Τα όσα συνέβησαν την περασμένη Κυριακή στο γήπεδο της Τούμπας, με τον Ιβάν Σαββίδη να ξεσπά οργισμένος για την αδικία που υπέστη ο ΠΑΟΚ μέσα στο γήπεδο (σε συνάρτηση με όσα είχαν συμβεί στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό που δεν ξεκίνησε ποτέ) και τα όσα ακολούθησαν με τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του κατεστημένου να οργιάζουν σε βάρος του μεγαλομετόχου του ΠΑΟΚ, αποτελούν την κορύφωση ενός λυσσαλέου πόλεμου που έχουν εξαπολύσει εναντίον του το «καρτέλ» των ισχυρών παραγόντων της εγχώριας διαπλοκής, ο πολιτικός τους βραχίονας (βλέπε ΝΔ) και ισχυρά υπερεθνικά πολιτικά και οικονομικά κέντρα τα οποία στο πλαίσιο του γεωπολιτικού «stratego» το οποίο παίζουν θέλουν να ρυθμίζουν την πολιτική ζωή της χώρας.
Το ποδόσφαιρο, η απόπειρα του κατεστημένου να ανακόψει την πορεία του ΠΑΟΚ προς τον πρωταθλητισμό και η κορύφωση της διαχρονικής αδικίας του δικεφάλου είναι απλά η εμφανής, μερική εκδήλωση ενός αθέατου πολέμου επιχειρηματικών συμφερόντων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να χειραγωγούν ακόμη και πολιτικούς φορείς. Η προβολή των εξελίξεων στο ποδοσφαιρικό σκέλος του πολέμου που δέχεται ο Ιβάν Σαββίδης και η πρωτοφανής προπαγάνδα σε βάρος του ΠΑΟΚ έχουν ένα στόχο: Να… καταλάβει ο κόσμος ποια είναι τα «αφεντικά» σε αυτόν τον τόπο.
Ο Ιβάν Σαββίδης ήρθε στην Ελλάδα και επέλεξε ως έδρα για την ανάπτυξη των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων την Θεσσαλονίκη. Αγόρασε το ΠΑΟΚ και τον απήλλαξε από τα χρέη. Έκανε σειρά επενδύσεων, έσωσε χρεοκοπημένες επιχειρήσεις και μαζί το ψωμί οικογενειών: ΣΕΚΑΠ, Σουρωτή, Μακεδονία Παλλάς κ.α.
Σε μια εποχή που το ζητούμενο στην Ελλάδα είναι η προσέλκυση επενδύσεων, ο Ιβάν Σαββίδης θα έπρεπε να είναι σημείο αναφοράς. Η ντόπια οικονομική και πολιτική ελίτ αντιμετώπισε εξαρχής με ουδέτερο τρόπο την είσοδο του Ιβάν Σαββίδη στα οικονομικά πράγματα της χώρας. Το γεωπολιτικής διάστασης ερωτηματικό ωστόσο τέθηκε εξαρχής, κυρίως λόγω των στενών σχέσεων του ιδιοκτήτη του ΠΑΟΚ με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος πως ο Ιβάν Σαββίδης είναι ένας από τους ισχυρότερους οικονομικούς παράγοντες στη Ρωσία. Το… ερώτημα που έθεσαν οι εγχώριοι επιχειρηματικοί και οικονομικοί κύκλοι δεν είχε ερωτηματικό: «Η εγκατάσταση του Ιβάν Σαββίδη στην Ελλάδα ισοδυναμεί με οικονομική, πολιτική και γεωπολιτική διείσδυση στη Θεσσαλονίκη, στην Βόρεια Ελλάδα, στην Ελλάδα γενικότερα και κατ΄επέκταση στα Βαλκάνια».
Και ενώ ο Ιβάν Σαββίδης επένδυε μαζικά στην ελληνική γεωγραφική επικράτεια οι επιχειρηματίες και οι εφοπλιστές, οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι στην Αθήνα δεν έδειξαν να προβληματίζονται ιδιαίτερα στην αρχή. Στη συνέχεια, και ιδιαίτερα όταν εκδήλωσε ενδιαφέρον για τις τηλεοπτικές άδειες, ο πόλεμος ξεκίνησε, αλλά κλιμακώθηκε και έγινε… «πυρηνικός» όταν ο Ιβάν Σαββίδης αποφάσισε να επενδύσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, σε ένα λιμάνι στρατηγικής σημασίας από όποια σκοπιά και αν το δει αυτό κανείς. Κυρίως, όμως, ο κάθε ένας πρέπει να αναλογιστεί και να προβληματιστεί με το γεωπολιτικό power gameπου διεξάγεται στα Βαλκάνια και κυρίως να εστιάσει στον ρωσοαμερικανικό ανταγωνισμό με ότι μπορεί να σημαίνει αυτός.
Οι επιχειρηματικές ελίτ σε κάθε χώρα δεν είναι ανεξάρτητες. Συνδέονται με ισχυρότερα οικονομικά συμφέροντα τα οποία λειτουργούν ρυθμιστικά σε πλανητικό επίπεδο. Έτσι και η ελληνική επιχειρηματική ελίτ συνδέεται, σε πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό επίπεδο, με συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμπλέγματα συμφερόντων στη Δύση (Ονόματα να μην λέμε). Εκείνο που πρέπει να κρατά κανείς είναι το πόσο «σήκωσαν» τα ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν επιθετικά τον Ιβάν Σαββίδη τις δημόσιες τοποθετήσεις του Αμερικανού Πρέσβη για τον ιδιοκτήτη της ΠΑΕ ΠΑΟΚ.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η εποχή που το λιμάνι της Θεσσαλονίκης παραχωρείται στο κοινοπρακτικό σχήμα στο οποίο συμμετέχει ο Ιβάν Σαββίδης συνιστά και το εναρκτήριο λάκτισμα της πιο σφοδρής φάσης της πολεμικής εναντίον του. Συνέπεσε χρονικά η εξέλιξη αυτή με τα όσα συνέβησαν στον θεσμό του ελληνικού κυπέλλου την άνοιξη του 2017, όταν ξαφνικά ιδιοκτήτες ΠΑΕ και ΜΜΕ βρήκαν αφορμή από ένα οφσάιντ (άχνα δεν έβγαλαν για το πέναλτι που είχε προηγηθεί) στον τελικό κυπέλλου ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ, προσχηματικά, να φορτώσουν στον Ιβάν Σαββίδη και στον ΠΑΟΚ όλα τα δεινά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτό συνεχίζεται και φέτος.
Τι είχε προηγηθεί; Η σταδιακά κλιμακούμενη επιθετική ρητορική της Νέας Δημοκρατίας και της οικογένειας Μητσοτάκη (μιας οικογένειας που συνδέεται συγγενικά, με κουμπαριές, τόσο με τον Βαγγέλη Μαρινάκη, όσο και με τον Γιάννη Αλαφούζο) σε βάρος του Ιβάν Σαββίδη. Ο λόγος; Υποψιάστηκαν σταδιακά πως ο Ιβάν Σαββίδης ενίσχυε τη θέση του ως προνομιακός συνομιλητής της σημερινής κυβέρνησης. Τρόμαξαν για το γεγονός πως ο ιδιοκτήτης του ΠΑΟΚ μίλησε θετικά για τον Αλέξη Τσίπρα. Θορυβήθηκαν από την δυναμική του είσοδο στα media. Ο «καναλάρχης» ή ο «εκδότης» είναι μία ιδιότητα που αντιστοιχεί σε… κλειστό κλαμπ συμφερόντων, το οποίο βέβαια έχει έδρα την Αθήνα. Δεν χωρούν άλλοι. Αυτή είναι η αντίληψή τους. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται πριν από περίπου ένα χρόνο να είχε πει «Καλύτερα να κλείσει ο ΔΟΛ παρά να καταλήξει στον Ιβάν Σαββίδη». Τελικά ο μεγαλύτερος οργανισμός της χώρας κατέληξε στα χέρια του Βαγγέλη Μαρινάκη και έτσι το κατεστημένο ησύχασε, αφού το μεγαλύτερο εκδοτικό συγκρότημα δεν έφυγε από τη σφαίρα επιρροής τους. Τις προάλλες στις ΗΠΑ, σε ένα από τα μεγαλύτερα think tanks(δεξαμενές σκέψης), ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφτασε να δηλώνει δημόσια, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς ίχνος ντροπής πως «Οι παλιοί ολιγάρχες ήταν καλύτεροι από τους νέους». Καταλαβαίνει ακόμη και μικρό παιδί τι ήθελε να πει.
Πως αντιμετώπισε η οικονομική και πολιτική ελίτ των Αθηνών το νέο καταστατικό χάρτη στη σχέση κυβερνητικής εξουσίας και των media; Επιδίωξε προληπτικά και πριν πέσουν τα προσωπεία να διαρρήξει τις υποτιθέμενες ειδικές σχέσεις του Ιβάν Σαββίδη με την κυβέρνηση Τσίπρα. Η στοχοποίηση του Σαββίδη και οι παντελώς ανυπόστατοι συσχετισμοί και παραλληλισμοί ακόμη και με σκάνδαλα όπως εκείνο του Κοσκωτά είχαν ακριβώς αυτόν τον στόχο. Και κυρίως είχαν ως στόχο την απομόνωση του Ιβάν Σαββίδη, ενδεχόμενο που θα ισοδυναμούσε με ελαχιστοποίηση της επιρροής του στα εγχώρια πράγματα. Πρώτο βιολί, τόσο την άνοιξη του 2017, όσο και αυτές τις ημέρες ο Αλαφούζος και το συγκρότημά του. Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, πως η Νέα Δημοκρατία έχει καταγγελθεί ως «γραφείο Τύπου του ΣΚΑΪ», αλλά αυτή είναι μία μεγάλη ιστορία.
Και φτάνουμε στο σήμερα:
Ένα λάθος του Ιβάν Σαββίδη, για το οποίο ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη, στάθηκε η αφορμή που έψαχναν οι εχθροί του για να περάσουν το σχέδιό τους από την φάση της «αποδόμησης» σε εκείνη της «εξόντωσης».
Τι γράψαμε πιο πάνω; Το ποδόσφαιρο είναι η ζωντανή εικόνα της εκδήλωσης των ανταγωνιστικών σχέσεων που βρίσκονται σε ισχύ στο παρασκήνιο. Το κατεστημένο που επιδιώκει να χειραγωγεί την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, το κατεστημένο που έχει βιάσει για δεκαετίες ολόκληρες το ελληνικό ποδόσφαιρο (Το ποδόσφαιρο είναι μία πολύ σημαντική υπόθεση) και την κοινή λογική έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, τη στιγμή που ο ΠΑΟΚ κάλπαζε για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ώστε να πυροδοτήσει το κλίμα και να τινάξει στον αέρα την εξυγίανση. Υπήρξε εμφανές αυτό στο παιχνίδι του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό, που δεν ξεκίνησε ποτέ, και στη συνέχεια στα όσα τραγελαφικά έκανε ο διαιτητής στο ντέρμπι με την ΑΕΚ. Το κατεστημένο υπολόγιζε στην έκρηξη οργής του λαού του ΠΑΟΚ, η εκδήλωση της οποίας θα οδηγούσε σε τιμωρία. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αφού δεν μπορούσαν να κόψουν βαθμούς από τον ΠΑΟΚ στο γήπεδο ήταν μαθηματικά βέβαιο πως θα επιδίωκαν να κόψουν βαθμούς από τον ΠΑΟΚ εξωγηπεδικά. Είπαμε όμως. Ο λαός του ΠΑΟΚ δεν «τσίμπησε» Τι συνέβη τελικά; Το ξέσπασμα ενός πολύ υπομονετικού ανθρώπου που έχει ρίξει εκατοντάδες εκατομμύρια και, όχι απλά ένιωσε, αλλά είδε να τον κλέβουν.
Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε. Ο Ιβάν έβγαλε το μπουφάν και τα ΜΜΕ της διαπλοκής δείχνουν την εικόνα όπως θέλουν. Το θέμα διεθνοποιήθηκε, αλλά αυτό να είναι όλοι βέβαιοι πως θα γυρίσει μπούμερανγκ στους εχθρούς του Σαββίδη.
Τι έμεινε; Η εικόνα την οποία έδειξαν όπως ήθελαν τα ΜΜΕ της διαπλοκής μαζί με την απαίτηση των εχθρών του Ιβάν να τελειώνει η κυβέρνηση μαζί του.
FORZA 17/03, του Δημήτρη Μπεκιάρη (Εκδότης – διευθυντής Periodista.gr)