Υπήρξε ένας από τους καλύτερους παίκτες, που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο στα χρόνια του επαγγελματισμού, στη θέση του δεξιού μπακ. Αν και ο Βασίλης Μπορμπόκης δεν υπήρξε ο τυπικός αμυντικός!
Ήταν ένας από τους παίκτες, με τους οποίους η τότε διοίκηση του ΠΑΟΚ είχε «προικίσει» τον Ντούσαν Μπάγεβιτς κατά την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας τον Ιανουάριο του 2000. Φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα για δυόμισι χρόνια, μεταφέροντας και την εμπειρία του από τα αγγλικά γήπεδα, στα οποία έπαιξε με τη φανέλα της Σέφιλντ και της Ντέρμπι. Πλέον, ακολουθεί καριέρα προπονητή, συνιστώντας αχώριστο δίδυμο με τον Τραϊανό Δέλλα.
Στη συνέντευξη του στη FORZA ο Μπορμπόκης μιλάει για όλα: για τη θητεία του στην Τούμπα, για το τι θα άλλαξε στην ποδοσφαιρική του καριέρα, για το περσινό πρωτάθλημα, για τις προοπτικές επιτυχίας του ΠΑΟΚ στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ, για την παρουσία του στον Παναιτωλικό, για το Μουντιάλ της Ρωσίας.
-Είχες πλησιάσει στον ΠΑΟΚ και πριν τον Ιανουάριο του 2000;
«Ναι, πολλά χρόνια πριν, όταν άρχιζα την καριέρα μου. Αλλά ήδη είχα δώσει το λόγο μου στον Απόλλωνα Καλαμαριάς. Επιπλέον, το καλοκαίρι του 1997, πριν πάω στην Αγγλία είχα μιλήσει με τον Κώστα Ορφανό για να έρθω στον ΠΑΟΚ. Και αν η ομάδα είχε τότε τις οικονομικές δυνατότητες, που έχει σήμερα, η μεταγραφή μου θα είχε κλείσει. Εγώ είχα πάρει την απόφαση να φύγω από την ΑΕΚ, εξαιτίας του Μιχάλη Τροχάνα, που είχε πει κάποια πράγματα σε βάρος μου. Κι αυτή η απόφαση δεν άλλαξε, ακόμη κι όταν ο Τροχανάς μετέπειτα άλλαξε γνώμη και μου έδινε το μεγαλύτερο συμβόλαιο στην ΑΕΚ. Πήγα στην Αγγλία είδα τις εγκαταστάσεις, και υπέγραψα στη Σέφιλντ, όχι λόγω χρημάτων, αλλά λόγω συνθηκών εργασίας. Προσπαθώ τώρα ως προπονητής να περάσω κάποια πράγματα που έμαθα εκεί, αλλά θα πρέπει να ζήσεις κάποια πράγματα για να τα αντιληφθείς. Θα είναι κέρδος, πάντως, να πάρουμε έστω κάτι λίγο από τη νοοτροπία του αγγλικού ποδοσφαίρου».
–Θα μπορούσε εκείνη η ομάδα του Μπάγεβιτς να πετύχει περισσότερα πράγματα πέρα από το κύπελλο του 2001;
«Και βέβαια. Ήταν όντως μια ποιοτική ομάδα, με καλή χημεία μεταξύ προπονητή και παικτών. Τι έλειπε από εκείνη την ομάδα για να κυριαρχήσει στην Ελλάδα; Η ενίσχυση στον άξονα, δηλαδή στόπερ, αμυντικό χαφ και φορ. Σε κάθε περίπτωση, είχε δημιουργηθεί ένα παραγωγικό σύνολο κι ο κόσμος χαίρονταν να το παρακολουθεί. Στοίχισε σε ένα βαθμό και η παραχώρηση του Βενετίδη, που ήταν ένα σημαντικό γρανάζι σε όλη τη μηχανή. Για τον τελικό κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, λέω με βεβαιότητα ότι αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες χαρές στη ζωή μου. Μη ξεχνάμε ότι είμασταν το αουτσάιντερ κι όχι το φαβορί, αλλά μέσα στο γήπεδο οι ρόλοι αντιστράφηκαν, χάρη στην εξαιρετική απόδοση που πιάσαμε».
-Ακόμη κι έτσι, τη σεζόν 2001-2002 ο ΠΑΟΚ διεκδικούσε πλασάρισμα στις κορυφαίες θέσεις μέχρι και μήνα Μάρτιο, μέχρι που έφερε 2-2 στην Τούμπα με τον Παναθηναϊκό, αν και είχε προηγηθεί με 2-0.
«Δεν νομίζω ότι ήταν εκείνο το παιχνίδι, που μας στέρησε πιθανή έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ. Εγώ θα σταθώ σε ένα προηγούμενο παιχνίδι, εκτός έδρας με την Παναχαϊκή, όταν ήμασταν μπροστά με 3-0, αλλά ο αγώνας τελείωσε 3-3 (σ. σ. οι γηπεδούχοι είχαν πετύχει τρία γκολ στο διάστημα 64΄-75΄). Και να σκεφθείτε ότι βάσει απόδοσης, θα έπρεπε να είχαμε προηγηθεί με 15-0! Αλλά στο τέλος θα μπορούσαμε και να είχαμε χάσει με 4-3. Τι είχε συμβεί; Δεν τελειώναμε τις φάσεις, είχαμε παραπάνω εγωϊσμό από ό,τι θα έπρεπε. Ήταν κάτι που συνέβη πρώτη φορά στην καριέρα μου και μου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου».
-Αν γυρνούσες το χρόνο πίσω, θα άλλαζες κάτι στην ποδοσφαιρική σου καριέρα;
«Ναι, δεν θα έφευγα από την Αγγλία. Ήμουν στην Ντέρμπι, είχα άλλα τρία χρόνια συμβόλαια, έπαιζα στην Πρέμιερ Λιγκ. Με ήθελαν, τους ήθελα, αλλά έτσι ήρθαν τα πράγματα και έμεινα μόνος στην Αγγλία. Δεν είχα δημιουργήσει φιλίες με Άγγλους για να μπορέσω να συνηθίσω εκεί τη ζωή. Στα σχεδόν τρία χρόνια που έμεινα εκεί, έκανα παρέα με Έλληνες, με το Δώνη, τον Μάρκο, τον Δέλλα, τον Γεωργιάδη, τον Ζαγοράκη. Είμασταν σχετικά κοντά και βρισκόμασταν συχνά. Μόλις έμεινα μόνος, και σε συνδυασμό με ένα σοβαρό τραυματισμό που είχα, όταν έσπασα το σαγόνι μου, ήρθα στη Θεσσαλονίκη και συνέχισα στον ΠΑΟΚ. Από την άλλη, ήθελα να παίξω και στον ΠΑΟΚ, και δεν ήξερα αν θα μου δίνονταν ξανά στο μέλλον εκείνη η ευκαιρία. Σε κάθε περίπτωση, πήρα πολύ αγάπη από τους ανθρώπους και της Σέφιλντ, και της Ντέρμπι. Είχα πρόταση και από τη Νιούκαστλ, αλλά την απέρριψα. Ως προπονητής της Νιούκαστλ, ο Κένι Νταλγκλίς ήρθε να δει ένα παιχνίδι της Παρί Σεν Ζερμέν με την ΑΕΚ, έχοντας τσεκάρει από πριν το όνομα του Κετσπάγια. Κι όταν αργότερα πήγα στη Σέφιλντ, μου πρότεινε να μεταπηδήσω στην ομάδα του».
-Ποια ήταν η εντύπωση που σου άφησε το περασμένο πρωτάθλημα;
«Το πρώτο τετράμηνο του ΠΑΟΚ, από πλευράς απόδοσης, ήταν πολύ κακό, έστω κι αν δεν έχασε την επαφή με την κορυφή. Από ένα σημείο και μετά οι εμφανίσεις του ήταν πολύ καλές, έβγαζε υγεία στο γήπεδο και, όντως, ήταν η καλύτερη ομάδα στο τέλος της σεζόν. Αντίθετα, η ΑΕΚ έδειξε το καλό της πρόσωπο από την έναρξη του πρωταθλήματος και μέχρι τις αρχές του β΄ γύρου. Συμπερασματικά, σε καθαρά αγωνιστικό επίπεδο, δεν νομίζω ότι το πρωτάθλημα κατέληξε στα χέρια της καλύτερης ομάδας. Αλλά, πολλά πράγματα, δεν τα παίρνει πάντα ο καλύτερος. Έλεγα, παραδείγματος χάρη, πριν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, ότι η Λίβερπουλ ήταν καλύτερη της Ρεάλ. Αλλά το τρόπαιο κατέληξε στους Ισπανούς, εξαιτίας κυρίως της κακής εμφάνισης του τερματοφύλακα της Λίβερπουλ. Ήταν άδικο, πρωτίστως για το ποδόσφαιρο, και δευτερευόντως για τον ΠΑΟΚ το γεγονός ότι τα ντέρμπι της Τούμπας με Ολυμπιακό και ΑΕΚ δεν κρίθηκαν μέσα στο γήπεδο. Και όπως έδειχνε ο Ολυμπιακός εκείνη την περίοδο, αν διεξάγονταν ο αγώνας, νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να πάρει κάτι από το παιχνίδι».
-Λόγω και της κοινής σας θέσης, θα ήθελα το σχόλιο σου για τον Μάτος.
«Γενικά, θα πω ότι η δύναμη του ΠΑΟΚ είναι τα άκρα. Κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας δυνατής ομάδας, γιατί από τα άκρα «χτίζεται» το παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο έχει γενικώς αλλάξει στα στόπερ, στα μπακ και στον τερματοφύλακα. Εκεί ο ΠΑΟΚ βρήκε τους κατάλληλους παίκτες, για αυτό και απέδωσε καλό ποδόσφαιρο και ο κάθε φίλαθλος ευχαριστιόταν να κάθεται στην τηλεόραση και να τον παρακολουθεί να αγωνίζεται».
-Κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη τη σεζόν του ΠΑΟΚ η πορεία που θα διαγράψει στα ευρωπαϊκά ματς του καλοκαιριού;
«Πρέπει να μπαίνουν ευθύνες. Πρέπει, λοιπόν, ο ΠΑΟΚ να πάρει τις προκρίσεις που χρειάζεται. Δεν νομίζω ότι οι αντίπαλοι, που θα βρει στο δρόμο του, μπορεί να τον τρομάξουν, από τη στιγμή που δεν μετέχουν στα προκριματικά εκπρόσωποι των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Συνεπώς, πρέπει να λέμε ότι, ναι, ο ΠΑΟΚ μπορεί να φθάσει στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Άγιαξ, παραδείγματος χάρη, κουβαλά μεν το μεγάλο του όνομα, αλλά δεν είναι αυτή τη στιγμή καλύτερος του ΠΑΟΚ. Συνολικά, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι το συμφέρον μας είναι να πάνε όλες οι ελληνικές ομάδες όσο το δυνατό καλύτερα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να έρθουν καλύτερες ημέρες για το ελληνικό ποδόσφαιρο».
-Ευθύνεται η οικονομική κρίση για την υποβάθμιση της Σούπερ Λίγκας ή θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού οι αιτίες;
«Εγώ θα σταθώ αλλού. Δυστυχώς δεν υπάρχει υπομονή για να αναδείξουμε Έλληνες παίκτες. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι τέλειωσαν τα καλούπια και ότι δεν μπορεί να βγαίνουν Έλληνες ταλαντούχοι παίκτες, όπως κατά κόρον συνέβαινε στο παρελθόν. Προς Θεού, δεν είμαι ρατσιστής, αλλά θα πρέπει να στηρίξουμε το ελληνικό στοιχείο. Όταν χρησιμοποιούμε έναν νεαρό παίκτη, πρέπει πρωτίστως εμείς να τον βοηθήσουμε και δευτερευόντως να μας βοηθήσει. Μόνο έτσι θα πάρουμε από τον 18χρονο, μετά από ένα-δύο χρόνια, αυτά που μπορεί να μας προσφέρει. Δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση από τον Λημνιό να παίξει σαν τον Βιεϊρίνια. Όπως περίμενες πριν από δέκα χρόνια από τον Βιεϊρίνια να βγάλει το ταλέντο, που πράγματι είχε, έτσι θα περιμένεις και θα έχεις υπομονή και με τον Λημνιό. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση Πέλκα, ο οποίος σταθεροποίησε την καλή του απόδοση μόνο όταν συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό παιχνιδιών στα πόδια του. Ο νέος παίκτης, ακόμη και ταλαντούχος, θα έχει στην αρχή της καριέρα του περισσότερα άσχημα παιχνίδια, παρά καλά».
-Συνεργάζεσαι πλέον αρκετά χρόνια με τον Τραϊανό Δέλλα, τώρα στον Παναιτωλικό. Πώς έγινε η αρχή;
«Από τη στιγμή που έγινε προπονητής, με έπεισε να ακολουθήσω κι εγώ αυτήν την καριέρα, έχοντας προηγουμένως παρακολουθήσει τις προβλεπόμενες σχολές. Συμφωνούμε σε πολλά πάνω στη δουλειά, αλλά έχουμε και τις διαφωνίες μας. Ο βοηθός με τον προπονητή δεν είναι δυνατό να συμφωνούν πάντα. Έχω τις απόψεις μου, τις καταθέτω, κι αυτός παίρνει στο τέλος τις αποφάσεις. Τώρα είμαστε στον Παναιτωλικό, τον οποίο θεωρώ ως μια από τις καλύτερες ομάδες στην Ελλάδα. Διαθέτει ένα καταπληκτικό αθλητικό κέντρο, ένα ωραίο γήπεδο, σε γενικές γραμμές υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες εργασίας για έναν προπονητή. Αν ο Δέλλας είχε προτεραιότητα το οικονομικό κομμάτι, μάλλον δεν θα ήταν στον Παναιτωλικό, αλλά σε κάποια άλλη ομάδα. Παίζει μεγάλο ρόλο για αυτόν η συμπεριφορά των ανθρώπων, με τους οποίους καθημερινά συνεργάζεται».
-Φιλοδοξείς κάποια στιγμή να γίνεις πρώτος προπονητής;
«Προς το παρόν, όχι. Αλλά και δεν νομίζω και στο μέλλον. Είναι κάτι που δεν έχει περάσει καν από το μυαλό μου, ίσως και γιατί είμαι απόλυτα ευχαριστημένος από τη συνεργασία μου με τον Δέλλα. Το τι φέρνει, βέβαια, η ζωή, κανείς δεν είναι σε θέση να το ξέρει».
-Τι προβλέπεις για το Μουντιάλ;
«Παλιά ήμουν με τη Βραζιλία, τώρα είμαι με το άθλημα. Όποιος είναι καλύτερος, αυτός να κερδίσει. Πλέον, παρακολουθώ και τους προπονητές και τις κινήσεις τους, όχι μόνο τους παίκτες. Και μου αρέσουν αυτοί οι προπονητές, που καταφέρνουν και δημιουργούν. Γιατί το δύσκολο κομμάτι στο ποδόσφαιρο είναι η δημιουργία του παιχνιδιού. Σε ένα τουρνουά, που δεν διαρκεί περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες, όλες σχεδόν οι ομάδες έχουν πιθανότητες για να διακριθούν. Περιμένω να προκύψει και κάποια έκπληξη, μακάρι αυτή να είναι η Αγγλία…».
Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ
«Δεν είχα άλλη επιλογή….»
Για ποιο λόγο τερματίστηκε το καλοκαίρι του 2002 η συνεργασία του με τον ΠΑΟΚ; «Θα πω αυτό που είχα πει και τότε στον ίδιο τον Μπατατούδη. Ότι, όταν δεν μπορείς να πετύχεις μια συμφωνία, καλό είναι να μη θίξεις τον άλλο. Γιατί με την προσφορά, που μου έκαναν, θεώρησα εαυτόν θιγμένο. Η μείωση ήταν της τάξης του 80%, σαν να μου έλεγαν να φύγω. Σε όλες τις ομάδες που έπαιξα, προτεραιότητα για εμένα ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν. Το οικονομικό κομμάτι έμπαινε σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Εκεί που μου φέρονται καλά και με αγαπάνε, μπορώ να κάνω τεράστια υπομονή. Ο Μπατατούδης ήθελε να βοηθήσει την ομάδα, είχε φιλοδοξίες κι όνειρα να την κάνει μεγάλη. Έπεσε, όμως, πάνω σε δύσκολες καταστάσεις. Για να μην αναφερθώ σε ομάδες, που ήταν δυνατές, και καθαρά αγωνιστικά, αλλά και στο εξωαγωνιστικό κομμάτι».
Πηγή : FORZA