Πέρασαν 28 χρόνια από την ημέρα που ο Βασίλης Χατζηπαναγής, αυτός που δεν τον γέννησε μάνα, αλλά μπάλα, ανακοίνωνε επίσημα την απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Από τις 9 Νοεμβρίου 1990 οι αέρινες κινήσεις του, οι μοναδικές εμπνεύσεις του, οι απίστευτες ντρίπλες του αριστεροπόδαρου μάγου, τα γκολ απευθείας με εκτέλεση κόρνερ θα ήταν όλα πια αναμνήσεις… Αναμνήσεις από τον μεγαλύτερο Έλληνα μπαλαδόρο του 20ου αιώνα, από έναν παίκτη μοναδικό και αξεπέραστο κι ας μην φόρεσε ποτέ την φανέλα της εθνικής μας ομάδας. Κι ας φόρεσε μόνο τη φανέλα του Ηρακλή, καμίας ομάδα της Αθήνας ή ακόμα και της Ευρώπης, ίσως επειδή πάντα ήθελε να μείνει πιστός στα λόγια της μάνας του, της Χρύσας, που του έλεγε να αγαπά το μπλε και το λευκό…
Αυτός που γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1954 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν από γονείς που ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Αμμόχωστο της Κύπρου και η μητέρα του καταγόταν. Δύσκολα και σκληρά τα παιδικά του χρόνια, άρχισε να παίζει στο πρωτάθλημα της πόλης με τις παιδικές ομάδες της Διναμό. Τότε, στη Σοβιετική Ένωση διοργανωνόταν το πρωτάθλημα της «δερμάτινης μπάλας». Οι γειτονιές έφτιαχναν ομάδες και έπαιζαν μεταξύ τους.
Το 1970 ήταν ο μοναδικός παίκτης που επέλεξαν για τη Σχολή Ποδοσφαίρου που λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Παχτακόρ. Μετά από πέντε παιχνίδια με τους μικρούς, έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα παίζοντας αλλαγή κόντρα στην Άγκρου Κισινάου από τη Μολδαβία. Αγωνίστηκε μόλις 20 λεπτά, αλλά πέτυχε το γκολ της νίκης. Για έξι μήνες το γκολ αυτό παιζόταν στην τηλεόραση ως το καλύτερο. Στις εφημερίδες είχαν βάλει μια φωτογραφία του και δίπλα αυτή ενός σκιέρ και έγραφαν ότι οι σκιέρ πρέπει να διδαχτούν από τις ντρίμπλες του για να κάνουν σλάλομ! Ποιο ήταν το τίμημα για να αγωνιστεί σε αυτό το παιχνίδι; Να πάρει τη ρωσική υπηκοότητα…
«Έκανα πολλές πλάκες, ειδικά στα μαθήματα των ελληνικών» θυμάται ο Χατζηπαναγής σε συνέντευξή του στην «Ομάδα». «Πήγαινα σε ρώσικο Γυμνάσιο. Κάθε εβδομάδα κάναμε δύο ώρες ελληνικά. Ιστορία και γραμματική. Μέχρι επτά χρόνων μιλούσα άπταιστα ελληνικά, γιατί στο σπίτι δεν μιλούσαμε ποτέ ρώσικα. Μόλις πήγα σχολείο άρχισα να τα ξεχνώ. Ο Έλληνας δάσκαλος που είχαμε, έμπαινε κάθε μέρα στην τάξη, έχοντας κάτω από τη μασχάλη του τη βέργα για τους άτακτους μαθητές. Μόλις έμπαινε, όλη η τάξη σηκωνόταν και έλεγε “καλημέρα”. Εγώ είχα πάντα πινέζες μαζί μου. Μόλις σηκωνόταν ο διπλανός μου, του έβαζα πινέζες στην καρέκλα και μόλις καθόταν πηδούσε μέχρι το ταβάνι από τον πόνο. Την τιμωρία με τη βέργα την γλίτωνα, γιατί ήμουν γρήγορος και ξέφευγα από τον δάσκαλο. Δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά. Φυσικά στη γυμναστική είχα πέντε. Θυμάμαι ότι παίζαμε ένα παιχνίδι με το οποίο κατάφερνα να “τρελαίνω” τον γυμναστή μας. Ήταν μια ομάδα από δέκα για παράδειγμα παιδιά, που τα κυνηγούσε ένας. Μόλις ο ένας χτυπούσε κάποιον στην πλάτη, τον έπαιρνε μαζί του και κυνηγούσε τους υπόλοιπους εννιά. Έτσι έφταναν οι δέκα, να κυνηγάνε τον έναν. Έμενα πάντα τελευταίος και τους έβαζα να με κυνηγούν για είκοσι τουλάχιστον λεπτά. Τους έκανα προσποιήσεις, όπως και στις ντρίμπλες».
Τα ξημερώματα της 22ας Νοεμβρίου 1975, ο «Βάσια» θα πατήσει για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος μαζί με τους γονείς του. Στον Σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης θα τον περιμένει η γιαγιά του. ‘Ηταν η πρώτη φορά που την έβλεπε. Εκεί θα είναι και 2.000 οπαδοί του Ηρακλή, που του επεφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή, τον σήκωσαν στα χέρια και τον περιέφεραν στον σταθμό. Την επόμενη μέρα, στην προπόνηση του «Γηραιού» συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι. Στις 7 Δεκεμβρίου 1975 έκανε το ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα, στον αγώνα του Ηρακλή με τον Ατρόμητο, που έγινε στο ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο της Βέροιας, αφού το «Καυταντζόγλειο» ήταν τιμωρημένο.
Στις 8 Μαΐου 1976, ο «Νουρέγιεφ» θα φορέσει για μοναδική φορά τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας. Στη «Λεωφόρο» η εθνική μας φιλοξένησε την Πολωνία σε φιλικό και ο Χατζηπαναγής προκαλεί ντελίριο στις κερκίδες. Το γκολ του Γιώργου Κούδα δίνει τη νίκη στην εθνική με 1-0, όμως μετά τον αγώνα η ΟΥΕΦΑ αποφασίζει να απαγορεύσει τη συμμετοχή του Χατζηπαναγή με την ελληνική εθνική ομάδα, εξαιτίας του ότι είχε αγωνιστεί με την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις 9 Ιουνίου του 1976 πραγματοποιώντας εξαιρετική εμφάνιση στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας και πετυχαίνοντας δύο γκολ θα οδηγήσει τον Ηρακλή στην κατάκτηση του μοναδικού τροπαίου στην ιστορία του επικρατώντας στα πέναλτι του Ολυμπιακού στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας.
Όλη η Ελλάδα θα (παρα) μιλά… «Δεν τον γέννησε μάνα, αλλά μπάλα»! θα γράψει την επόμενη ημέρα η «Αθλητική Ηχώ».
Η Λάτσιο, η Πόρτο, η Άρσεναλ, η Στουτγάρδη, αλλά και οι τρεις «μεγάλοι» του κέντρου επιθυμούσαν να φέρουν τον «Νουρέγιεφ» στην ομάδα τους, με τους Πειραιώτες να φτάνουν πιο κοντά στην απόκτησή του, τόσο το 1982, όσο και το 1987, όμως η διοίκηση του Ηρακλή δεν το συζητούσε καν. Η τελευταία επίσημη εμφάνιση του με τον Ηρακλή ήταν στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Έπαιξε και στη Μεικτή Κόσμου το 1984 κόντρα στο Κόσμο της Νέας Υόρκης στο Νιού Τζέρσεϊ έχοντας συμπαίκτες τους Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγκο Σάντσες, Φρανζ Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό, αλλά και τον Θωμά Μαύρο
Ποια ήταν η χειρότερη στιγμή στην καριέρα του Χατζηπαναγή; Μέσα του υπήρχε πάντα η πίκρα που δεν μπόρεσε να παίξει στην εθνική Ελλάδας. Ωστόσο ακόμα και αυτή ήταν τόσο λίγη σε σύγκριση με αυτό που ένιωσε ο «Βάσια» όταν έμαθε ότι οι συμπαίκτες του στην Παχτακόρ σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα.
«Ήμασταν με τον Ηρακλή για προετοιμασία στην Κατερίνη. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ξενοδοχείο. Ήταν Έλληνες δημοσιογράφοι που ρωτούσαν τα ονόματα των παικτών της Παχτακόρ. Τι τα θέλετε, ρε παιδιά; τους ρώτησα. Σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, μου είπαν. Πάγωσα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Αν έμενα στην Τασκένδη, θα ήμουν κι εγώ νεκρός»…
Το ποδόσφαιρο είναι αυτοσχεδιασμός έχει πει ο «Βάσια». «Δεν γίνεται να σκέφτεσαι και να υπολογίζεις από πριν τις κινήσεις σου». «Η τεχνική είναι αυτό στο οποίο καταφεύγεις όταν ξεμείνεις από έμπνευση». έχει πει ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Είναι οι στιγμές που οι μεγάλοι αρτίστες ενώνουν την ψυχή και το μυαλό τους…