Ο Αντώνης Κόνιαρης που εντυπωσίασε στο πρόσφατο Eurobasket, μίλησε στο www.gazzetta.gr, για την απίστευτη περιπέτεια του τραυματισμού του, που του στοίχισε ακριβά αλλά τον βοήθησε να επανέλθει δριμύτερος.
Αναλυτικά:
Να ξετυλίξουμε λίγο το κουβάρι της περιπέτειας του τραυματισμού σου, που ουσιαστικά σε άφησε σχεδόν δύο χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης; Από τότε που πρωτοαισθάνθηκες τις ενοχλήσεις, μέχρι και πριν από λίγες μέρες, όταν με τη φανέλα της Εθνικής Νέων, έδειξες ότι είσαι παίκτης υψηλοτάτων προδιαγραφών…
«Κατ’ αρχήν να σου πω ότι τα συναισθήματα που νιώθεις γύρω από το κομμάτι του τραυματισμού, με αποκορύφωμα τη στιγμή που μπαίνεις στο χειρουργείο, δεν έχουν καμία σχέση με το ότι είσαι μπασκετμπολίστας! Το μόνο που σε απασχολεί εκείνη την ώρα είναι, “πότε θα βγω, πως θα είμαι, πότε θα αρχίσω να περπατάω και να τρέχω” και όχι “πότε θα κάνω προπόνηση και θα παίξω 5 εναντίον 5 ή πότε και πως θα βοηθήσω την ομάδα μου”! Σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου και πότε θα είσαι εσύ καλά! Έτσι το βίωσα εγώ τουλάχιστον… Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να πάει καλά η επέμβαση και οι θεραπείες και να αρχίσω να πατάω καλά, χωρίς να πονάω…»
Εσύ τώρα αναφέρεσαι στην δεύτερη επέμβαση που έγινε στο εξωτερικό;
«Ακριβώς! Την πρώτη δεν θέλω να τη θυμάμαι καν! Θέλω να πω ότι πέρασε αρκετός καιρός, από τότε που βγήκα από το χειρουργείο, για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχε πάει καλά, διότι ο πόνος δεν είχε σταματήσει. Είχαν περάσει σχεδόν 5,5 μήνες και παρά τις καθημερινές διπλές θεραπείες, δυσκολευόμουν να κατέβω τις σκάλες, οπότε, σε εκείνη την φάση, το θέμα δεν ήταν αν θα παίξω μπάσκετ ξανά, αλλά κυρίως να μην πονάω σε απλές κινήσεις της καθημερινότητας…»
Πως βίωσες το διάστημα, από τη στιγμή που ένιωσες για πρώτη φορά τις ενοχλήσεις κι έκανες την πρώτη χειρουργική επέμβαση, μέχρι να φτάσει η στιγμή να ταξιδέψεις στην Πορτογαλία για να πάρεις τη γνώμη του γιατρού που τελικά σε θεράπευσε;
«Αναμφίβολα, ήταν η πιο δύσκολη περίοδος!»
Φοβήθηκες ότι μπορεί να σταματήσεις ακόμη και το μπάσκετ;
«Να σου πω την αλήθεια, όχι! Σε τόσο προχωρημένο βαθμό δεν έφτασαν οι φόβοι μου, γιατί ήμουν ακόμη πολύ μικρός και όσο σοβαρό πρόβλημα κι αν είχα, κάποια στιγμή θα βρισκόταν ένας γιατρός για να με βοηθήσει. Το θέμα ήταν ότι είχαμε επισκεφτεί τόσους γιατρούς στην Ελλάδα και δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη! Οι δύο στους τρεις συμφωνούσαν και ο τρίτος μου έλεγε κάτι τελείως διαφορετικό. Κανένας όμως, δεν μου είπε κάτι δεδομένο με σαφήνεια, έτσι ώστε να καταλάβω τι έχω και πως θα το ξεπεράσω. Απ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, υπήρχε μία τεράστια αβεβαιότητα σχετικά με την φύση του τραυματισμού μου, που έδειχνε ότι είναι σοβαρός και από την άλλη πλευρά, υπήρχε και ο ψυχολογικός παράγοντας, που όσο όλο αυτό το πράγμα “τραβούσε”, το ηθικό μου έπεφτε.»
Τι σου έλεγαν οι γιατροί δηλαδή;
«Άλλος μου έλεγε ότι θα χρειαστεί να περάσει ένας χρόνος για να γίνω καλά, άλλος πέντε μήνες, αλλά κανένας κάτι σαφές, το οποίο να συνδυάζεται και με συγκεκριμένη αποθεραπεία… Κοινώς, με όλες αυτές τις διαφορετικές και ασαφείς απόψεις, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν, ούτε να πάρω και μία απόφαση! Ήταν και ο Παναθηναϊκός στη μέση, του οποίου ήμουν παίκτης, οπότε θα ήταν ρίσκο να επέλεγα κάποιον γιατρό χωρίς τη συγκατάθεσή του.»
Ήταν ένα χάος, ένα μπάχαλο;
«Ακριβώς! Μία κατάσταση που δεν ήξερα πώς να την διαχειριστώ… Ένιωθα ότι δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορέσει να με βοηθήσει ουσιαστικά.»
Ποιοι σε στήριξαν εκείνο το διάστημα;
«Επειδή το μυαλό μου είχε κουραστεί πολύ και δεν άντεχα άλλο, προσπαθούσα να σκέφτομαι κι άλλα πράγματα πέρα από το μπάσκετ. Με βοήθησαν πολύ οι γονείς μου, ο αδερφός μου και η κοπέλα μου. Ευτυχώς, τότε ήταν μαζί μου στην Αθήνα, γιατί αν ήμουν μόνος μου, θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο! Ειδικά τότε…»
Από όλη αυτή την αβεβαιότητα, πως προέκυψε ο «άγιος» αυτός άνθρωπος που σου έκανε καλά το πόδι;
«Μετά από τόσες γνώμες που είχα πάρει από γιατρούς, ανθρώπους του χώρου αλλά και παίκτες που είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα τραυματισμού, είχα συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να πάω στον καλύτερο, για να γίνω καλά. Όταν μου συνέστησαν τον κύριο Βαν Ντάϊκ, πληροφορήθηκα ότι ο συγκεκριμένος γιατρός είχε πάρα πολλά περιστατικά και ίσως και να χρειαζόντουσαν κάποιοι μήνες αναμονής, όχι για να σε χειρουργήσει, αλλά απλά για να σε δει…»
Πως έγινε η επαφή;
«Ο φυσιοθεραπευτής μου ήξερε κάποιον που είχε επαφή με τον συγκεκριμένο γιατρό και για καλή μας τύχη, όταν τηλεφωνήσαμε στο γραφείο του, μας είπαν ότι σε δύο ημέρες θα μπορούσε να μας δει και αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να με χειρουργήσει. Θυμάμαι ότι ήταν Τρίτη, τη μέρα που μιλήσαμε και την Πέμπτη ήμουν στην Πορτογαλία. Το είδα σαν τη μεγάλη ευκαιρία να μάθω τι έχω, επομένως δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά.»
Τι συνάντησες εκεί;
«Αρχικά, ήρθα σε επαφή με την βοηθό του, που δεν είναι απλά μία γραμματέας αλλά συζητάει με τον ασθενή με σκοπό να τον βοηθήσει ψυχολογικά και η οποία με καθησύχασε αρκετά. Όταν μπήκα στο γραφείο του γιατρού και του έδωσα όλες τις μαγνητικές, παρατήρησα ότι παραξενεύτηκε αρκετά και μετά από λίγη ώρα, μου είπε ότι αυτό που είχα, δεν ήταν κάτι σοβαρό και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς να κάνω το πρώτο χειρουργείο, ενώ δεν υπήρχε κανένας φόβος για να σταματήσω το μπάσκετ. Απλά η εικόνα του ποδιού μετά την πρώτη επέμβαση, έπρεπε να διορθωθεί με μία δεύτερη, η οποία μπορούσε να γίνει το επόμενο πρωί!»
Δηλαδή εσύ έπρεπε να αποφασίσεις αμέσως;
«Ακριβώς! Αλλά επειδή ήταν ένας άνθρωπος που, από την πρώτη στιγμή, από το πως μου μίλησε, το πως είδε τις μαγνητικές, το πώς μου εξήγησε την κατάσταση και μου ανέλυσε το πλήρες πρόγραμμα της αποθεραπείας, μου εξέπεμψε μία μεγάλη σιγουριά και σε συνδυασμό με την μεγάλη φήμη που είχε ως ορθοπεδικός χειρουργός, με έκανε να τον πιστέψω απόλυτα. Με το που είπε ότι πρέπει να κάνω χειρουργείο την επόμενη μέρα, εγώ απλά του απάντησα “πείτε μου απλά την ώρα”… Δεν μπορούσα καν να μπω στην διαδικασία αναμονής και ήθελα να τελειώνω το συντομότερο δυνατόν…»
Η διαδικασία της αποθεραπείας πως κύλησε;
«Όλα πήγαν βάσει προγράμματος! Κατ’ αρχήν δεν πονούσα σχεδόν καθόλου και είχα τελείως διαφορετική ψυχολογία. Όπως μου είχε πει, στους πέντε μήνες άρχισα προπονήσεις με τον Παναθηναϊκό και μετά από μία εβδομάδα περίπου, έπαιξα στο Final 4 του πανελληνίου πρωταθλήματος κάτω των 20 ετών και είχα και καλή απόδοση.»
Πόσο διαφορετικός άνθρωπος έγινες στην διάρκεια αυτών των δύο χρόνων; Τι σε δίδαξε αυτή περιπέτεια;
«Το σημαντικότερο που έμαθα είναι ότι στη ζωή, δεν πρέπει με τίποτε να τα παρατάς, οποιαδήποτε δυσκολία κι αν σου τύχει! Είναι κάτι που έως τότε, το είχα ακούσει πολλές φορές ως συμβουλή, αλλά όταν το ένιωσα στο πετσί μου, κατάλαβα την αξία του! Μπορώ να πω ότι όλη αυτή η περίοδος με ωρίμασε και το αισθάνθηκα πολύ αυτό, στη διάρκεια της περυσινής χρονιάς στον ΠΑΟΚ. Σκέψου ότι έφυγα από το σπίτι μου σε ηλικία 14 ετών και μέσα σε έξι χρόνια, έζησα καταστάσεις που με μεγάλωσαν αρκετά μπασκετικά, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι έχω φτάσει εκεί που θέλω να φτάσω.»
Πριν πας στον ΠΑΟΚ, ήρθε το διαζύγιο με τον Παναθηναϊκό στον οποίο πήγες μετά βαϊων και κλάδων, ως μία σημαντική επένδυση για το μέλλον, αλλά στην ουσία δεν σε είδαμε καθόλου με την «πράσινη» φανέλα. Σε πείραξε αυτό; Το περίμενες ή ήταν κι αυτό ένα ακόμη «κρύο ντους»;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα, αλλά δεν με πείραξε κιόλας! Ήμουν σε μία φάση που όλα άρχιζαν από την αρχή, στο κομμάτι του μπάσκετ, οπότε ούτε πίσω πήγαινα, ούτε να χάσω κάτι είχα. Δεν είχα παίξει καθόλου στην Α1 με τον Παναθηναϊκό, για να θεωρήσω ότι “κατεβαίνω” επίπεδο, επειδή θα πήγαινα στον ΠΑΟΚ. Επομένως, ίσα-ίσα που ήμουν πολύ ευχαριστημένος που θα έπαιζα για την πρώην ομάδα μου, ανεξάρτητα αν στην αρχή φαινόταν ότι ήμουν πίσω από αρκετούς παίκτες.»
Η σεζόν εξελίχθηκε όπως την φανταζόσουν;
«Άρχισε λίγο παράξενα και λίγο αναγνωριστικά, γιατί η ομάδα ήθελε και τα αποτελέσματα κι αν εγώ δεν πήγαινα καλά στον ρόλο μου, δεν θα με περίμενε ο προπονητής! Πολύ γρήγορα, όμως, άρχισα να βάζω πράγματα στο παιχνίδι μου και να βοηθάω ουσιαστικά την προσπάθεια, οπότε βρήκα τον ρόλο μου.»
Ο Σούλης Μαρκόπουλος πως σε αντιμετώπισε;
«Με βοήθησε πάρα πολύ! Ειδικότερα στην αρχή της σεζόν που έβλεπε ότι δεν ήμουν καλά ψυχολογικά και χρειαζόμουν… σπρώξιμο. Τόσο αυτός, όσο και οι βοηθοί του, μου μίλησαν πολύ και ασχολήθηκαν μαζί μου, εξηγώντας μου ότι με πιστεύουν και βοηθώντας με να κοιτάξω μπροστά.»
Αν δεν κάνω λάθος, ήταν η ίδια περίοδος που άρχισες να χάνεις τα μαλλιά σου… Πόσο σε επηρέασε αυτό το συμβάν;
«Στο κομμάτι του μπάσκετ, καθόλου! Κι αυτό χάρη στους συμπαίκτες μου, που όταν ξύρισα τελείως το κεφάλι μου, με έκαναν να αισθανθώ πολύ άνετα, λέγοντάς μου πόσο μου πάει η καινούρια κώμη (γέλια!)… Σαν άνθρωπο σίγουρα με πείραξε γιατί δεν είναι και τόσο απλό πράγμα να χάνεις ξαφνικά τα μαλλιά σου, χωρίς να έχεις κλείσει τα 20 σου χρόνια! Πολύ γρήγορα, όμως, όταν πληροφορήθηκα ότι όλο αυτό οφειλόταν σε μία αντίδραση του οργανισμού μετά από μία παρατεταμένη περίοδο έντονου stress και ψυχικής ταλαιπωρίας και ότι ήταν θεραπεύσιμο, το δούλεψα στο μυαλό μου, έκανα κάποιες θεραπείες και σιγά-σιγά το πρόβλημα ξεπεράστηκε.»
Απ’ ότι έμαθα πριν από λίγες μέρες πέρασες από το κουρείο της γειτονιάς σου κι έκανες και το πρώτο σου κούρεμα…
«(γέλια!)… Ναι ισχύει, έγινε κι αυτό! Μεγάλες στιγμές έζησα…»
Πάμε λίγο στην προσπάθεια της Εθνικής Νέων στο Ευρωμπάσκετ της Κρήτης. Συζητώντας με τον προπονητή σου, πριν την έναρξη των αγώνων, η αγωνιστική απραξία των περισσότερων διεθνών στην διάρκεια της χρονιάς, ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Αυτό ήταν κάτι που απασχολούσε κι εσάς τους παίκτες, στις μεταξύ σας συζητήσεις;
«Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά μην φανταστείς ότι βγάζαμε παράπονο γι’ αυτό! Πιο πολύ το ευχόμαστε παρά παραπονιόμαστε! Όλοι μας ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να παίξουμε και σε ποιες ομάδες μπορούμε να αγωνιστούμε… Γιατί δεν μπορούν να παίξουν όλοι στο ίδιο επίπεδο, στην Α1 ή την Euroleague για παράδειγμα…»
Πολύ συνειδητοποιημένο σε βρίσκω…
«Μα με τόσους Αμερικανούς, δεν είναι εύκολο για τις ομάδες να επιμείνουν με τους μικρούς, ειδικότερα όταν στοχεύουν στο άμεσο αποτέλεσμα. Αυτό που συζητούσαμε πιο πολύ μεταξύ μας, είναι ότι πρέπει να βελτιωνόμαστε συνεχώς και να επικεντρωθούμε στο να κάνουμε πολύ καλά, ένα συγκεκριμένο κομμάτι του παιχνιδιού στην άμυνα και στην επίθεση, έτσι ώστε να βρούμε έναν συγκεκριμένο ρόλο. Νομίζω ότι με τον καιρό, εξελίσσοντας και τα υπόλοιπα στοιχεία του παιχνιδιού μας, θα μπορέσουμε να αυξήσουμε τον χρόνο συμμετοχής μας. Πιστεύω πολύ στις δυνατότητές που έχουν οι νέοι Έλληνες παίκτες και θεωρώ ότι είναι στο χέρι μας να δείξουμε ότι αξίζουμε των ευκαιριών!»
Το ότι η πλειοψηφία των παικτών της Εθνικής Νέων, δεν είχε αγωνιστικό ρυθμό, ήταν ένα πρόβλημα στα φιλικά και τα πρώτα επίσημα παιχνίδια;
«Εννοείται ότι υπήρχε πρόβλημα! Ακόμη κι εγώ που είχα έρθει ελαφρώς κουρασμένος από την χρονιά, μόνο επειδή είχα παίξει στον ΠΑΟΚ, μπορούσα κι έπαιρνα κάποιες σωστές αποφάσεις. Σαν ομάδα, δεν είχαμε αρχίσει καλά, επειδή σχεδόν όλοι δεν είχαν παραστάσεις και δεν ήξεραν πώς να εκτελέσουν στην επίθεση. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαμε, ήταν ότι δεν είχαμε συνηθίσει να το κάνουμε. Είναι άλλο να κάνεις ατομικές προπονήσεις κι άλλο να είσαι μέσα στη… φωτιά και να έχεις μάθει πότε να σουτάρεις! Αυτό ήταν το βασικό μας θέμα στην αρχή και ουσιαστικά χρειαστήκαμε χρόνο για να βρούμε ρυθμό…»
Είχατε και την απουσία του Παπαγιάννη και τον ξαφνικό τραυματισμό του Αντετοκούνμπο…
«Για τον Γιώργο (σ.σ.: Παπαγιάννη) το ξέραμε ότι δεν θα είναι στην ομάδα, αλλά ο Κώστας (σ.σ.: Αντετοκούνμπο) μας έδινε πολλά πράγματα μέσα στην ρακέτα και μπροστά και πίσω, οπότε η απουσία του, σίγουρα μας στοίχισε! Αλλά το καλύψαμε στην πορεία…»
Γενικότερα, αρχίζοντας τους αγώνες, στο μυαλό σας υπήρχε αυτή η κατάληξη;
«Θα έλεγα ότι προέκυψε στην πορεία μέσα από το αγωνιστικό δέσιμο από παιχνίδι σε παιχνίδι… Αν εξαιρέσουμε την 1η φάση, που δεν υπήρχε ο κίνδυνος του αποκλεισμού, όταν μπήκαμε στα νοκ-άουτ, θεωρώ ότι από μέρα σε μέρα, αποκτήσαμε το ένστικτο της επιβίωσης! Ακόμη και με το Μαυροβούνιο στους “16”, αν πήγαινε κάτι στραβά, θα μπορούσαμε να είχαμε χάσει και να είχαμε αποκλειστεί… Δεν βλέπαμε τελικό, όχι! Ακόμη και στον ημιτελικό όταν φτάσαμε, το εμπόδιο της Ισπανίας κοιτάγαμε και όχι τη διεκδίκηση του χρυσού μεταλλίου!»
Επομένως, που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, αυτή η επιτυχία;
«Νομίζω στο συνδυασμό της ψυχής που βγάλαμε μέσα στο γήπεδο, της ομοιογένειας και της “χημείας” που είχαμε αποκτήσει με τα περισσότερα παιδιά, με τα οποία είμαστε μαζί τόσα συνεχόμενα καλοκαίρια και φυσικά της εξαιρετικής καθοδήγησης από τους προπονητές μας και ειδικότερα από τον coach Παπαθεοδώρου, με τον οποίο δουλεύουμε από το 2014. Θέλαμε όλοι πολύ να τελειώσει με μία χαρούμενη νότα η θητεία μας στις μικρές Εθνικές ομάδες! Όχι τόσο για την ιστορία ή για να αφήσουμε το στίγμα μας – γιατί πιστεύω ότι αν δεν προοδεύσουμε στο άθλημα, σε λίγα χρόνια, ελάχιστοι θα θυμούνται αυτή την επιτυχία – όσο για μας τους ίδιους, για την οικογένεια που είχαμε γίνει όλα αυτά τα χρόνια… Ήταν πολύ σημαντικό για μας να πετύχουμε κάτι, γι’ αυτό και όσο πλησιάζαμε στην κορυφή, τόσο περισσότερο μας άνοιγε η όρεξη…»
Και το πετύχατε χωρίς να είσαστε και η πιο ταλαντούχα ομάδα του τουρνουά…
«Συμφωνώ! Ίσως να μην είχαμε το ταλέντο και την ποιότητα που είχαν άλλες ομάδες, αλλά νομίζω ότι αυτό που μας χαρακτήριζε και πιστεύω ότι χαρακτηρίζει και τις περισσότερες γενιές του ελληνικού μπάσκετ, που έφεραν επιτυχίες στις μικρές ηλικίες, είναι το μπασκετικό “IQ” που έχουμε σαν παίκτες. Ξέρουμε τους ρόλους μας μέσα στο γήπεδο, είμαστε καλά προπονημένοι και έχουμε υπερπλήρη πληροφόρηση για το τι κάνει ο αντίπαλος και εξαιρετικό πλάνο για την αντιμετώπισή του. Γι’ αυτό και το τεχνικό μας επιτελείο έχει τεράστιο μερίδιο σ’ αυτή την επιτυχία…»
Ας πάμε και λίγο επί προσωπικού… Πόσο τεράστια ώθηση, νιώθεις πλέον ότι σου έχει δώσει – από πλευράς αγωνιστικής αυτοπεποίθησης – ο πρωταγωνιστικός ρόλος που είχες σ’ αυτή τη διοργάνωση και οι σημαντικές αποφάσεις που πήρες, σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα; Προσωπικά μου φάνηκε σαν να έχεις ανέβει δύο επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν…
«Η προσέγγιση που είχα πάντα στο μπάσκετ, δεν έχει αλλάξει! Το παιχνίδι μου άρχιζε και εξακολουθεί να αρχίζει από την άμυνα, που είναι το δυνατό μου σημείο, απλά από πέρυσι που ξαναμπήκα για τα καλά στις προπονήσεις, προσπαθούσα να βελτιώσω όσο περισσότερο γίνεται την εκτελεστική μου ικανότητα. Και αυτό γιατί, καλή η άμυνα, αλλά αν δεν μπορείς να βάλεις την μπάλα στο καλάθι, τότε δύσκολα θα παίξεις στο υψηλότερο επίπεδο. Εγώ έβλεπα στον εαυτό μου ότι είχα επιθετικές ικανότητες, ήξερα που μπορώ να φτάσω και πότε, απλά μέχρι πέρυσι δεν είχα πάρει χρόνο συμμετοχής για να μάθω να παίρνω τις σωστές αποφάσεις στην επίθεση. Η χρονιά στον ΠΑΟΚ και η παρότρυνση των προπονητών μου, με βοήθησαν να πιστέψω περισσότερο στον εαυτό μου και να βελτιωθώ πολύ στο συγκεκριμένο κομμάτι.»
Πλέον, το ότι πέτυχες «μεγάλα» καλάθια σε κρίσιμα σημεία νοκ-άουτ αγώνων, δείχνει ότι έχεις λύσει σε μεγάλο βαθμό και το όποιο ψυχολογικό πρόβλημα ενδεχομένως να είχες απ’ όλη αυτή την περιπέτεια που πέρασες. Εσύ πως νιώθεις;
«Σίγουρα όταν έχεις κάνει κάποια σημαντικά βήματα, όπως αυτά που περιέγραψες, νιώθεις σαφώς πιο απελευθερωμένος, γιατί αυτά έχουν βγει μέσα σε αγώνες και όχι μόνο στην προπόνηση. Ωστόσο, επαναλαμβάνω ότι ο τρόπος που σκέφτομαι και λειτουργώ μέσα στο γήπεδο, στηρίζεται στην άμυνα, που είναι ένας τομέας στον οποίο ξέρω ότι πάντα τα δίνω όλα! Επομένως είμαι ικανοποιημένος ακόμη και αν δεν έχουν μπει τα σουτ, γιατί ξέρω ότι θα έχω βοηθήσει την ομάδα στα μετόπισθεν.»
Να υποθέσουμε το ότι κατέκτησες το χρυσό μετάλλιο στο νησί σου την Κρήτη κι έπαιξες και τρία παιχνίδια στην γενέτειρά σου τα Χανιά, μπροστά σε συγγενείς και φίλους, ήταν ένα ιδιαίτερο συναίσθημα για σένα;
«Ούτε να το συζητάς! Ήταν μεγάλη ευτυχία για μένα να παίζω μπροστά σε ανθρώπους που με είχαν δει ξανά όταν ήμουν 13 χρονών, να με βλέπουν τώρα στα 20 μου, να φοράω τη φανέλα της Εθνικής Νέων και να παίζω σε ένα Eurobasket.»
Πως βλέπεις τον εαυτό σου στο μπάσκετ, σε 5-6 χρόνια από τώρα; Τι ονειρεύεσαι να πετύχεις;
«Στη ζωή μπορεί να κοιτάω πιο μακριά, αλλά στο μπάσκετ σε καμία περίπτωση σε τέτοιο βάθος χρόνου! Το μόνο που κοιτάω αυτή τη στιγμή είναι η προετοιμασία του ΠΑΟΚ… Να παρουσιαστώ έτοιμος, να δουλέψω καλά και μέσα από την προπόνηση, να βοηθήσω την ομάδα να έχει μία πιο επιτυχημένη σεζόν από πέρυσι.»
Πόσο σημαντικό είναι για σένα που θα συνεργαστείς για όλη τη χρονιά, με έναν «δικό σου άνθρωπο», όπως ο Ηλίας Παπαθεοδώρου, τον οποίο είχες προπονητή για τέσσερα καλοκαίρια στις μικρές Εθνικές ομάδες;
«Η συμφωνία του coach με τον ΠΑΟΚ ήταν από τα πιο ευχάριστα νέα που θα μπορούσα να ακούσω, γιατί είναι ένας άνθρωπος που με ξέρει καλά, με πιστεύει και με έχει βοηθήσει πολύ. Χαίρομαι πραγματικά που θα συνεργαστούμε ξανά και ανυπομονώ να αρχίσουμε προπονήσεις.»
Καμία φορά, ρίχνει και κανένα… χαστούκι! Επειδή είχες ιδίαν εμπειρία το αναφέρω…
«Αυτή είναι μία παλιά ιστορία, που μόνο γέλιο μας προκαλεί όταν τη θυμόμαστε με τον coach! Μόνο γελάμε, τίποτε άλλο! Ήταν ένα περιστατικό το οποίο διογκώθηκε πολύ χωρίς λόγο και μία χειρονομία που δεν είχε καθόλου την έννοια της βιαιοπραγίας…»
Την Εθνική ανδρών την σκέφτεσαι, είναι ένα όνειρο;
«Θα ήταν ψέματα να σου έλεγα “’όχι”! Είναι ένα παιδικό όνειρο, που θα ήθελα πολύ εκπληρωθεί, αλλά είναι πολύ δύσκολο! Μακάρι να τα καταφέρω και να έχω και ρόλο, να μην συμπληρώνω απλά την ομάδα…»