Μιλήσαμε με τον πάτερ Ναούμ Σταύρου, τον άνθρωπο που μέχρι να φορέσει το ράσο σφύριζε σε παιχνίδια Super League και Κυπέλλου UEFA.
Δεν είναι εύκολο να βρεις τον παπά-Ναούμ. Στην εποπτεία του βρίσκονται δύο εκκλησίες, η Αγία Τριάδα και ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, σε δύο διαφορετικά χωριά, στη Στροφυλιά και την παραλία της Αγίας Άννας αντίστοιχα, ενώ ο ίδιος μένει στη Λίμνη Ευβοίας.
«Ο καλός ιερέας πρέπει να βρίσκεται ελάχιστα σπίτι του. Πρέπει να είναι έξω, για να γνωρίζει τις ανάγκες της ενορίας του», λέει. Δεν είναι, όμως, ο Θείος Λόγος και η πίστη η αφορμή για να τον αναζητήσουμε. Ο πάτερ Ναούμ Σταύρου ήταν από το 1986 μέχρι το 2004 διαιτητής ποδοσφαιρικών αγώνων, αρχικά σε τοπικά πρωταθλήματα και κατόπιν στη Β΄ Εθνική και τη Super League.
Δύσκολο να φανταστείς τον άνδρα με τα μαύρα ράσα που πριν από δέκα λεπτά ολοκλήρωσε τη Θεία Λειτουργία με σφυρίχτρα στο στόμα, να βγάζει την κίτρινη κάρτα σε έναν απείθαρχο ποδοσφαιριστή. «Η διαιτησία, όπως η ιεροσύνη, είναι λειτούργημα», λέει ο παπά-Ναούμ, όχι σε μια προσπάθεια να βρει τις αντιστίξεις σε δύο φαινομενικά διαφορετικούς κόσμους, αλλά επειδή το πιστεύει. Ωστόσο, παραδέχεται πως στη διαιτησία στράφηκε για βιοποριστικούς λόγους.
Γεννημένος στη Λίμνη Ευβοίας το 1968, παιδί εργάτη, από μικρή ηλικία ανακάλυψε τα ταλέντα του στην εκκλησία και το ποδόσφαιρο. «Έπαιζα επιθετικός και έφτασα μέχρι τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, από πολύ μικρό παιδί διακονούσα την εκκλησία σαν παπαδάκι, μαζί με τον παπά- Βασίλη. Δεν υπήρχαν τότε παιχνίδια Κυριακή πρωί, οπότε δεν χρειάστηκε ποτέ να διαλέξω ανάμεσα στα δύο. Κάθε Κυριακή άναβα τις λαμπάδες στο ιερό βήμα και τα θυμιατά. Ξυπνούσα νωρίτερα από τους γονείς μου, για να πάω στην εκκλησία. Δεν ήμουν, όμως, ο μόνος. Ήμασταν πέντε-έξι παιδάκια που τσακωνόμασταν ποιο θα φορέσει τη στολή του διακόνου. Ήταν μια διάκριση η στολή. Το να καταλάβεις το κήρυγμα, τα Ευαγγέλια, όμως, είναι μια άλλη υπόθεση. Σε αυτήν την ηλικία δεν μπορείς να έχεις επαφή με το Θείο, ούτε να καταλάβεις την πίστη. Αυτός ήταν ένας παιδικός ενθουσιασμός». Ο παιδικός ενθουσιασμός κράτησε μέχρι τα 17 του, όταν έφυγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές γεωπονικής.
«Ένας σωστός ιερέας πρέπει να βλέπει το μέλλον και όχι το παρόν. Πρέπει να εξασφαλίζει το μέλλον της εκκλησίας του. Να βρει έναν νέο, να τον γαλουχήσει, να τον κατηχήσει, να τον «ψήσει» και να τον χρήσει διάδοχο. Καθώς ο παπά-Βασίλης καταλάβαινε πως είναι λίγα ακόμη τα χρόνια του, μου έκανε πρόταση. Δεν ήξερα όμως, αν μπορούσα να τιμήσω το ράσο και αρνήθηκα. Το ράσο πρέπει να το διακονείς, να το σέβεσαι. Είσαι λειτουργός και ως τέτοιος πρέπει να επιβάλεις κανόνες στον εαυτό σου, αυστηρούς. Ο κυριότερος είναι να πιστεύεις αυτό που κάνεις. Ένας ιερέας πρέπει να έχει φλογερή πίστη, πιο δυνατή από των λαϊκών ανθρώπων, για να μπορεί να τη μεταδώσει. Εγώ τότε, στα 17 μου, δεν πίστευα πως έχω αυτή τη δύναμη και αρνήθηκα την πρόταση του παπά-Βασίλη».
Δεν αρνήθηκε, όμως, την πρόταση του φίλου του να γραφτούν σε σχολή διαιτησίας. «Ο πατέρας μου ήταν εργάτης σε εργοστάσιο. Θυμάμαι, έπαιρνε 86.000 δραχμές (250 ευρώ) μισθό και έστελνε σε εμένα τα μισά για να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη. Τότε, ένας φίλος μου είπε, «Πάμε να γίνουμε διαιτητές». Βγάλαμε τη σχολή εύκολα. Μελετάς ένα βιβλίο 180 σελίδων με όλα τα άρθρα και τους κανονισμούς και δίνεις εξετάσεις, που δεν θυμάμαι κάποιον που να μην τις πέρασε. Τα δύσκολα έρχονται μετά, όταν καλείσαι να αποδείξεις αν μπορείς να εφαρμόσεις στο γήπεδο αυτά που έχεις μάθει».
Το πρώτο παιχνίδι άργησε να έρθει. Δεν το κυνήγησε ιδιαίτερα. «Δεν θυμάμαι το παιχνίδι, αλλά ήταν Β΄ Τοπικό Θεσσαλονίκης και ήμουν επόπτης. Κόσμο δεν είχε, όμως εγώ μπήκα με φόβο. Στην αρχή, μετά μου άρεσε πολύ. Κυρίως, όταν κατάλαβα πως μπορώ να σταθώ στο γήπεδο». Έτσι επέτρεψε στο εαυτό του να έχει φιλοδοξίες. «Αμέσως, ακολούθησα έναν αυστηρό τρόπο ζωής με διατροφή και φυσική κατάσταση. Δεν ξενυχτούσα, δεν έπινα. Είχα κανόνες».
Η ασκητική του αθλητισμού γοήτευσε τον πατέρα Ναούμ. «Αναρριχήθηκα γρήγορα και ήταν περίεργο, επειδή οι περισσότεροι ήταν γιοι διαιτητών και είχαν εύνοια. Εγώ δεν είχα τέτοια προστασία, όμως ανέβαινα συνεχώς κατηγορίες. Με τις νέες αξιολογήσεις το 1990 ήμουν διαιτητής στην τότε Δ΄ Εθνική και βοηθός στη Γ΄ Εθνική».
Αφού ολοκληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και παίρνει πτυχίο το 1991, επιστρέφει στην Εύβοια. «Εδώ στην Εύβοια βρήκα ένα τοίχος, επειδή είχε πολλούς και αξιόλογους διαιτητές. Πίστευα πως η καριέρα μου στις εθνικές κατηγορίες θα τελείωνε, όμως και πάλι είχα καλή απόδοση και έτσι προχώρησα, προκαλώντας μάλιστα συζητήσεις. Πολλοί πίστευαν πως είχα προστάτες. Όμως δεν είχα καμία βοήθεια. Ήμουν απλά καλός».
Την περίοδο 1999-2004 σφυρίζει ως πρώτος διαιτητής παιχνίδια στη Β΄ Εθνική και ως πλάγιος στη Super League, στην καρδιά της περιόδου που κάποιοι αποκαλούν «παράγκα». «Ναι, αλλά δεν είχα καμία σχέση εγώ με αυτά», σπεύδει να διευκρινίσει. «Εγώ το ίδιο έπαιζα την Προοδευτική, το ίδιο τον Παναθηναϊκό. Μόνο τον ΠΑΟΚ δεν έπαιξα. Είχα ζητήσει να εξαιρεθώ από παιχνίδια του, επειδή είμαι ΠΑΟΚτσής. Ξέρω τι συνέβαινε και τι συμβαίνει στο ποδόσφαιρο. Όμως, εμένα δεν μπορούσαν να με επηρεάσουν. Είχα αποκλείσει κάθε επικοινωνία. Δεν είχα κινητό, δεν σήκωνα το σταθερό. Τη διαιτησία τη θεωρούσα λειτούργημα, άσχετα που την ξεκίνησα για βιοποριστικούς λόγους, άσχετα που μου έδινε μια καλή αμοιβή. Ο διαιτητής είναι σαν τον δικαστή – καλείται να αποδώσει δικαιοσύνη, όσο μπορεί».
Ακόμη και έτσι, σε μια χώρα που κάθε Κυριακή ζει και αναστενάζει στις εξέδρες, πώς γίνεται να παραμείνεις ανεπηρέαστος; «Δεν άκουγα ποτέ ραδιόφωνο, δεν διάβαζα εφημερίδες, δεν έβλεπα εκπομπές. Δεν χρειαζόμουν τη γνώμη κανενός. Ήξερα από μόνος μου, αν είχα πάει καλά ή όχι. Δεν με ενδιέφερε η γνώμη των δημοσιογράφων, επειδή είχα ως δεδομένο πως δεν ξέρουν τους κανονισμούς διαιτησίας, ούτε των τηλεδιαιτητών, που έκριναν με την πολυτέλεια του replay αυτό για το οποίο εμείς έπρεπε να αποφασίσουμε άμεσα».
Ωστόσο τα λάθη είναι ανθρώπινα. «Πράγματι, έχω κάνει και εγώ. Το μεγαλύτερο ήταν σε ένα παιχνίδι ΠΑΟ-Ηρακλής, το 2003. Ήμουν βοηθός, πλάγιος και σηκώνω ένα οφσάιντ κατά του Ηρακλή. Πίστευα πως ήταν καταφανέστατο, αλλά ο Ευγένιος Γκέραρντ, που ήταν στον πάγκο του Ηρακλή τότε, διαμαρτυρήθηκε πολύ έντονα. Σκέφτηκα πως, για να διαμαρτυρήθηκε έτσι ο Γκέραρντ, κάποιο λάθος θα είχα κάνει και κάθισα να δω τις φάσεις στην τηλεόραση. Αυτό ήταν το μόνο παιχνίδι μου που είδα ποτέ στην τηλεόραση. Η μπάλα είχε φύγει από παίκτη του ΠΑΟ, ήταν ένα μεγάλο λάθος. Ποτέ, όμως, δεν διορθώνεις λάθος. Κρατάς το λάθος, επειδή μετά χάνεις τον έλεγχο του παιχνιδιού και φυσικά δεν το διορθώνεις με νέο λάθος».
Φαντάζομαι ότι δεν θα είχε διαμαρτυρηθεί μόνο ο πάγκος, αλλά και οι παίκτες. Ποιοι ήταν οι πιο φασαριόζοι; «Με τους ποδοσφαιριστές της Α΄ Εθνικής δεν είχα ποτέ προβλήματα. Ήταν όλοι επαγγελματίες, άρα πειθαρχημένοι. Οι δύσκολοι αγώνες και οι παίκτες που δημιουργούσαν προβλήματα ήταν στα τοπικά πρωταθλήματα. Διαμαρτύρονταν σε κάθε απόφαση, έπεφταν συνέχεια κάτω. Το τοπικό είναι το πιο δύσκολο πρωτάθλημα. Η μόνη φορά που έχω φοβηθεί κυριολεκτικά για τη ζωή μου, ήταν σε μια τέτοια αναμέτρηση, ανάμεσα στον Εργοτέλη με τα Ανώγεια – δεν ήξερα από πού έφευγαν οι σφαίρες».
Συγκρίνεται η ένταση ενός παιχνιδιού με 70 θεατές με ένα γεμάτο ΟΑΚΑ; «Πιο εύκολα είναι τα παιχνίδια με κόσμο. Εγώ και στην εκκλησία αποδίδω καλύτερα, όταν είναι γεμάτη. Μου άρεσε η φασαρία, το πάθος στις εξέδρες – με διατηρούσε σε εγρήγορση, σε ένταση».
Το παιχνίδι, όμως, που θα μείνει στο μυαλό του, ήταν το μοναδικό διεθνές παιχνίδι που σφύριξε για το Κύπελλο UEFA, με τον Γιώργο Κασναφέρη, το 2002, το Μπριζ- Τούλεβικ. Όχι για όσα έγιναν μέσα στο γήπεδο, αλλά έξω από αυτό.
«Μου έκανε εντύπωση το πρωτόκολλο που τηρούν στα διεθνή κύπελλα, από τη στιγμή που γίνεται η άφιξη των διαιτητών. Υπάρχει ένας υπεύθυνος που λειτουργεί σαν ξεναγός και αναλαμβάνει να δείξει στη διαιτητική ομάδα τα καλύτερα αξιοθέατα της πόλης. Μετά τον αγώνα, παράγοντες και των δύο ομάδων παραθέτουν γεύμα πέντε αστέρων στους διαιτητές. Θυμάμαι, μας πήγαν σε εστιατόριο υπερπολυτελείας και από πάνω μας βρίσκονταν ένα σωρό σερβιτόροι. Μας έφεραν το κρασί, το οποίο εμείς έπρεπε να δοκιμάσουμε και να το εγκρίνουμε. Εγώ δεν το γνώριζα αυτό και δεν δοκίμαζα το κρασί, επειδή δεν θα έπινα. Έτσι, οι σερβιτόροι έφερναν ξανά και ξανά μπουκάλια, μέχρι που ο Γιώργος μου είπε «κάνε πως δοκιμάζεις το κρασί και πως σου αρέσει, αλλιώς θα μείνουμε νηστικοί και μεθυσμένοι». Μας σέρβιραν αγριόπαπια με δαμάσκηνα και σιρόπι βύσσινο. Δεν είχα φάει τέτοιο πράγμα ξανά στη ζωή μου. Ωραίο ήταν».
Όταν άνοιξε η πόρτα της Ευρώπης, διαπίστωσε πως οικογένεια και διαιτησία δεν πήγαιναν μαζί. «Είχα πλέον δυο μικρά παιδιά. Έπρεπε να είμαι στο πλάι τους. Θυμάμαι ήμουν Θεσσαλονίκη για το Άρης-ΠΑΟ και ο μικρός μου αρρώστησε. Έπρεπε η γυναίκα μου να πάρει ταξί, για να πάει Χαλκίδα και από εκεί, καθώς δεν έβρισκαν το μικρόβιο, Αθήνα. Δεν είναι μόνο πως όλα αυτά τα έκανε μόνη της και χωρίς μεταφορικό μέσο, είναι που ένας διαιτητής πρέπει να έχει πεντακάθαρο μυαλό και να είναι απερίσπαστος».
Παράλληλα, καθώς είχε αποφοιτήσει από τη Γεωπονική και το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής, απασχολούταν από το 1991 στα κτηνιατρεία της Ιστιαίας και της Λίμνης, στη βόρεια Εύβοια. «Τότε, τα δυο χωριά είχαν περίπου 1.000 βοοειδή. Είχε ενδιαφέρον, παρακολουθούσα σεμινάρια για βελτιωμένες φυλές, για μεγαλύτερη απόδοση, κ.α. Η ΕΕ όμως απαιτούσε πιο σύγχρονα και βελτιωμένα σφαγεία. Ήταν ένα βήμα προς τα μπροστά σε θέματα υγιεινής, αλλά δημιούργησε πολλά προβλήματα, καθώς έκλεισαν τα τοπικά σφαγεία και ο πρωτογενής τομέας μειώθηκε πολύ. Τότε, ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις από τη Διεύθυνση Κτηνιατρικής. Επικράτησε ένταση, αδιαφορία και άνιση αντιμετώπιση του πολίτη. Πίστεψα πως δεν θα αντέξω εκεί και σκέφτηκα πως θα ήμουν καλύτερα στην Εκκλησία».
Ήταν δηλαδή μια κίνηση καριέρας η ιεροσύνη; «Ο Θεός, η πίστη, η Εκκλησία ήταν πάντα στην καρδιά και στη ζωή μου. Ακόμη και όταν είχα διπλά τοπικά παιχνίδια, πάντα εύρισκα χρόνο, έστω να ανάψω ένα κεράκι. Χωρίς τη Θεία Δύναμη δεν μπορείς να εκπληρώσεις την αποστολή σου. Δεν ήταν κίνηση καριέρας το ράσο, καθώς ήμουν ήδη στο Δημόσιο και με καλύτερο μισθό. Ήταν ανάγκη».
Για να φορέσει τα ράσα του παπά, ο Ναούμ Σταύρου χρειαζόταν τη συγκατάθεση της συζύγου. «Η πρώτη της αντίδραση ήταν να γελάσει. «Έτσι κι αλλιώς, κάθε Κυριακή λείπεις στην εκκλησία και ψέλνεις, δεν πας να γίνεις και παπάς», μου είπε. Στην πραγματικότητα, δεν με πίστεψε».
Ο πατέρας Ναούμ Σταύρου φοράει τα ράσα από το 2008. «Ο ιερέας έχει δύο υποχρεώσεις. Το λειτουργικό, που είναι η Θεία Λειτουργία και το διοικητικό. Εκεί, φαίνεται και το έργο της τοπικής εκκλησίας, που δεν είναι μόνο τα έσοδα και τα έξοδα. Είναι να φτιάξεις τράπεζα αίματος, φιλόπτωχο ταμείο, τράπεζα τροφίμων, κατηχητικό σχολείο, να παράγεις φιλανθρωπικό έργο και όλα αυτά υπό πλήρη διαφάνεια».
Τι γίνεται με το ποδόσφαιρο; Τι θέση έχει τώρα στη ζωή του; «Το πονάω το ποδόσφαιρο, αλλά δεν το παρακολουθώ, επειδή γνωρίζω την έκταση της διαφθοράς, άσχετα αν δεν με άγγιξε εμένα. Να στηθώ δύο ώρες να δω ένα παιχνίδι που ξέρω το αποτέλεσμα από πριν;».
Μήπως να παίζατε ένα στοίχημα, για να αποπερατώσετε και τις εργασίες στο παρεκκλήσι, πάτερ; «Ε, το αποφεύγω. Είναι αμαρτία».
πηγή: vice.com