Το βαρύ παρελθόν της Θεσσαλονίκης, η φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι φίλοι και γνωστοί που χάθηκαν σε ένα βράδυ εκτοπισµένοι από τους κατακτητές και ένας αριθµός, το νούµερο 84369 µε το οποίο τον στάµπαραν οι ναζί, εξακολουθούν να στοιχειώνουν ακόµα και σήµερα τον 93χρονο πρώην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ∆ηµήτρη Ευθυµιάδη.
Ο τέως δικαστικός, ένας από τους τελευταίους εν ζωή κρατουµένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, έκανε µια κατάθεση ψυχής στο «Εθνος» για τα πέτρινα χρόνια που έζησε…
«Ευθύµη, έχω δύο µπαούλα µε την προίκα των δύο θυγατέρων µου, να σου τα φέρω να µου τα φυλάξεις στο σπίτι σου. Και µου τα δίνεις όταν επιστρέψουµε» είπε ο Μπαρούχ, ένας από τους πιο γνωστούς µεταφορείς (διέθετε τέσσερα µεγάλα κάρα µε άλογα) της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1940 στον στενό του φίλο και συνεργάτη του εκτελωνιστή Ευθύµη Ευθυµιάδη, λίγο πριν αρχίσει η συγκέντρωση των Εβραίων στην πόλη την ταραγµένη περίοδο της γερµανικής κατοχής.
«∆εν ξέρεις τι θα πει προσφυγιά. Ασε τα µπαούλα. Να µας φέρεις να προσέξουµε τα κορίτσια σου, γιατί στον δρόµο µπορεί να αρρωστήσουν και να µην τα καταφέρουν, όπως και πολλοί πρόσφυγες που προσπάθησαν να έρθουν από την Ανατολική Θράκη. Να τα κρατήσουµε και όταν γυρίσετε να τα πάρε τε» απάντησε ο πατέρας του ∆ηµήτρη Ευθυµιάδη, µαθητή τότε της Β’ Γυµνασίου, ο οποίος έπαιζε τα απογεύµατα µε τις δύο Εβραιοπούλες κόρες του κ. Μπαρούχ.
Αυτή ήταν και η τελευταία συνάντηση των δύο οικογενειών στον προσφυγικό συνοικισµό των Σαράντα Εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη. Λίγες µέρες αργότερα ο Εβραίος µεταφορέας και η οικογένειά του επιβιβάστηκαν στα τρένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Αουσβιτς και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη τους.
«Ακόµη και σήµερα έρχονται αυτές οι εικόνες στο µυαλό µου, µε τον Μπαρούχ, έναν ψηλό, ανοιχτόκαρδο άνδρα, να συζητάει µε τον πατέρα µου στο σαλόνι του σπιτιού, προσπαθώντας να τον πείσει να κρατήσουµε τις κόρες του. ∆εν µπορώ να τις ξεχάσω αυτές τις στιγµές» διηγήθηκε στο «Εθνος» ο 93χρονος πρώην αρεοπαγίτης ∆ηµήτρης Ευθυµιάδης, µε αφορµή τη διεθνή Ηµέρα Μνήµης για τα Θύµατα του Ολοκαυτώµατος.
Εκτός όµως από την οικογένεια Μπαρούχ, ο ∆ηµήτρης Ευθυµιάδης έχασε στο Αουσβιτς και όλους του συµµαθητές του από το σχολείο των αγγλικών που λειτουργούσε στην οδό Τσιµισκή, υπό τον καθηγητή Ντόναλσον. «Ξεκίνησα τα µαθήµατα το 1939. Εκτός από µένα και τον αδερφό µου τον Τρύφωνα, στο αγγλικό σχολείο όλοι οι συµµαθητές µας ήταν Εβραιόπουλα. Στα µαθήµατα φορούσαν κοστούµια, γραβάτες. Πανέξυπνα µυαλά. Ολα αυτά τα παιδιά χάθηκαν όµως για τη Θεσσαλονίκη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» θυµάται ο κ. Ευθυµιάδης.
Από τα στρατόπεδα στον Αρειο Πάγο
Τον ίδιο δρόµο πήρε το 1943 και ο 15χρονος τότε ∆ηµήτρης Ευθυµιάδης, παιδικός φίλος του ποιητή Γιώργου Ιωάννου και µετέπειτα πρώτος εισαγγελέας «πόθεν έσχες» (1989) στη χώρα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τον συνέλαβαν οι Γερµανοί ως αντιστασιακό και τον έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πέρασε από το στρατόπεδο Νοϊενγκάµεν στο Αµβούργο, µαζεύοντας κάθε µέρα µε έναν Γαλλοεβραίο τα πτώµατα από το πεζοδρόµιο και φορτώνοντάς τα στα καρότσια των Γερµανών για να τα µεταφέρουν στα κρεµατόρια. Εναν χρόνο αργότερα πήγε στο Ζαξενχάουζεν και έµεινε κρατούµενος στο Βερολίνο έως και το 1945. Εκεί τον έθεσαν υπό την προστασία τους δύο Εβραίοι φίλοι του από τη Θεσσαλονίκη, ο Λαζάρ Τσίκο και ο Σκάλσεβι, οι οποίοι και ανέλαβαν τη διάσωση του ∆ηµήτρη Ευθυµιάδη βοηθώντας τον να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη όταν ξεκίνησε η εκκένωση των στρατοπέδων. «Ο Γκέµπελς έδωσε εντολή να µην πέσουν οι κατάδικοι στα χέρια των εχθρών και άρχισε η πορεία του θανάτου» θυµάται ο ∆ηµήτρης Ευθυµιάδης.
«“Θα πηγαίνουµε στην πρώτη γραµµή. Αυτοί καθαρίζουν τους βραδυπορούντες” µε συµβούλεψε ο Λαζάρ Τσίκο. Με έβαλαν στη µέση γιατί ήµουν πιο ευάλωτος και προχωρούσαµε αγκαζέ. Στον δρόµο πηγαίναµε και φωνάζαµε Μακεδονία, Ντεπαντάντ, Μεσατζέρο και άλλα ονόµατα εβραϊκών εφηµερίδων της Θεσσαλονίκης» θυµάται ο 93χρονος πρώην αεροπαγίτης. Και προσθέτει: «Κάθε µέρα οι Γερµανοί µάς µετρούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον πόσα στικ ή πόσα νούµερα έχουν. Η λέξη άνθρωπος δεν υπήρχε. Ηµουν τον νούµερο 84369. ∆ιαρκώς τα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια µας. Ο Λαζάρ µάζευε στον δρόµο πατάτες -που πιθανόν έπεσαν από προπορευόµενο όχηµα- στα κλεφτά, κάτω από το άγρυπνο βλέµµα των Γερµανών στρατιωτών, και µας έδινε για να φάµε. ∆εν περιγράφεται αυτή η πορεία του θανάτου χωρίς νερό και φαγητό. Τα δύο Εβραιόπουλα µου έσωσαν τη ζωή. ∆υστυχώς δεν ξέρω τι απέγιναν αυτά».
Η αντισηµιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης
Οπως εξηγεί ο ίδιος, οι Γερµανοί δεν τους έλεγαν πού θα τους πάνε, είτε ήταν Εβραίοι είτε πολιτικοί κρατούµενοι. «Θα σας κάνουµε µια καινούργια κοινότητα» έλεγαν στους Εβραίους, ενώ στους πολιτικούς κρατουµένους που ήταν ήδη στη φυλακή εξηγούσαν ότι θα τους µεταφέρουν στη Γερµανία ως ελεύθερους εργάτες.
«Αισθανόσουν τότε µια ανακούφιση, γιατί θεωρούσαµε ότι έµπαινε ένα τέλος από τα βασανιστήρια µέσα στις φυλακές και από την αγωνία και τον φόβο ότι θα σε τουφεκίσουν» λέει ο κ. Ευθυµιάδης.
Οι προδότες ήταν πάρα πολλοί και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη που συνεργάστηκαν αρκετοί συνειδητά µε τους Γερµανούς, αναφέρει επίσης.
«Η Θεσσαλονίκη έχει ένα πολύ βαρύ παρελθόν, µε µεγάλη αντισηµιτική ιστορία. Στην πόλη ήταν τα τρία έψιλον. Ολος ο Τύπος εκτός από τη δεξιά εφηµερίδα “Φως” δηλητηρίαζαν όλο τον πληθυσµό και την κοινωνία της πόλης» σηµειώνει ο κ. Ευθυµιάδης, που δεν διστάζει να αναφερθεί και στο πρόσφατο περιστατικό βεβήλωσης του Εβραϊκού Νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη. «Εχουµε θρηνήσει τόσους νεκρούς και ακόµη και σήµερα δεν υπάρχουν ταµπέλες να µας θυµίζουν όλα αυτά τα γεγονότα. Ακόµη και το Μνηµείο του Ολοκαυτώµατος είναι κρυµµένο σε µια γωνιά της πλατείας Ελευθερίας» λέει µε παράπονο.
Αν και επέστρεψε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο φάκελος του ∆ηµήτρη Ευθυµιάδη τον ακολουθούσε και τα επόµενα χρόνια. Σπούδασε Νοµική στη Θεσσαλονίκη και το 1958 πέρασε στο ∆ικαστικό Σώµα. Ωστόσο, επί δύο χρόνια δεν γινόταν δεκτός στο Σώµα λόγω κοινωνικών φρονηµάτων αλλά και του φακέλου που άφησαν οι Γερµανοί, χαρακτηρίζοντάς τον «κοµµουνιστή τροµοκράτη».
Λαµπρή καριέρα κόντρα στο ρεύµα
Ο ∆ηµήτρης Ευθυµιάδης είχε λαµπρή πορεία στο ∆ικαστικό Σώµα και δεν δίστασε να έρθει αντιµέτωπος µε τη χούντα. Ως πρόεδρος Πρωτοδικών Καβάλας εισηγήθηκε την αθώωση των δύο δικηγόρων της πόλης, τονίζοντας ότι ο φοίνικας µε τον στρατιώτη δεν είναι εθνικό σύµβολο αλλά σύµβολο µιας στρατιωτικής οµάδας. Την επόµενη µέρα πήρε δυσµενή µετάθεση από τη χούντα στο δικαστήριο της Μυτιλήνης. Επί των ηµερών του, το δικαστήριο της Μυτιλήνης έγινε το πρώτο επί χούντας που έδωσε εντολή να µοιραστεί η εφηµερίδα «Μεσηµ βρινή» -η οποία περιελάµβανε επιστολή του Κωνσταντίνου Καραµανλή από το Παρίσι λίγο πριν έρθει στην Ελλάδα- πηγαίνοντας ενάντια στην απόφαση της χούντας, η οποία ζήτησε τη δέσµευση όλων των φύλλων.
Επιστρέφοντας τη δεκαετία του 1980 στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο πρώτος δικαστής που έδωσε εντολή στο υποθηκοφυλακείο να εφαρµοστεί η κατάργηση του προικοσυµφώνου.
Παράλληλα, ήταν ο πρώτος δικαστής που έβγαλε απόφαση η οποία αναγνώριζε το δικαίωµα στους παππούδες να περνούν χρόνο µε τα εγγόνια χωρισµένων γονέων. Αργότερα η απόφασή του έγινε νοµολογία. Την περίοδο 1988- 1989 ορίστηκε ο πρώτος εισαγγελέας «πόθεν έσχες», ο οποίος ασχολήθηκε µε την υπόθεση Κοσκωτά.
Πηγή: Ethnos.gr