Ο Λούμπος Μίχελ παραχώησε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην Ουκρανία, όπου έζησε περίπου οκτώ χρόνια λόγω… Σάχταρ Ντόνετσκ. Με αφορμή μάλιστα και τους αγώνες του ΠΑΟΚ, με μία άλλη ουκρανική ομάδα, την Ολιμπίκ, ο Σλοβάκος αθλητικός διευθυντής του «Δικεφάλου» μίλησε σε ΜΜΕ της Ουκρανίας για πολλά και διάφορα.
«Στον ΠΑΟΚ του Ιβάν Σαββίδη υπάρχουν τα πάντα και οι παίκτες δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν για τίποτα», λέει ο Λούμπος Μίχελ στη συνέντευξη που παραχώρησε πριν από λίγες μέρες στην ιστοσελίδα «marmazov.ru», όπου εκθειάζει την οργάνωση της ελληνικής ομάδας και την συγκρίνει μ’ αυτή της πανίσχυρης Σαχτάρ.
«Ο ιδιοκτήτης ζει στο Ροστόφ. Ωστόσο είτε μέσω του τηλεφώνου ή του Skype υπάρχει επαφή και κάπως έτσι λειτουργεί ο σύλλογος. Επικοινωνεί με όλους μας, με τους διευθυντές, με τον προπονητή. Επιπλέον, έχει δύο γιους, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στη ζωή του συλλόγου. Με μια λέξη, ναι, ο Σαββίδης ενημερώνεται διαρκώς για όλες τις εξελίξεις. Και όταν έρχεται στην Ελλάδα, ασχολείται για πολλές ώρες μέχρι αργά το βράδυ με την ομάδα. Μπορεί να καλέσει ανά πάσα στιγμή, είτε είναι πρωί ή βράδυ, δεν έχει σημασία. Αυτός είναι ο τρόπος της δουλειάς του. Πρόκειται για έναν ισχυρό, ενεργητικό άνθρωπο, αλλά και δίκαιο. Όταν εργάζεσαι σωστά, επαγγελματικά, θα βρει πάντα μια ευκαιρία να σε ευχαριστήσει», υποστήριξε αναφερόμενος στον Ιβάν Σαββίδης και συγκρίνοντας τον με όσα βίωνε στη Σαχτάρ του Ρινάτ Αχμέτοφ, που προσπαθούσε να είναι πάντα ενημερωμένος για όλα τα θέματα της ομάδας.
Ο Μίχελ συνεχίζει να παρακολουθεί το ουκρανικό πρωτάθλημα χαρακτηρίζοντας πολύ δύσκολη την κατάσταση στο ποδόσφαιρο της Ουκρανίας. «Είναι πολύ λυπηρό που μεγάλες ομάδες, όπως Ντνίπρο και η Μέταλιστα, έχουν εξαφανιστεί από το χάρτι. Όταν εργαζόμουν στην Ουκρανία, το πρωτάθλημα ήταν πολύ ισχυρό, με τουλάχιστον έξι ομάδες σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τώρα, η Σαχτάρ προσπαθεί να κρατηθεί σ’ ένα υψηλό επίπεδο, αλλά όταν κερδίζει το πρωτάθλημα με διαφορά 20 βαθμών – αυτό είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Και πως θα μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο, όταν δεν υπάρχει αντίπαλος; Στο πρωτάθλημα σταμάτησαν να έρχονται σπουδαίοι παίκτες, μεγάλα ονόματα όπως ο Φερναντίνιο, ο Γουίλιαν, ο Ντάγκλας Κόστα, ενώ δεν υπάρχει η παλιά αντιπαλότητα με την Ντιναμό Κιέβου», παρατηρεί εύστοχα ο αθλητικός διευθυντής του ΠΑΟΚ, που θεωρεί λυπηρό το φαινόμενο ένα «παλάτι» του ποδοσφαίρου, όπως είναι η “Donbass Arena” να μην μπορεί να φιλοξενήσει αγώνες της Σαχτάρ. Κι όταν κατά λάθος είδε στην τηλεόραση τον τελευταίο αγώνα που έδωσε η ομάδα του Ντόνετσκ για το Τσάμπιονς Λιγκ στην κατάμεστη “Donbass Arena”, μόνο που δεν έβαλε τα δάκρυα… «Δυστυχώς, η πολιτική υπερισχύει του αθλητισμού».
Σ’ ένα άλλο σημείο της συνέντευξης ο Λούμπος Μίχελ ερωτάται για τη σχέση του με τον Μιρτσέα Λουτσέσκου, με τον οποίο συνεργάστηκαν στο παρελθόν, ενώ μιλάει και για το φλερτ που υπήρχε ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και το γιο του, Μιρτσέα.
«Μιλάμε, υπάρχει επικοινωνία με τον Μιρτσέα Λουτσέσκου. Παρεμπιπτόντως, ο γιος του Ραζβάν ήταν υποψήφιος για τη θέση του προπονητή στον ΠΑΟΚ. Ήταν ανάμεσα στους τρεις τελευταίους υποψήφιους», εξηγεί ο παράγοντας του «Δικεφάλου».
«Υπήρξε μια μακρόχρονη συζήτηση και διαπραγμάτευση, αλλά στο τέλος, προτιμήθηκε ένας άλλος υποψήφιος (σ.σ. Στανόγεβιτς). Παρ ‘όλα αυτά, υπάρχει καλή εντύπωση για τον Ραζβάν. Για πολλά χρόνια ήταν στην Ξάνθη, και έχει αποκτήσει το σεβασμό όλων», τονίζει ο Μίχελ, που κάποτε ήθελε κι ο ίδιος να γίνει προπονητής, όπως ο πατέρας του, αλλά επέλεξε να γίνει διαιτητής.
«Με ενδιαφέρει η δουλειά μου σήμερα, θέλω να έχω διοικητικό πόστο στο σύλλογο. Καθημερινά σου δημιουργούνται πολλά συναισθήματα και σου συμβαίνουν πολλά», προσθέτει κι όπως λέει, «το τελευταίο πράγμα που ήθελα ποτέ να γίνω είναι παρατηρητής διαιτησίας
Ο γιος του Μίχελ ζει στη Σλοβακία και ασχολείται με μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, ενώ η σύζυγος και η κόρη του ζουν μαζί του στη Θεσσαλονίκη και είναι χαρούμενοι για τη ζωή τους στην Ελλάδα. «Όπως είχε πει ο φίλος μου, Βίκτορ Προκοπένκο, “ζεις μόνο μία φορά και πρέπει η ζωή σου να είναι δίπλα στη θάλασσα”. Μόνο τώρα ζώντας στη Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε».