Ο Ντίμα Φιλίποφ δεν αποτελεί μια απλή περίπτωση αθλητή βόλεϊ. Αλλά και συνολικά η ζωή του, εντός κι εκτός γηπέδων, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Στις 4 Δεκεμβρίου ο διεθνής πασαδόρος, παίκτης του ΠΑΟΚ από το περασμένο καλοκαίρι, θα κλείσει τα 28 του χρόνια. Αλλά ήδη έχει γράψει πολλά και μεγάλα κεφάλαια στην προσωπική και αθλητική ζωή του.
Γεννημένος στο Λουγκάνσκ, όταν ακόμη δεν είχε διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση, βρέθηκε στην Ελλάδα σε ηλικία μόλις ενός έτους, όταν ο πατέρας του, Γιούρι Φιλίποφ, ήρθε μαζί με την οικογένεια του στη χώρα μας για να αγωνιστεί στην ομάδα βόλεϊ των Ναυπηγείων στην τότε Α’ Εθνική! Παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Σοβιετική Ένωση το 1989, ο Γιούρι Φιλίποφ ταυτίστηκε με την ομάδα του Παναθηναϊκού. Ο Ντίμα, όμως, αν και άρχισε να παίζει βόλεϊ στους «πράσινους», καθιερώθηκε με τον Ολυμπιακό, στον οποίο έπαιξε συνολικά για μια πενταετία. Διεθνής με την εθνική Ελλάδας (κάτοχος ελληνικού διαβατηρίου από το 2009), δηλώνει ξανά κάτοικος Θεσσαλονίκης, μετά από οχτώ χρόνια, όταν και αγωνίζονταν με τη φανέλα του Επίκουρου Πολίχνης. Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, συχνά –πυκνά επέστρεφε για να συναντά τους στενούς του φίλους. Μεταξύ αυτών και τον Γιώργη Σαββίδη, γιο του προέδρου και μεγαλομετόχου της ΠΑΕ.
Τι ρόλο έπαιξε η φιλία σου με τον Γιώργη Σαββίδη για την ολοκλήρωση της μεταγραφής;
«Συνολικά η οικογένεια Σαββίδη βοήθησε για να έρθω στον ΠΑΟΚ. Και την ευχαριστώ πολύ για αυτό. Θα δώσω τα πάντα στην ομάδα για να την οδηγήσουμε ξανά στην κορυφή. Η πόλη Λουγκάνσκ που γεννήθηκα και το Ροστόφ είναι κοντά μεταξύ τους. Είμαστε από τη Ρωσία, μιλάμε την ίδια γλώσσα, διατηρούμε μεταξύ μας επικοινωνία. Όλη η οικογένεια βοηθά όλα τα τμήματα της ομάδας και η εδώ παρουσία της δίνει δύναμη σ’ ολόκληρο το σύλλογο. Και της αξίζουν επιπλέον συγχαρητήρια για όσα έχει κάνει συνολικά για την πόλη της Θεσσαλονίκης, για ολόκληρη τη χώρα. Είμαι βέβαιος ότι θα πάρουν και από την ομάδα τις χαρές που της αξίζουν».
Ο Γιώργης Σαββίδης έχει τόση… τρέλα με την ομάδα όσο δείχνει;
«Νομίζω ότι πλέον όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Γιώργης και πόσο αγαπάει τον ΠΑΟΚ. Πόσο προσφέρει στην ομάδα και πόσο θέλει να τη βλέπει ψηλά. Το δείχνει με κάθε τρόπο. Και δεν είναι μόνο αυτός, είναι όλη η οικογένεια, ο αδελφός του Νίκος, και φυσικά ο Ιβάν Σαββίδης».
Παρακολούθησες το ντέρμπι της περασμένης αγωνιστικής στο Καραϊσκάκη;
«Ναι, μαζί με φίλους μου. Ο ΠΑΟΚ πήρε το αποτέλεσμα που ήθελε. Πλέον, είναι πρώτος κι αυτό τα λέει όλα. Πιστεύω μέχρι το τέλος της σεζόν να είναι όλα καλά».
Η ΑΡΧΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ… ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ
Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι ο Φιλίποφ άρχισε μικρός τον αθλητισμό από το ποδόσφαιρο. «Ό,τι έχει σχέση με τον αθλητισμό, μου αρέσει πολύ. Μικρός, είχα γραφτεί στην ακαδημία του Χουάν Ρότσα, ήμουν τερματοφύλακας. Τότε είχα πρότυπο τον Φαμπιάν Μπαρτέζ, τον τερματοφύλακα της εθνικής Γαλλίας. Μετά το… άλλαξα, πήγα στις ακαδημίες μπάσκετ της ΑΕΚ, αλλά δεν μου άρεσε και πολύ. Παρέμεινα στην ΑΕΚ, αλλά μεταπήδησα στο βόλεϊ».
ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΖΙΝΤΑΝ
«Όταν ήμουν μικρός, θαύμαζα τον Ζιντάν. Και θυμάμαι το 2001, όταν είχε πάρει μεταγραφή από τη Γιουβέντους στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο πατέρας μου, μου είχε αγοράσει μια φανέλα του με το νούμερο 5. Σήμερα, όταν έχω χρόνο, μου αρέσει να παρακολουθώ ποδόσφαιρο. Φέτος έχω πάει στην Τούμπα και με την Μπενφίκα, και με την Τσέλσι και με την ΑΕΚ. Και ελπίζω να συνεχίσω να πηγαίνω, παρέα με συναθλητές και τον Γιώργη Σαββίδη».
ΜΕ ΠΑΠΠΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ
O παππούς του, Ανατόλι Κούκσοφ, υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής στην εποχή του. Για 20 ολόκληρα χρόνια (1966-1985) ήταν το 10άρι της Ζόρια Λουγκάνσκ, με την οποία κατέκτησε το 1972 το πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια χρονιά, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, όντας συμπαίκτης και με τον Όλεγκ Μπλαχίν. «Αν έπαιζε σήμερα, θα ήταν παγκοσμίως γνωστός» λέει με περηφάνεια για τον αγαπημένο του παππού, ο οποίος φαίνεται ότι του κληρονόμησε την αγάπη του (και) για το ποδόσφαιρο.
Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ
Στα 8 του χρόνια μετακόμισε οικογενειακώς για ένα χρόνο στη Βραζιλία, μια και ο πατέρας του Γιούρι είχε συμφωνήσει με τη Σουζάνο. «Η μητέρα μου φοβόταν να με στείλει σχολείο, κι έτσι έκανα μαθήματα στο σπίτι. Έμαθα πολύ γρήγορα τη γλώσσα, μέσα σ’ ένα μήνα. Μέναμε λίγο έξω από το Σάο Πάολο. Ήταν ωραία εμπειρία, ένας διαφορετικός κόσμος. Οι άνθρωποι ήταν φανταστικοί, το φαγητό τους πολύ ωραίο. Μου έχει μείνει το πολύ φιλικό κλίμα μεταξύ των ανθρώπων. Βέβαια, για τον πατέρα μου δεν ήταν τόσο ωραία, γιατί έκανε καθημερινά δέκα ώρες προπόνηση. Αυτό που δεν θα ξεχάσω είναι ότι πηγαίναμε να ψωνίσουμε στο σουπερμάρκετ και στο δρόμο βλέπαμε κάτι τεράστιους παπαγάλους να μιλάνε! Μακάρι να μου δοθεί η ευκαιρία και να επιστρέψω στη Βραζιλία για να παίξω σε κάποια ομάδα».
Νιώθεις περισσότερο Έλληνας ή Ρώσος; Ή και τα δύο;
«Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Γεννήθηκα σε έδαφος Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα έγινε ουκρανικό, και τώρα είναι ανεξάρτητο κράτος. Ήρθα στην Ελλάδα, όπου έχω ζήσει τα 20 από τα 28 μου χρόνια. Μπορώ να πω ότι είμαι Έλληνας με ρωσικό αίμα. Κάπως έτσι νιώθω. Δεν ξεχνώ από που ξεκίνησα, αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωή μου. Και βοηθώ εκεί, όσο μπορώ, τα μικρά παιδιά που συμμετέχουν σε ακαδημίες βόλεϊ».
Τι σκέφτεσαι να κάνεις όταν ολοκληρώσεις την καριέρα σου ως αθλητής του βόλεϊ;
«Είναι πολύ νωρίς να κάνω τέτοιες σκέψεις. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το αύριο. Θα ήθελα, πάντως, να συνεχίσω να ασχολούμαι, με κάποιο τρόπο, με το βόλεϊ. Και να ζήσω στην Ελλάδα».
Το όνομα σου είχε συζητηθεί για τον ΠΑΟΚ και ένα χρόνο πριν. Για ποιο λόγο δεν επήλθε τότε συμφωνία;
«Συνολικά δύο ήταν οι φορές στο παρελθόν, που είχα δεχτεί πρόταση από τον ΠΑΟΚ. Και τώρα, την τρίτη φορά, είπα το ‘ναι’, παρά το γεγονός ότι είχα υπογράψει σε μια γαλλική ομάδα. Χάρη, όμως, σε κινήσεις που έγιναν, τόσο από την οικογένεια του Ιβάν Σαββίδη, όσο και από τη διοίκηση του ερασιτέχνη ΠΑΟΚ, του Θανάση Κατσαρή και του Αντώνη Τσαλόπουλου, έγινε εφικτό να σπάσει το συμβόλαιο και να έρθω στον ΠΑΟΚ. Ήταν κάτι που το ήθελα κι εγώ να συμβεί, να έρθω στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αγαπάω. Εδώ, άλλωστε, έχω και μια δεύτερη οικογένεια, τον αδελφικό μου φίλο Κώστα Αυγητίδη και τη μητέρα του».
Τι σου είπε ο Βασίλης Κουρνέτας πριν έρθεις στον ΠΑΟΚ;
«Ο Βασίλης είναι ένας παίκτης, που θαύμαζα από μικρός, και σαν παίκτη και σαν χαρακτήρα ανθρώπου. Έκανε, βέβαια, πιο πολλά χρόνια από μένα στον Ολυμπιακό και καταλαβαίνω ότι η μετάβαση από μια μεγάλη ομάδα σε μια άλλη μεγάλη, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αυτά που ρώτησα, όμως, στον Βασίλη και αυτά που μου είπε, θα ήθελα να μείνουν μεταξύ μας. Μου είπε τη γνώμη του και με βοήθησε στην τελική μου απόφαση».
Πώς κρίνεις τη φετινή ομάδα του ΠΑΟΚ;
«Πρόκειται για μια καλή ομάδα με ισχυρές προσωπικότητες και παίκτες με σπουδαίες εμπειρίες. Γνωριζόμαστε καλά μεταξύ μας και πιστεύω ότι θα δημιουργήσουμε ένα δυνατό σύνολο. Κι όλοι ξέρουν ότι κάθε χρόνο κυνηγά υψηλούς στόχους».
Ποια είναι η εκτίμηση σου για το νέο πρωτάθλημα;
«Είναι νωρίς ακόμη να πούμε ο,τιδήποτε. Θετικό, πάντως, είναι το γεγονός ότι διεθνείς Έλληνες παίκτες επιστρέφουν από το εξωτερικό για να αγωνιστούν στο πρωτάθλημά μας. Ελπίζω να γίνει μια ανταγωνιστική διοργάνωση, όπως ήταν και στα παλαιότερα χρόνια, πριν μια δεκαετία».
Πως περιμένεις τα παιχνίδια με τον Ολυμπιακό; Θα είναι ιδιαίτερες καταστάσεις για σένα;
«Ας μην κρυβόμαστε, δεν θα είναι σαν τα άλλα παιχνίδια. Θα είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία και ελπίζω να γίνουν καλά παιχνίδια. Αλλά, όπως ξέρετε, είμαι ένας παίκτης, που λατρεύει το βόλεϊ. Και θέλω να παίζω για άλλα δεκαπέντε χρόνια! Όταν έπαιζα στον Ολυμπιακό και πανηγύριζα κάθε κερδισμένο πόντο, στα μάτια των φιλάθλων του ΠΑΟΚ φαινόμουν προκλητικός. Όμως, δεν ήταν έτσι. Πανηγύριζα γιατί, πολύ απλά, που αρέσει πολύ να παίζω και, φυσικά, να κερδίζω. Αυτό που πάντα προσπαθώ να κάνω σ΄ όλη την καριέρα μου είναι να τιμώ τη φανέλα που φορώ. Είναι κάτι που έμαθα από μικρός, όταν ακόμη έπαιζε κι ο πατέρας μου βόλεϊ. Πήρα πολλά απ’ αυτόν, περισσότερο σε θέματα συμπεριφοράς».
ΛΟΥΓΚΑΝΣΚ
Εμπόλεμη ζώνη από το 2014
Από την άνοιξη του 2014 μέχρι και σήμερα, η ειρήνη είναι άγνωστη λέξη στην περιοχή του Ντονμπάς, που περιλαμβάνει το Ντόνετσκ και το Λουγκάνσκ. Πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων της Ουκρανίας και της Ρωσίας συνιστούν τον κανόνα της καθημερινότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο περσινός αγώνας του ΠΑΟΚ εναντίον της Ολιμπίκ Ντόνετσκ για τα προκριματικά του Γιουρόπα Λιγκ είχε διεξαχθεί στο Κίεβο, για αυτό και η Σαχτάρ Ντόνετσκ χρησιμοποιεί ως έδρα της το Χάρκοβο. Να σημειωθεί ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ είναι ένα αυτοαποκαλούμενο κράτος, που κήρυξε την ανεξαρτησία του από την Ουκρανία στις 27 Απριλίου 2014. Στο σχετικό δημοψήφισμα το 89,07% των κατοίκων ψήφισε υπέρ της αυτοδιάθεσης, το 10,19% ψήφισε κατά και το 0,74% λευκό. Ωστόσο, η αυτοαποκαλούμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι τώρα από κανένα κράτος-μέλος του ΟΗΕ.
Πηγή : FORZA