις πιθανότατα περισσότερες εγγραφές στο μυαλό μας από οποιοδήποτε άλλον Μένιο (εύχομαι) δεν είναι απλά εξωγήινα συνεπής στο ταξίδι της συγγραφής. Είναι και αυτό, αναμφισβήτητα. Παράλληλα, είναι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους Παναθηναϊκούς με εκατοντάδες εικόνες από ταξίδια με την ομάδα πρακτικά παντού, συμπαραγωγός της εκπομπής ‘Οι τρεις μπαλαδέρος’ του Sport24 Radio 103.3 και ένας από τους πιο ενδιαφέροντες τύπους για να κάνεις ένα τσιγάρο σκαστός απ’ το γραφείο. Αν δεν σε πειράζει, αυτός θα κάνει πούρο.
Με φόντο την ανυποψίαστη Αθήνα λίγο πριν την παράλυση απ’ την επίσκεψη Ομπάμα, συζητήσαμε για τον τρόπο που ζει τη συγγραφή, τον Παναθηναϊκό, τα χρόνια στις εφημερίδες και το MEGA και το πόσο καλό ρεπορτάζ μπορείς να κάνεις σκαρφαλωμένος σε μια μάντρα.
Υπάρχει κάτι στον τρόπο που ο Μένιος Σακελλαρόπουλος τονίζει τις λέξεις. Τις αρπάζει και τις διαμορφώνει με τα χέρια του. Ναι, μιλώντας.
> Μου μοιάζει σαν ψέμα αυτή η ιστορία, διότι δεκατρία βιβλία σε δεκατρία χρόνια είναι σαν ψέμα, πώς να το κάνουμε… Όταν ξεκίνησα, έλεγαν όλοι ‘τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;’ Αντιμετώπισα τεράστιο πρόβλημα και με βιβλιοπώλες, που έλεγαν ‘καλά τα λέει τα πέναλτι, άσ’ τον να κάνει καμιά περιγραφή, τι τα θέλει τα υπόλοιπα’ και έβαζαν τα βιβλία στο πλάι, σε κάνα ράφι ξεχασμένο και ποτέ σε βιτρίνα. Έδωσα μεγάλη μάχη για να αποδείξω ότι η αλεπού είχε δουλειά στο παζάρι. Ήταν πολύ ψυχοφθόρο. Σαν να έλεγε στο κούτελό μου ότι ξέρω μόνο από πέναλτι και οφσάιντ”.
> Έκανα ένα επάγγελμα πολύ απαιτητικό. Ήμουν πάντα σε Μέσα-πρωταθλητές. Ήμουν δεκαπέντε χρόνια στο Έθνος όταν το Έθνος πούλαγε 300.000 φύλλα πανελλαδικά. Αυτό σήμαινε γραφείο από το πρωί μέχρι το ξημέρωμα, μέρα νύχτα στα γραψίματα, στο ρεπορτάζ, στο γήπεδο, στην προπόνηση, στη μάντρα ανεβασμένος για να δω αυτά που ήθελα να δω. Μετά ήρθε το MEGA, που ήταν μακράν ο πρωταθλητής της τηλεόρασης και κάθισα 26 χρόνια πάλι με τεράστιες απαιτήσεις, με νύχτα, με εκπομπές, ρεπορτάζ, κάμερα σε επεισόδια, ξυλοδαρμούς.
> Είχα την εσωτερική ανάγκη να βρω μια ισορροπία, να γαληνεύσω λίγο το μέσα μου.
> Όλα τα βιβλία μου είναι γραμμένα από τα μεσάνυχτα μέχρι τις έξι το πρωί. Ύστερα ύπνο 6-9 και μετά ξεκινούσε η μέρα μου. Μάλλον έχει περάσει ξυστά δίπλα μου το εγκεφαλικό και έχει φύγει. Το γράψιμο ξεκίνησε με μια πεπατημένη την οποία δε θα πρόδιδα ποτέ, και που δεν θα μπορούσε να με εκθέσει. Τι ήμουν πάντα; Ρεπόρτερ. Δεν μυρίζω τα νύχια μου ούτε φύλλα δάφνης για να εμπνευστώ μια ιστορία και μετά ό,τι κάτσει.
> Μαζί με κάθε ιστορία που σκέφτομαι να γράψω, ξεκινάει και μια τεράστια έρευνα που μπορεί να διαρκέσει και πέντε μήνες. Παίρνω στο κατόπι τον ήρωά μου και ακολουθώ τα χνάρια του. Έχω κοιμηθεί σε φυλακές. Έχω πάει σε ψυχιατρεία, σε αστυνομικές διευθύνσεις, στη διεύθυνση Αρχαιοκαπηλείας, στη διεύθυνση Ανθρωποκτονιών, σε χειρουργεία, σε μοναστήρια, σε νοσοκομεία. Πριν γράψω λοιπόν, είχα πάντα το υλικό να σπαρταράει.
Για τα ‘Δεκατρία κλειδιά’ ακολούθησα την εκπαίδευση των τυφλών με το μπαστουνάκι και με ό,τι κάνουν οι άνθρωποι αυτοί με καθημερινές δεξιότητες στο μαγείρεμα, στο πλύσιμο ρούχων, στο πώς προετοιμάζουν το φαγητό. Προσπάθησα να μάθω τον Κώδικα Μπράιγ και λιποθύμησα. Έκανα τέλος πάντων ό,τι θα έκανε ένας άνθρωπος που δεν έχει το φως του.
> Πώς το βίωσα όλο αυτό; Θα σου πω τι μου απάντησε η γυναίκα που με ενέπνευσε, η Μάρθα, που έχασε το φως της στα 28 της χρόνια. ‘Είσαστε γατάκια’, μου είπε. Είμαστε γατάκια διότι οι άνθρωποι αυτοί είναι συγκλονιστικοί, κινούνται όπως κινούμαστε κι εμείς, και ζουν όπως ζούμε κι εμείς. Με το κινητό τους, με τα πάντα. Η Μάρθα μου έστειλε μήνυμα στο κινητό κι έμεινα κάγκελο”.
> Η Μάρθα, τυφλή πια (σ.σ. κόπηκαν τα οπτικά της νεύρα κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης), πήρε ντοκτορά στην εκπαίδευση και την ψυχολογία των τυφλών και είναι καθηγήτρια της γραφής Μπράιγ. Δεν είμαστε γατάκια, λοιπόν; Είμαστε!”.
> Η εκπαίδευσή μου ως τυφλός ήταν κάτι πολύ έντονο. Πάνω στην έρευνα, συνάντησα δύο κατηγορίες ανθρώπων. Τους εκ γενετής τυφλούς και αυτούς που έχασαν το φως τους στην πορεία. Ένας από τους ανθρώπους με τους οποίους διατηρώ ακόμα επαφή, ο Χάρης, μου είπε ότι δεν έχει δει ποτέ το πρόσωπο της μάνας του. Σε αρρωσταίνει, αν το σκεφτείς. Δεν έχει δει θάλασσα, δεν ξέρει τι είναι θάλασσα, τι είναι μπάνιο, τι πορτοκάλι, τραπέζι. Ο ήρωας του βιβλίου μου, ο Αλέξανδρος, έχασε το φως στην πορεία, το οποίο απαιτεί επίσης είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που δεν μπορεί να διαχειριστεί κανείς εύκολα.
> Είμαι κοσμοκαλόγερος όταν γράφω. Πιο πειθαρχημένος από τους καλογέρους του Αγίου Όρους, διότι έχω ένα τρομερά αυστηρό πρόγραμμα που μου απαγορεύει να βγω από τον ρυθμό μου. Είναι σαν να μην πάει στην προπόνηση ο Μέσι. Κάνω έρευνα συγκεκριμένους μήνες και γράφω συγκεκριμένους μήνες.
> Υπάρχει μια ευλογία που με κάνει καμιά φορά να δακρύζω κιόλας. Με το που πλησιάζω στο τέλος ενός βιβλίου, μ’ έναν μαγικό τρόπο γεννιέται μια ιδέα για το επόμενο. Η έρευνα ξεκινάει συνήθως αρχές Σεπτέμβρη και πηγαίνει μέχρι τον Δεκέμβρη σίγουρα. Ξεκινάω γραψίματα συνήθως με την πρώτη βροχή του Γενάρη. Γυρίζω από το γραφείο το βράδυ στο σπίτι, βάζω τη στολή εργασίας, δηλαδή μια φόρμα, κλείνομαι στο γραφείο μου, ανάβω ένα πορτατίφ και ξεκινάω το πρώτο κεφάλαιο.
Περίπου στα τέλη Γενάρη, πηγαίνω στην Ακράτα που δεν υπάρχει ψυχή εκείνη την περίοδο και συνήθως βρέχει πάντα κι αυτό μου δίνει τεράστια δύναμη. Είμαι εγώ, ο σκύλος και ο κόκορας.
> Κάθε μέρα γράφω. Δεν υπάρχει μέρα διακοπής. Κατά μέσο όρο θέλω ένα μήνα, σαράντα μέρες για να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα. Επιστρέφοντας από την Ακράτα, έχω τελειώσει τον μεγάλο όγκο και μένει το να κατέβω το βουνό.
> Το μοναδικό αμιγές ποδοσφαιρικό βιβλίο μου (σ.σ. ’20 χρόνια ταξίδια με τον Παναθηναϊκό’) ξεπέρασε τις 80.000 πωλήσεις. Είναι αδιανόητο νούμερο, αλλά είχα και μυθιστορήματα που άγγιξαν τις 30.000 που είναι επίσης εξωπραγματικό για τις εποχές μας.
> Γράφοντας κάνω σίγουρα αυτοκάθαρση και ψυχοθεραπεία, κι αυτό που πρέπει να κοιτάξω είναι ότι κλαίω. Με συγκλονίζουν οι ήρωες μου. Η λέξη ‘τέλος’ έχει πάντα κλάμα και συνήθως συμβαίνει στις επτά το πρωί. Εκείνη τη μέρα δεν πέφτω για ύπνο, έχω τρομερή υπερένταση, φτιάχνω έναν καφέ και κάνω έναν μισάωρο περίπατο κοιτώντας τον ουρανό”.
> Το επόμενο βιβλίο έχει να κάνει με την κρίση που βιώνουμε όλοι καθημερινά και μας αγκαλιάζει. Είναι πάλι κοινωνικό κι έχει να κάνει με την καταστροφή μιας οικογένειας από συγκεκριμένα συμβάντα. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι τώρα κάνω εντατικά μαθηματικά στο φροντιστήριο.
> Ήμουν ξεκάθαρος από τα 16 για το τι ήθελα να κάνω. Είχα την ευτυχία να ζω σε μια πολύ ήρεμη και τακτοποιημένη οικογένεια, χωρίς την παραμικρή ένταση. Το πιο πολύτιμο δώρο από τον πατέρα μου ήταν οι δύο ή τρεις εφημερίδες που έφερνε κάθε μέρα σπίτι. Από τα πολύ παιδικά χρόνια λοιπόν μπήκα στη διαδικασία εφημερίδα. Δεν τη διάβαζα μάλιστα ανάποδα, αλλά από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να μπω σε διάφορους χώρους, δεν ήξερα μόνο αθλητικά που τα λάτρευα.
> Είχα την έκθεση τοπ στα μαθήματα και διαβάζοντας τους αστέρες της εποχής των εφημερίδων, σκέφτηκα ότι μπορεί να γράψω κι εγώ μια μέρα. Ήξερα ότι πάω για Νομική από την τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας μου ήταν ξεκάθαρος ότι θα γίνω δικαστής. Στα 16 μου είπα ‘θέλω να γράφω, άρα θα γίνω δημοσιογράφος”.
Μαθητής λυκείου και γέννημα θρέμμα Πειραιώτης, ξεκίνησα με το πράσινο λεωφορείο από τον Πειραιά, κατέβηκα στο Σύνταγμα και περπάτησα ως την Ομόνοια μέχρι το Φως των Σπορ. Με βλέπει ο Θόδωρος Νικολαΐδης, ‘τι είσαι εσύ’ μου λέει, ‘τίποτα’, του λέω, ‘θέλω να δουλέψω και να γίνω.
> Οι δημοσιογράφοι εκείνης της εποχής μας έλεγαν αρουραίους γιατί ήμασταν σε ένα αμπάρι και κάναμε ανταποκρίσεις. Παίρναμε κάθε χωριό της Ελλάδας που είχε μια ομάδα και ο τοπικός ανταποκριτής μας έλεγε τα νέα. Ευτυχώς, το γραπτό μου είχε κάτι, το είδαν οι από πάνω μου και ο Νικολαΐδης, ιερός για μένα, με βούτηξε από το αμπάρι και με ανέβασε στα πάνω καταστρώματα. Άρχισα να κάνω συνεντεύξεις με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, μπορεί και 10.000 λέξεις, σεντόνια, δύο σελίδες Φωτός. Επίσης έγραφα όλες τις κηδείες. Με φώναζε ο Νικολαΐδης, μου ‘λεγε ‘πέθανε ο τάδε’, ήξερα λοιπόν ότι πρέπει να πάω και να τη γράψω.
> Στο Φως έπαιρνα χίλιες δραχμές το μήνα. Το 1979, όταν το Φως ήταν στον τρίτο όροφο Πειραιώς 9-11. Τώρα υπάρχει μια Eurobank εκεί. Με πάει ο Νικολαΐδης στον πρώτο όροφο και με γνωρίζει στον αείμνηστο Τζώρτζη Αθανασιάδη που έβγαζε την ιστορική Βραδυνή. Του λέει, ‘Τζώρτζη αυτός ξέρει γράμματα, πάρ’ τον και άρχισα να γράφω κι εκεί λίγα κομμάτια πάλι με λίγα χρήματα, αλλά δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Μετά, ήρθε πάλι μια τρομερή συγκυρία που ήταν και ο πρόλογος για το δοκιμαστικό μου στο Έθνος.
> Έχει ανοίξει το Έθνος και έχουν πάρει για ρεπορτάζ ΠΑΟ τον Τάσο Σωτηρίου. Διευθυντής στο Έθνος τότε ήταν ο μεγαλύτερος εφημεριδάς όλων των εποχών στην Ελλάδα, Αλέκος Φιλιππόπουλος. Διευθυντής αθλητικού, Χρήστος Σβολόπουλος. Παραιτείται ο Σωτηρίου για να κάνει ρεπορτάζ ΠΑΣΟΚ σε άλλη πολιτική εφημερίδα και παίρνει ο Σβωλόπυλος τον Νικολαϊδη και του λέει ‘καταστράφηκα, έχεις κάνα πιτσιρίκι;’ Ο Νικολαϊδης του λέει ‘έχω, αλλά μην μου τον πάρεις, θα γράφει και σ’ εμένα”.
> Όταν συνάντησα τον Φιλιππόπουλο στο γραφείο του, ήταν σαν να έβλεπα έναν πλανητάρχη μπροστά μου. Πριν μπω στο γραφείο του είδα μεγάλους πολιτικούς συντάκτες της εποχής να κάνουν υπόκλιση καθώς περνούσε από μπροστά τους. Μου λέει ‘γράψε κάτι, ό,τι θες, μη με ρωτάς’, μου δίνει ένα χαρτί κίτρινο κι ένα στιλο και μου λέει ‘γράφε’. Το πρώτο μου κομμάτι, το δοκιμαστικό, στον Φιλιππόπουλο έλεγε: ‘Η τύχη, αδιανόητα σιωπηλή και αναπάντεχα εμφανιζόμενη, έμαθε να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις ανάλογα με τα γούστα και τις ορέξεις της. Έτσι, αυτή η τύχη η τυφλή οδήγησε έναν ποδοσφαιριστή, τον Θανάση Δημόπουλο από τα αλώνια στο Βούναργο Ηλείας στα σαλόνια της Αθήνας και τον Παναθηναϊκό’. Αυτή ήταν η εισαγωγή του κομματιού και το διαβατήριο για να μπω επαγγελματικά στη δουλειά. Το είδε ο Φιλιππόπουλος, μου ‘ριξε μια σφαλιάρα, μου λέει ‘πήγαινε στο λογιστήριο, προσλαμβάνεσαι, μπαίνεις μισθολόγιο’. Εκεί τελειώσαν όλα. Και οι Νομικές και τα διλήμματα. Ήξερα ότι θα κάνω αυτή τη δουλειά”.
Υπήρξα για τριάντα χρόνια ρεπόρτερ του Παναθηναϊκού. Είδα όλη την παρακμή, την ακμή και ξανά την παρακμή.
> Είδα τον παρακμιακό από το ’79 Παναθηναϊκό, αλλά και αυτόν του Γκμοχ να φτάνει το ’85 στους 4 του Πρωταθλητριών. Είδα πολλά Τσάμπιονς Λιγκ, ημιτελικά το ’96 με τον Άγιαξ, προημιτελικά ΟΥΕΦΑ, πρόλαβα να δω τα πάντα και έκανα και ένα ρεκόρ: είδα για 30 χρόνια όλα τα ευρωπαϊκά εντός και εκτός έδρας ματς του ΠΑΟ ως επαγγελματίας. Αυτό είναι ακόμα ένα δώρο της δουλειάς.
> Όλο αυτό με τον Παναθηναϊκό είχε τα καλά και τα κακά του. Το καλό είναι ότι έζησα από μέσα τεράστια πράγματα και τεράστιους παίκτες.
> Ο μοναδικός άνθρωπος στα 30κάτι χρόνια που ήμουν ενεργός στο ρεπορτάζ με τον οποίο έγινα φίλος είναι ο Βαζέχα, ο οποίος -το λέω μετά από πολλά χρόνια- δεν μου έδωσε ούτε μία φορά το ρεπορτάζ. Ο αλήτης! Αυτό εκτίμησε και ο ίδιος και αυτό γέννησε μια ανιδιοτελή φιλία. Τον έπαιρνα ας πούμε τηλέφωνο μια μέρα που ‘χε παίξει μπουνιές ο Αποστολάκης με τον Φραντζέσκο στην προπόνηση. Το σήκωνε, μου ‘λεγε επιθετικά ‘γιατί με πήρες, πάρε αλλού, μάθε τι έγινε και τα λέμε άλλη μέρα’ και μου το ‘κλεινε. Δεν ήθελε να βγάζει προς τα έξω το παραμικρό. Σήμερα που έχει σταματήσει την μπάλα από το 2004, ετών 40, μου λέει ‘πες μου ρε φίλε ποιος σου ‘λεγε το ρεπορτάζ. Ήξερες τα πάντα, διαλόγους. Μέσα σε μια ώρα ήξερες ακριβώς τι έχει γίνει’”.
> Το ρεπορτάζ σήμερα έχει αλλάξει τελείως. Οι ομάδες έχουν καπελώσει τους ρεπόρτερ, υπάρχουν τα non paper, τα ‘αυτό βγαίνει, αυτό δε βγαίνει’. Ενδεχομένως και στη δική μας εποχή να είχαμε τέτοια προβλήματα. Είχα το μακρύ χέρι του καπετάνιου, ο οποίος τουλάχιστον τρεις φορές πήρε στην εφημερίδα και είπε να με διώξουν. Με φώναζε ο εκδότης και μου ‘λεγε ‘αυτό κι αυτό, αλλά τον ηρέμησα, συνέχισε να κάνεις τη δουλειά σου’”.
Στον καπετάνιο ταιριάζει γάντι η παροιμία ‘σκυλί που γαβγίζει, δεν δαγκώνει’
> Πολλά παιδιά σήμερα δεν θέλουν να ρισκάρουν τη δουλειά τους -τους καταλαβαίνω κιόλας- και συμβιβάζονται. Αυτό που δεν συγχωρώ είναι η τεμπελιά και η επικράτηση του copy paste. Ανεβαίνει κάτι σε ένα site και σε δυο λεπτά έχει πάει αυτούσιο σε όλα τα site της Ελλάδας.
> Διαμαρτύρονται σήμερα τα παιδιά ότι είναι κλειστές οι προπονήσεις και ότι δεν τους αφήνουν να μπουν. Και σε εμάς ήταν κλειστές. Ο Γκμοχ κλείδωνε τις πόρτες κι έβαζε σκυλιά γύρω γύρω στην Παιανία”.
> Έχω ανέβει στη μάντρα της Παιανίας παραμονές των αγώνων με τη Λίβερπουλ το ’85. Μιλάμε για τα ημιτελικά του Πρωταθλητριών. Έχω σκαρφαλώσει σε δέντρο και μετά στη μάντρα και βλέπω με τα μάτια μου ότι ο Γκμοχ δοκιμάζει στο δίτερμα τον Μαυρίδη σαν στόπερ. Ο Μαυρίδης ήταν καθαρός κυνηγός. Κοιτάω, ξανακοιτάω, λέω με γελάνε τα μάτια μου, ο Μαυρίδης έπαιζε όλο το δίτερμα στόπερ! Κάθε πέντε λεπτά σταμάταγε το παιχνίδι ο Γκμοχ και του έδινε οδηγίες. Σέντερ φορ στη Λίβερπουλ τότε, Ίαν Ρας. Πάω στην εφημερίδα και αφού τηλεφωνώ σε πηγές και το επιβεβαιώνω, λέω στον Ανδρέα Μπόμη, τον διευθυντή μου, αυτό κι αυτό. ‘Είσαι τρελός, είσαι άρρωστος, να σε κοιτάξει γιατρός, θα μου κλείσεις την εφημερίδα, θα βάλω ότι ο Μαυρίδης θα φυλάξει τον Ρας;’ Βέβαια, μεγάλος δημοσιογράφος, συγκλονιστικός, με πιάνει μετά και μου λέει ‘κωλόπαiδο, το βάζω και το κρίμα στο λαιμό σου’. Την άλλη μέρα διαψεύσεις από τις άλλες εφημερίδες, χαμός, και περιμένω με την ουρά στα σκέλια. Και παίζει ΠΑΟ-Λίβερπουλ και ο Μαυρίδης φυλάει τον Ρας. Ε τι να σου πω. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες ηδονές μιας ολόκληρης καριέρας 37 ετών”.
> Έχω φάει ξύλο από Παναθηναϊκούς. Πήγα στο νοσοκομείο με το περίφημο κλουβί του Γκμοχ, 7 Οκτωβρίου 1983. Έχω γράψει στο Έθνος δισέλιδο ημέρα Παρασκευή, ‘Πονόδοντος για ΠΑΟ Δοντάς-Μπέριος’. Δεν τους ήθελε ο Γκμοχ, τους είχε μονίμως εκτός 18άδας, και με το θάρρος της ηλικίας μου πήρα τηλέφωνο και τους δύο. Ο ΠΑΟ τους είχε πάρει ως εν ενεργεία διεθνείς από τον Απόλλωνα. Μου λέει ο Δοντάς ‘δεν μας θέλει ο Γκμοχ και αφού δε μας θέλει να σηκωθούμε να φύγουμε’. Ο ΠΑΟ ερχόταν από ανομβρία χρόνων και είχε ξεκινήσει εκείνη τη χρονιά με 5/5. Πάω στην προπόνηση στη Λεωφόρο, με βλέπει ο Γκμοχ, σταματάει την προπόνηση και με δείχνει με το δάχτυλο. ‘Εσύ, κατάσκοπο ομάδας, σαμποτέρ, άνθρωπο Νταϊφά!’. Με παίρνουν στο κυνήγι 200 οπαδοί και μου σπάνε τη μύτη και τον αστράγαλο.
> Ήταν η εποχή που ο Βαρδινογιάννης έχει πάρει τηλέφωνο τη μάνα μου και της λέει ‘ετοίμασε τα μαύρα, θα νεκροφιλήσεις το γιο σου’. Μου απαγορεύτηκε η είσοδος στο γήπεδο, και σε προπονήσεις και σε αγώνες. Πέρασαν 6-7 μήνες με το γήπεδο κομμένο και ο ΠΑΟ θέλει ισοπαλία την τελευταία αγωνιστική στο Καυταντζόγλειο για να πάρει το πρωτάθλημα. Με ήττα, το χάνει. Το ματς έρχεται 2-2 και γράφω ότι το βαθμό τον οφείλει 100% στον Γκμοχ που έκανε αυτό κι αυτό κι αυτό. Παίρνει την άλλη μέρα τηλέφωνο ο Βαρδινογιάννης στην εφημερίδα, ‘Βαρδινογιάννης τον κύριο Σακελλαρόπουλο’. ‘Κι εγώ είμαι ο Καραϊσκάκης’, έλεγα και το ‘κλεινα. Μία, δύο, παίρνει βλαστημώντας, καταλαβαίνω ότι δεν είναι φαρσέρ και μου λέει ‘σήμερον μου απέδειξες ότι είσαι αυτό κι αυτό. Οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα”.
Έχω φάει ξύλο από Ολυμπιακούς, ΑΕΚτζήδες, ΠΑΟΚτζήδες στην Τούμπα. Έχω ένα κράμα πραγμάτων να θυμάμαι. Αυτό μου λέει ότι κάτι έκανα καλά.
> Αυτό που με πικραίνει είναι ότι το 2016, έχοντας ακολουθήσει τον ΠΑΟ για πάνω από 3 δεκαετίες παντού, για πολλούς τυφλωμένους οπαδούς, θεωρούμαι ανεπιθύμητος επειδή δεν πανηγυρίζω ή δεν μάχομαι ή δεν αντιμάχομαι για να λυθεί αυτό το μαύρο γκρίζο πέπλο. Όλοι καλά να είμαστε, αλλά κανείς δεν μπορεί να με βάλει στο μηχάνημα και να μετρήσει την παναθηναϊκόφροσύνη μου. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Όλοι ξέρουν καλά τι είμαι, αλλά επίσης ξέρουν ότι δεν θα κάνω και το άσπρο μαύρο”.
> Η τηλεόραση μου έκανε μεγάλο καλό και μεγάλο κακό. Το καλό είναι ότι μπήκα σε όλα τα σπίτια της Ελλάδας. Ήμουν στη Ρωσία, στην Ισλανδία, στο Παρίσι, στο Καμπ Νου και άλλαζα μπαλιές με τον Ροναλντίνιο, στη Μαδρίτη και ο Ζιντάν από πίσω στο ζέσταμα. Η κακή πλευρά είναι ότι έγινα σε πολλούς αντιπαθής. ‘Πάλι αυτός, πάλι εδώ, πάλι μας λέει για διπλό, για νίκη”.
> Μια φορά με ρώτησαν από το στούντιο μετά από ένα μεγάλο διπλό εκτός έδρας πώς είναι τα αποδυτήρια. Λέω πολύ ήρεμα, ‘δεν είναι κάτι άγνωστο ένα διπλό εκτός έδρας για τον Παναθηναϊκό’. Την άλλη μέρα έγινε χαλασμός κυρίου, επειδή τάχα ειρωνεύτηκα. Πολλοί με αντιπάθησαν και έπρεπε να περάσουν χρόνια για να μου πουν τώρα στο ραδιόφωνο, σόρρυ ρε μεγάλε σε είχα βρίσει πολλές φορές τότε, αλλά πού να καταλάβω, έκανες την πλάκα σου, είχες το χιούμορ σου. Την εποχή λοιπόν των πολλών ταξιδιών και των επιτυχιών του Παναθηναϊκού, υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα να κατέβω στο πατρικό μου στον Πειραιά να δω τη μάνα μου, γιατί θα με σκότωναν. Είχε το κόστος του όλο αυτό λοιπόν”.
> Το MEGA λοιπόν είναι το μεγαλύτερο μαγαζί στην ιστορία των ελληνικών ΜΜΕ. Ήταν ένα μαγαζί που ήταν μια τέλεια μηχανή σαν την Μπαρτσελόνα, ακόμα και με ακαδημίες σαν τη Μασία. Έβγαζε πιτσιρίκια, έβγαζε ανθρώπους που τους εκπαίδευε στο ρεπορτάζ. Έβγαλε πολύ μεγάλους ρεπόρτερ που πήραν ευκαιρίες από τους εκάστοτε διευθυντές. Ήταν μια Μπαρτσελόνα για πάνω από δύο δεκαετίες”.
> Ήταν ένα πολύ ευτυχισμένο ταξίδι που μου άνοιξε δρόμους, ορίζοντες, που μου έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψω. Στις αρχές Σεπτέμβρη που πήγα να μαζέψω τα πράγματά μου από το γραφείο ήταν για μένα κάτι συγκλονιστικό, σαν να βιώνω το θάνατο ενός πολύ προσφιλούς μου προσώπου. Έτρεμα, έκατσα σε μια καρέκλα λίγα λεπτά για να συνέλθω και άναψα τσιγάρο για πρώτη φορά από το 2009. Τα μάζεψα με κλάματα, πήγα σπίτι, και περπάτησα δύο ώρες κλαίγοντας.
> Μετά άρχισε η ανθρωποφαγία, ‘οι ρουφιάνοι, οι αλήτες, οι διαπλεκόμενοι’. Εμένα 26 χρόνια στο μαγαζί δεν μου είπε κανείς ‘κάν’ το έτσι ή κάν’ το αλλιώς’. Ως εκ τούτου, ήταν πολύ άδικη η ανθρωποφαγία που έγινε και γίνεται ακόμα”.
> Στο ραδιόφωνο γελάω κάθε μέρα. Με παίρνουν και μου λένε ‘έχω βρίσει το σπίτι, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, συγγνώμη’, γελάω και λέω όλα καλά. Τώρα έχει γυρίσει το τροπάρι και παίρνουν πλέον οι Παναθηναϊκοί και λένε ‘ντροπή σου, εκεί κατάντησες να σε υμνούν οι Ολυμπιακοί’, οπότε ξανά γελάω και λέω να ‘σαι καλά αδερφέ μου’”.
Τα αθλητικά είναι ένας χώρος με τρομερό φανατισμό, τον οποίο δεν τον νικήσαμε ποτέ και έχουμε τεράστιες ευθύνες γι’ αυτό. Μεγαλώσαμε γενιές φανατικών με παρωπίδες και ελπίζω κάποια στιγμή να βλέπουμε όλοι το αυτονόητο, ότι αυτό είναι πέναλτι ή αυτό δεν είναι.
> Είμαι χαμαιλέoντας, επιβιώνω αλλάζοντας στολή εργασίας. Είναι άλλο πράγμα η τηλεόραση με τη μαγεία του βίντεο που δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι το πρώτο για το οποίο πονάω και μου λείπει. Το ’94 πήγα να απολυθώ από το MEGA με διευθυντή τον Λεβεντογιάννη. Έχουν γίνει τρομερά επεισόδια στο Ιωνικός-Ολυμπιακός, πέφτει το ξύλο της αρκούδας, δέρνονται χίλια άτομα μέσα στο χορτάρι. Την άλλη μέρα έχω βάλει ένα μαύρο κοστούμι βαρύ, παίρνω μια μπάλα κι ένα φτυάρι και πηγαίνω με την κάμερα σε ένα ξέφωτο στην Παιανία, εκεί που πήγαιναν οι σατανιστές. Σκάβω για ώρα, θάβω την μπάλα και βάζω μια ταμπέλα UEFA από πάνω. Το θέμα παίζει στο MEGA και με φωνάζει ο Λεβεντογιάννης. ‘Άι στο διάολο, δεν θα με τρελάνεις εσύ, απολύεσαι’. Απολύθηκα για λίγες ώρες και την επόμενη με ξαναπαίρνει τηλέφωνο. ‘Άι στο διάολο, με έχουν πάρει εκατό τηλέφωνα, τι τρομερό βίντεο και τι τρομερό βίντεο’. Με ξαναπήρε πίσω και μου ‘πε να κάνω ό,τι θέλω”.
>Δεν μου λείπει το γράψιμο, γιατί τις λέξεις τις ξαναβρήκα μέσα από τα βιβλία μου. Το ραδιόφωνο έχει αυτήν την αμεσότητα που σε παίρνει ο άλλος και σε βρίζει ή σου λέει μπράβο, είναι κάτι διαφορετικό. Δεν μπορώ να διαλέξω αγαπημένο Μέσο γιατί το καθένα έχει τη δική του μαγεία. Ευτυχώς έχω μια συλλογή πραγμάτων που με κάνει να χαμογελάω. Αυτή η βαρκούλα με τα βιβλία με πάει σε ένα πέλαγο που δεν έχεις δει όμοιό του. Είναι μια μαγεία που με πιάνει ολόκληρο και με ταρακουνάει”.
> Είμαι αυστηρός πατέρας υπό την έννοια ότι δεν χαρίζω κάστανα, αλλά υπάρχει κάτι χαραγμένο στο μυαλό μου που δε θα φύγει ποτέ. Άκης Πάνου. ‘Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός, ποιο θα ναι το φινάλε όμως, δεν το μαντεύεις ακριβώς’, που σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε την πορεία μας που δε θα παρεκκλίνει από διάφορες ιστορίες γύρω γύρω. Η πορεία των παιδιών είναι το σχολείο ή η σχολή τους. Αντέχεις να ξενυχτήσεις μέχρι τις 6, κάν’ το, αλλά στις 8 πρέπει να σαι στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά σου. Δεν αντέχεις; Σε χαλάει, άστο. Το έχουν καταλάβει νομίζω τα παιδιά μου αυτό”.
> Τον μεγάλο τον ‘έχασα’, πήγε στα μαθηματικά, που τα σιχαινόμουν. Η μικρή είναι καθαρά θεωρητική, στα χνάρια μου. Αν θα διάλεγα από όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου, το καλύτερο που έκανα ήταν αυτά τα δύο παιδιά. Γι’ αυτά δε θα σε βρίσει κανείς, δεν θα σε πει κωλοβάζελο. Για τα παιδιά, θα σου πουν ‘μπράβο, είναι σούπερ’. Αυτό είναι το κορυφαίο επίτευγμα.