Το «Λας Βέγκας των Φτωχών» στα Σύνορα Ελλάδας – ΠΓΔΜ είναι μια ανοιχτή πληγή για το Ελληνικό Δημόσιο
Στα καζίνο της Γευγελής, η Ελλάδα αναστενάζει. Περίπου 40 λεπτά οδήγησης από τη Θεσσαλονίκη, αν δεν στρίψεις αριστερά για την Ειδομένη και περάσεις τον συνοριακό σταθμό των Ευζώνων, τότε καλώς ήρθες στο «Λας Βέγκας των Φτωχών».
Λίγες εκατοντάδες μέτρα μετά τα σύνορα με την ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), έξω από την κωμόπολη της Γευγελής, βρίσκεται η ανυπόφορη εκδοχή του φθηνού τζόγου και της βαλκανικής διασκέδασης. Πάνω στον κεντρικό δρόμο, σε σκοπιανό πλέον έδαφος και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, λειτουργούν τρία καζίνο – το Flamingo, αυστριακών συμφερόντων, το Princess, που ανήκει σε Τούρκο επιχειρηματία, και το Apollonia, το οποίο διαχειρίζονται Σκανδιναβοί.
Οι υπάλληλοι από το πάρκινγκ ακόμη μιλούν ελληνικά, ενώ τα διαφημιστικά μπάνερ και οι ανακοινώσεις για τις κληρώσεις της ημέρας είναι όλα γραμμένα στα ελληνικά. Τα διοικητικά στελέχη στα «καζίνο των συνόρων» είναι κι αυτοί Έλληνες, ενώ οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είναι Σκοπιανοί με μισθούς που κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 300 ευρώ. Η όλη αισθητική είναι ένα ατέλειωτο βαλκανικό προκάτ, αλλά αυτό είναι τώρα δευτερεύον.
Στα τρία αυτά καζίνο συρρέουν καθημερινά χιλιάδες Έλληνες, με αυτοκίνητα και λεωφορεία που εκτελούν δρομολόγια από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα «καζίνο των συνόρων» προσελκύουν επίσης κατοίκους από περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπως το παραμεθόριο Κιλκίς, την Έδεσσα, την Κατερίνη, τη Βέροια, έως τον Βόλο και τη Λάρισα. Μέχρι εδώ θα ήταν όλα καλά, αν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν εκμεταλλεύονταν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα – χαμηλή φορολογία στα μικτά κέρδη, ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο, χαμηλός λειτουργικό κόστος. Επίσης, την αποκαρδιωτική αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να κατανοήσει το επιχειρηματικό περιβάλλον και τον αθέμιτο ανταγωνισμό, που περιορίζει τη δυνατότητα του Regency Casino της Θεσσαλονίκης να απευθυνθεί με ίσους όρους στους Έλληνες πολίτες ως επιλογή διασκέδασης.
Δεν πρόκειται για την υπεράσπιση του καζίνο της Θεσσαλονίκης, όμως οι αριθμοί που εξασφάλισε το VICE είναι αποκαλυπτικοί. Τα τρία καζίνο στη Γευγελή δέχονται κάθε χρόνο περισσότερους από 1.000.0000 επισκέπτες, στη συντριπτική τους πλειονότητα Έλληνες. Το καζίνο της Θεσσαλονίκης το 2016 είχε 830.000 επισκέπτες. Η διαρροή είναι εντυπωσιακή. Τα χρήματα που παίζονται στα slot machines και τα τραπέζια των τριών σκοπιανών καζίνο ξεπερνούν τα 70.000.000 ευρώ τον χρόνο. Ο τζίρος του καζίνο στη Θεσσαλονίκη είναι αντίστοιχος με εκείνων των τριών στη Γευγελή. Δηλαδή, οι Έλληνες παίκτες στη Βόρεια Ελλάδα επιλέγουν να ποντάρουν τα μισά τους χρήματα εκτός συνόρων. Ο πατριωτισμός πηγαίνει περίπατο όταν πρόκειται για φθηνό φαγητό και «δωρεάν κληρώσεις».
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζει η ανωμαλία για τα δημόσια έσοδα. Στο ελληνικό καζίνο επιβάλλεται φόρος 34% επί των μικτών κερδών. Αν υπολογίσουμε πρόσθετους φόρους, τέλη, ασφαλιστικές εισφορές για τους περίπου 1.000 εργαζόμενους, ΦΠΑ που αποδίδεται είτε από την επιχείρηση είτε από συνεργάτες-προμηθευτές, τότε το ύψος της φορολόγησης φθάνει στο 65% επί των μικτών κερδών. Να σημειωθεί ότι 25–30 εκ. ευρώ ετησίως είναι δαπάνες σε προμηθευτές και μισθούς. Επιπλέον, το ετήσιο ανελαστικό τέλος «υπέρ ΕΟΤ (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού)» ανέρχεται στα 3,5 εκατ. ευρώ για το ελληνικό καζίνο.
Αντίστοιχα, η φορολόγηση στο έδαφος της ΠΓΔΜ είναι 10% και το ΦΠΑ είναι 18%, συγκριτικά δηλαδή πρόκειται για ψίχουλα. Εξάλλου, δεν είναι κοινό μυστικό ότι οι δείκτες διαφθοράς είναι υψηλοί στη γειτονική χώρα, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει στο περίπλοκο σύστημα φορολόγησης «ανά τραπέζι» που έχει επιχειρηθεί να επιβληθεί στα καζίνο επί εδάφους ΠΓΔΜ. Πολύ σημαντικό είναι και το θέμα του εισιτηρίου εισόδου. Στο καζίνο της Θεσσαλονίκης υπάρχει υποχρεωτικό εισιτήριο στα έξι ευρώ, αντίστοιχα στη Γευγελή αυτό είναι μηδενικό.
Καθώς η κρίση έχει μειώσει τα μικτά κέρδη ανά πελάτη, η ελληνική επιχείρηση προσπαθεί να διατηρήσει το μερίδιο αγοράς της. Τα λειτουργικά έξοδα είναι αδύνατον να μειωθούν περισσότερο, ωστόσο το κράτος διατηρεί τα δικά του έσοδα σε σταθερά επίπεδα, πέρα από την κοινή λογική και τους κανόνες της αγοράς. Για να γίνει αντιληπτό πόσο επηρεάζει η «οικονομία του τζόγου» στα σύνορα το καζίνο της Θεσσαλονίκης , αρκεί να σημειωθεί ότι η βιωσιμότητα του καζίνο στον Ν. Μαρμαρά Χαλκιδικής επηρεάστηκε από το αντίστοιχο καζίνο στη βουλγάρικη παραμεθόριο ζώνη.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, υπάρχει κάτι ακόμη περισσότερο σουρεαλιστικό κι αυτό είναι οι αυστηροί κανόνες για την εμπορική επικοινωνία και τις προωθητικές ενέργειες, που ισχύουν μόνο για τα ελληνικά καζίνο και όχι για εκείνα της Γευγελής. Καθημερινά κι επίμονα, χωρίς κανέναν απολύτως κανόνα, στα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης, επάνω σε ταξί και σε χιλιάδες φυλλάδια που διανέμονται στην πόλη και στα σύνορα, διαφημίζονται η «δωρεάν είσοδος» στα καζίνο της Γευγελής, το «δωρεάν παιχνίδι», οι «κληρώσεις» και η «επιστροφή χρημάτων».
Σύμφωνα με ασφαλείς εκτιμήσεις, τα τρία καζίνο της ΠΓΔΜ δαπανούν κάθε μήνα 900.000 ευρώ για διαφήμιση. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιθετικής πολιτικής μάρκετινγκ αφορά τα κουπόνια «δωρεάν παιχνιδιού», τα οποία ανακυκλώνονται στα slot machines και δεν φορολογούνται.
Αντίστοιχα, το ελληνικό καζίνο υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς όσον αφορά τη διαφήμιση – η λέξη «δωρεάν» στα σποτ απαγορεύεται και οι διαφημίσεις σε μέσα μαζικής μεταφοράς μεταφράζονται σε βαριά πρόστιμα, με το σκεπτικό ότι οι «πολίτες καθοδηγούνται στον τζόγο». Το ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) δεν έχει ποτέ παρέμβει για το γεγονός ότι σε ελληνικά μίντια διαφημίζονται καζίνο που έχουν έδρα και άδεια σε γειτονική χώρα. Την ίδια στιγμή, η ανεξάρτητη ρυθμιστική Αρχή Παιγνίων (ΕΕΕΠ) δηλώνει αναρμόδια να παρέμβει, διότι ακριβώς τα «καζίνο των συνόρων» δεν είναι ελληνικές επιχειρήσεις. Στον έβδομο χρόνο της ελληνικής κρίσης, το βαλκανικό «Λας Βέγκας» κλέβει πελάτες και στερεί πολύτιμα δημόσια έσοδα.
Πηγή : vice