Αποκαλυπτική συνέντευξη παράθεσε ο Λούμπος Μίχελ και αναφέρθηκε στην νίκη του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού, τον Τσούμπα Άκπομ και άλλα ενδιαφέροντα.
Αναλυτικά όλα όσα είπε στην εφημερίδα «LiveSport»:
-Ποια είναι η γνώμη σας για τη μεγάλη νίκη επί του Ολυμπιακού και το γεγονός πως ο ΠΑΟΚ βρίσκεται πολύ κοντά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος;
«Για μένα η νίκη αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας για την κατάκτηση του τίτλου. Δεν μας έδωσε μόνο τρεις πόντους, αλλά κατέστρεψε και την ψυχολογία των παικτών του Ολυμπιακού, που είναι τώρα πολύ πεσμένη. Αυτό που απόλαυσα στο γήπεδο ήταν η ατμόσφαιρα και η αυτοπεποίθηση των παικτών με τον τρόπο που έπαιζαν στον αγωνιστικό χώρο. Από το πρώτο γκολ του Βιεϊρίνια, που ήταν ένα γρήγορο γκολ, δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι αυτό το παιχνίδι θα το κερδίσουμε. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι και πέρυσι, εάν δεν γινόταν αυτό το θέατρο με τον Όσκαρ Γκαρσία, θα είχε την ίδια κατάληξη το παιχνίδι και θα παίρναμε τον τίτλο. Ήταν κάτι σαν τιμωρία του Ολυμπιακού για όσα έκανε την περσινή χρονιά. Γιατί πιστεύω ότι ο ΠΑΟΚ δεν έχασε τον τίτλο πέρυσι στον αγώνα με την ΑΕΚ, αλλά εξαιτίας όλων όσα έγιναν στον αγώνα με τον Ολυμπιακό».
-Τι άλλο έπαιξε ρόλο στην φετινή πορεία;
«Κατά την γνώμη μου είναι επίσης σημαντικό ότι ο ΠΑΟΚ, όχι μόνο σε αγωνιστικό επίπεδο, αλλά και σε διοικητικό, είναι βήματα μπροστά από όλες τις άλλες ελληνικές ομάδες. Αυτή είναι μια από τις βασικότερες αιτίες που ήρθαν οι επιτυχίες τα τελευταία χρόνια. Έχει κορυφαίο προπονητή, καλή διοίκηση, ξεκινώντας από τον αθλητικό διευθυντή, τον γενικό διευθυντή και όλα τα στελέχη μέσα στο κλαμπ. Ήταν όλοι μια ενωμένη ομάδα ανθρώπων διψασμένων γι’αυτόν τον τίτλο. Απ’ό,τι είδαμε στο ντέρμπι της Τούμπας ο Ολυμπιακός δεν έχει κακούς παίκτες, αλλά δεν έχει ομάδα προς το παρόν, δεν έχει το ομαδικό πνεύμα και τη χημεία του ΠΑΟΚ προς το παρόν. Αυτή είναι η βασική και κρίσιμη διαφορά μεταξύ του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού».
-Τον Τσούμπα Άκπομ, πως τον βρήκατε;
«Τον βρήκαμε στο Βέλγιο στη Σεντ Τρούιντεν, εκεί όπου έπαιζαν οι Χαρίσης και Κίτσιου. Είχε πάει στο Βέλγιο πέρυσι τον χειμώνα και στο δεύτερο εξάμηνο της σεζόν είχε βάλει έξι γκολ. Μου άρεσαν ο σωματότυπός του και η φυσική του δύναμη που τη μεταφέρει και στο παιχνίδι. Είδα ότι ήταν πολύ επιθετικός παίκτης και τέτοιου τύπου στράικερ δεν είχαμε στην ομάδα. Στη συνέχεια τον παρακολουθήσαμε στενά με το σκάουτινγκ και η τελική απόφαση ήταν να τον πάρουμε. Για μένα η πρώτη επιλογή ήταν ο Πούκι, αλλά η περίπτωση του Πούκι ματαιώθηκε και ο Άκπομη ήταν η δεύτερη επιλογή».
-Φαίνεται καλύτερος και από τον Πρίγιοβιτς…
«Όταν ήρθε στον ΠΑΟΚ, μετά από τρεις προπονήσεις που τον είδα, κατάλαβα ότι αυτό το παιδί έχει σε όλα καλύτερη ποιότητα από τον Πρίγιοβιτς. Είναι ταχύτερος, πιο επιθετικός, καλύτερος στο κεφάλι, εκτός από τα τελειώματα. Η αλήθεια είναι ότι ο Πρίγιοβιτς είναι κορυφαίος στα τελειώματα μέσα στην περιοχή, αλλά και ο Τσούμπα έχει την αίσθηση του γκολ. Όμως στο πρώτο εξάμηνο της σεζόν δεν έπαιζε, χρειάζεται χρόνο. Και τώρα, μετά από πέντε, έξι παιχνίδια που έπαιξε, βρίσκει τη φόρμα του και φτάνει σε καλό επίπεδο. Πιστεύω ότι θα συνεχίσει έτσι. Για μένα αυτός ο τύπος επιθετικών κάνει κάθε αμυντικό να… κλαίει, όταν τους αντιμετωπίζει, γιατί είναι επιθετικά άτομα και κάθε επαφή μαζί τους είναι επώδυνη. Βλέπεις τον τρόπο που πρεσάρει ο Τσούμπα. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει καλύτερος στράικερ από αυτόν στο ελληνικό πρωτάθλημα».
-Ποιος είναι ο στόχος του Ιβάν Σαββίδη για φέτος;
«Ξέρω ότι είναι ένα όνειρο η συμμετοχή του ΠΑΟΚ σε ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Σίγουρα, εάν πάρουμε το πρωτάθλημα, δεν θα έχουμε μεγάλους αντιπάλους στα προκριματικά, όπως συνέβη με την Μπενφίκα, τη Σπαρτάκ και τη Βασιλεία. Πρέπει να συγκεντρωθούμε για να κερδίσουμε και τα δυο τρόπαια, το πρωτάθλημα και το κύπελλο και μετά έχουμε αρκετό χρόνο για να σχεδιαστεί ο ΠΑΟΚ για το Τσάμπιονς Λιγκ. Είμαι βέβαιος ότι εάν ο ΠΑΟΚ πάρει τον τίτλο, το καλοκαίρι ο κ. Σαββίδης θα φέρει μερικούς ποιοτικούς παίκτες που θα κάνουν την ομάδα ακόμα δυνατότερη».
-Ποια η γνώμη σας για τους ξένους διαιτητές;
«Είμαι χαρούμενος, που μετά από μια τόσο δύσκολη χρονιά, όπως η περυσινή, φέτος με τους ξένους διαιτητές το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πιο ανοικτό και δίκαιο».