O Μανώλης Σκουλάς ορίστηκε να διευθύνει τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Αστέρα στην Τρίπολη. Ο διεθνής διαιτητής. λίγες ώρες πριν, είχε μιλήσει για την ελληνική διαιτησία και την στοχοποίηση των ρέφερι σε συνέντευξη που παραχώρησε.
Aναλυτικά όσα είπε μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό:
Για την καθημερινότητά του και πώς συνδυάζει τη διαιτησία με το επάγγελμά του:
Η καθημερινότητά μου είναι ταυτόσημη της προσπάθειας. Έχω κάνει μία συνειδητή επιλογή να κάνω δύο δουλειές, και του διαιτητή, αλλά και παράλληλα αυτό που σπούδασα, δηλαδή πολιτικός μηχανικός. Σε άλλες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα, διεθνείς διαιτητές ασχολούνται αποκλειστικά με το κομμάτι αυτό. Εγώ έχω κάνει τη συνειδητή επιλογή να μη σταματήσω το επάγγελμά μου, από τη στιγμή που ανέβηκα στη Σούπερ Λιγκ, αλλά να είμαι μάχιμος στη δουλειά μου. Οπότε αυτό απαιτεί πολύ χρόνο, πολλή προσπάθεια και καθημερινά οι υποχρεώσεις μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Υπάρχει και ημερομηνία λήξης στην καριέρα μας με βάση και τον κανονισμό διαιτησίας, που είναι τα 45 χρόνια. Ακόμη και στην Ευρώπη το όριο είναι τα 47 χρόνια γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κατηγορία της Ελίτ. Οπότε το αύριο είναι δύσκολο, όχι μόνο για μας τους διαιτητές, αλλά και για τους ποδοσφαιριστές.
Για την επιλογή του να γίνει διαιτητής:
Έκανα στίβο, έκανα κολύμβηση, έπαιζα μπάσκετ, ποδόσφαιρο, οπότε με το που βρέθηκα στον Βόλο ως φοιτητής στη σχολή των Πολιτικών Μηχανικών καθαρά τυχαία έπαιξα ένα παιχνίδι ως βοηθός και κάπως έτσι μου “κόλλησε” το μικρόβιο. Δε θέλει και πολύ άλλωστε. Το πρώτο παιχνίδι έγινε δεύτερο και το δεύτερο τρίτο και το ένα έφερε το άλλο, με αποτέλεσμα να είμαι τώρα 15 χρόνια στον χώρο. Ξεκίνησα λοιπόν από τα τοπικά πρωταθλήματα, όπως όλοι. Έτσι κι αλλιώς η εξέλιξη των διαιτητών έχει πολύ συγκεκριμένα στάδια, ανεβαίνοντας σταδιακά. Δεν έχουν όλοι βέβαια την ίδια εξέλιξη.
Για το γεγονός ότι μπήκε πρόσφατα στον πίνακα των διεθνών διαιτητών κι αν αυτό είναι το ανώτερο σκαλί γι’ εκείνον:
Όπως και στη ζωή, δεν υπάρχει ανώτερο σκαλί. Υπάρχει πάντα και κάτι καλύτερο. Εγώ τώρα μπαίνω στη FIFA ως διαιτητής τρίτης κατηγορίας. Υπάρχει η δεύτερη και η πρώτη κατηγορία και η Ελίτ. Είμαι και πάλι νέος, είμαι πρωτάρης. Ήδη έχω αγωνιστεί ως επιπρόσθετος διαιτητής σε ένα παιχνίδι Nations League πριν δύο μήνες και σε προκριματικά Europa League ως τέταρτος διαιτητής. Κάθε κατηγορία της FIFA απαιτεί τουλάχιστον τριετή παραμονή, για να ανέβεις στην παραπάνω.
Για το πόσο δύσκολο είναι να είναι κάποιος διαιτητής στην Ελλάδα:
Το να είσαι διαιτητής στην Ελλάδα είναι κάτι το ιδιαίτερο. Ο διαιτητής δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από έναν αθλητή, που έρχεται να αποδώσει δικαιοσύνη στον αγωνιστικό χώρο. Δυστυχώς στην Ελλάδα όλο αυτό το πράγμα το έχουμε παρεξηγήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεχώς η κουβέντα όλων είναι γύρω από τη διαιτησία. Πού πήγε ένας διαιτητής, με ποιον μίλησε και ούτω κάθε εξής. Εγώ είχα μία πάγια άποψη, ότι ένας διαιτητής πρέπει να μιλάει με τα σφυρίγματά του την ώρα του παιχνιδιού και γι’ αυτό δεν είχα δώσει κάποια συνέντευξη κι αυτή είναι η πρώτη μου συνέντευξη μετά από 15 χρόνια. Ο λόγος που τη δίνω είναι ότι θα πρέπει να δει ο κόσμος ότι και ο διαιτητής είναι άνθρωπος. Είμαστε άνθρωποι του ποδοσφαίρου, είμαστε σαν τους ποδοσφαιριστές, απλώς δεν έχουμε την ίδια αντιμετώπιση από την κοινή γνώμη. Βλέπουμε καθημερινά το πρόσωπό μας σε πρωτοσέλιδα, όπου είμαστε στοχοποιημένοι πολλές φορές. Υπάρχουν και στοχευμένα δημοσιεύματα από τη μέρα του ορισμού ως τη μέρα του αγώνα, που εντάσσονται σ’ έναν ψυχολογικό πόλεμο. Προφανώς δε λέμε ότι δε φταίμε κι εμείς, αλλά δεν είναι δυνατόν όλα τα κακά του ποδοσφαίρου να εντοπίζονται στους διαιτητές. Υπάρχουν και προπονητές και ποδοσφαιριστές που κάνουν λάθη και λογικό είναι, γιατί είναι άνθρωποι. Ωστόσο, το λάθος του διαιτητή είναι αυτό που μένει κι αυτό που σχολιάζεται. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι να ασχολείσαι με τη διαιτησία στην Ελλάδα, το να δέχεσαι συνεχώς κριτική και πιστέψτε με ότι οι καλές στιγμές και οι σωστές αποφάσεις είναι πολύ περισσότερες από τις κακές, αλλά δυστυχώς οι κακές αναδεικνύονται. Έχεις μία κακή στιγμή, δέκα καλές και θα αναδειχθεί η κακή, ενώ στον ποδοσφαιριστή, αν κάνει δέκα καλές ενέργειες και μία κακή, κανείς δε θα σχολιάσει ή θα κριτικάρει ή θα τον πει κακό ποδοσφαιριστή, επειδή έκανε ένα λάθος. Ο διαιτητής, όμως, επειδή έκανε λάθος, είναι κακός διαιτητής. Αυτό έχει να κάνει με τη νοοτροπία μας ως Έλληνες και είναι κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει από μικρή ηλικία. Να μάθουμε τι είναι ποδόσφαιρο για μας και πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται.
Επίσης, ο Μανώλης Σκουλάς επισήμανε ότι μετά την επίθεση στον Θανάση Τζήλο σκέφτηκε πως όλοι οι διαιτητές θα μπορούσαν να είναι στη θέση του, ενώ εξέφρασε τη χαρά του μετά και από προσωπική επικοινωνία που είχε μαζί του για το ότι πλέον είναι καλά, ενώ για το VAR ο Μανώλης Σκουλάς υπογράμμισε πως ποτέ δεν μπορεί να είναι η λύση στο πρόβλημα, γιατί οι παθογένειες που ταλανίζουν το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχουν να κάνουν με το VAR.
Για όσα οφείλει να κάνει πριν από έναν αγώνα, ο 33χρονος διαιτητής είπε ότι δεν είναι μόνο τα 90 λεπτά που βλέπει ο φίλαθλος, αλλά όλη η προηγούμενη εβδομάδα κατά την οποία πρέπει ένας ρέφερι να προετοιμαστεί ψυχολογικά, αλλά και να κάνει scouting, να δει δηλαδή ποιοι είναι παίκτες-κλειδιά, που μπορούν να βοηθήσουν το παιχνίδι και το ωραίο θέαμα ή ποιοι είναι εκείνοι που μπορούν να εκνευριστούν και να τινάξουν έναν αγώνα στον αέρα.
«Αυτά είναι μικρά πράγματα που μπορούν να κάνουν τη διαφορά και ο καλός διαιτητής είναι αυτός που προλαβαίνει όλες αυτές τις καταστάσεις και σε παγκόσμιο επίπεδο πολλοί μεγάλοι διαιτητές δουλεύουν πάρα πολύ στην πρόληψη, καθώς το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν», είπε ο κ. Σκουλάς, ο οποίος πληροφόρησε ότι πριν από κάθε αναμέτρηση έχει τελείως κλειστά τα αυτιά του και δε διαβάζει επίσης κανένα δημοσίευμα, αλλά μόνο μετά από ένα παιχνίδι. Έτσι, δεν έχει δεύτερες σκέψεις στο μυαλό του, όπως τόνισε, ενώ κατέθεσε την άποψή του ότι ένας διαιτητής δεν πρέπει να έχει ως λύση να μιλήσει άσχημα σ’ έναν παίκτη ή να τον αποπάρει, καθώς το ποδόσφαιρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι.