Το πρωτόκολλο του VAR μοιράστηκε στους 14 εκπροσώπους των ομάδων της Superleague 1 μετά και το σχετικό σεμινάριο που διοργάνωσε η ΕΠΟ και αποτελείται από 12 κατευθυντήριες αρχές. Πότε και πως χρησιμοποιείται το Video Assistant Referee.
Tο «Ευαγγέλιο» του VAR αποτελείται από 12 κατευθυντήριες αρχές, οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται κατά γράμμα από τον διαιτητή, τους ποδοσφαιριστές και τους αξιωματούχους των ομάδων:
1. Ο VAR είναι ένας αξιωματούχος αγώνα, με ανεξάρτητη πρόσβαση στο τηλεοπτικό οπτικό υλικό του κάθε αγώνα, ο οποίος μπορεί να βοηθά τον διαιτητή μόνο σε περίπτωση ενός «ξεκάθαρου και προφανούς λάθους» ή «σοβαρού περιστατικού που διέφυγε της προσοχής», η οποία σχετίζεται με τα περιστατικά: Α. Γκολ / όχι Γκολ, Β. Πέναλτι / όχι πέναλτι, Γ. Απευθείας κόκκινη κάρτα (ΟΧΙ δεύτερη κίτρινη κάρτα), Δ. Λανθασμένη ταυτοποίηση.
2. Ο διαιτητής πρέπει πάντα να παίρνει μία απόφαση, δηλαδή ο διαιτητής δεν επιτρέπεται να ΜΗΝ έχει αποφασίσει (για κάτι) και μετά να χρησιμοποιεί το VAR για να πάρει απόφαση. Μία απόφαση του διαιτητή όμως για συνέχιση του αγώνα σε μία πιθανολογούμενη παράβαση μπορεί να ελεγχθεί μέσω της επανεξέτασης της φάσης.
3. Η αρχική απόφαση που παίρνει ο διαιτητής δεν θα αλλάξει, εκτός αν η «ανασκόπηση της φάσης» μέσω του βίντεο δείξει ότι η απόφαση ήταν ένα «ξεκάθαρο και προφανές λάθος».
4. Μόνον ο διαιτητής μπορεί να προκαλέσει την «επανεξέταση της φάσης». Ο VAR (και οι άλλοι αξιωματούχοι αγώνα) μπορούν μόνο να συστήσουν στον διαιτητή να ξαναδεί τη φάση.
5. Η τελική απόφαση λαμβάνεται πάντα από τον διαιτητή και μπορεί να βασίζεται είτε μόνο στην πληροφόρηση που λαμβάνει από το VAR, είτε κατόπιν επανελέγχου της φάσης από τον ίδιο στην «περιοχή ελέγχου».
6. Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία ανασκόπησης / επανελέγχου, δεδομένου ότι η ακρίβεια είναι περισσότερο σημαντική από τη χρονική διάρκεια.
7. Οι ποδοσφαιριστές και οι αξιωματούχοι των ομάδων δεν πρέπει να περικυκλώνουν τον διαιτητή ή να προσπαθούν να τον επηρεάσουν, αν μία απόφαση θα πρέπει να επανελεγχθεί, ή να επηρεάσουν τη διαδικασία ανασκόπησης ή την τελική απόφαση.
8. Ο διαιτητής πρέπει να παραμένει «ορατός» καθ’ όλη τη διάρκεια της «ανασκόπησης φάσης», για να εξασφαλίζεται η διαφάνεια.
9. Αν το παιχνίδι συνεχιστεί μετά από ένα ξεκάθαρο σφάλμα του διαιτητή – που στη συνέχεια θα χρειαστεί να επανεξεταστεί – η όποια πειθαρχική ενέργεια πάρθηκε στο χρονικό διάστημα μετά το ξεκάθαρο αυτό σφάλμα του διαιτητή δεν ακυρώνεται ακόμα και αν η αρχική απόφαση αλλάξει (εκτός αν πρόκειται για μία κίτρινη κάρτα ή για αποβολή, αντίστοιχα για σταμάτημα υποσχόμενης επίθεσης).
10. Αν το παιχνίδι είχε σταματήσει και ξανάρχισε, ο διαιτητής δεν μπορεί να διενεργήσει «επανεξέταση κάποιας φάσης», εκτός αν ήταν μία περίπτωση λανθασμένης ταυτοποίησης του σωστού παίκτη σε περίπτωση τιμωρίας με κίτρινη ή κόκκινη κάρτα ή μιας ενδεχόμενης παράβασης αποβολής, σχετιζόμενη με βίαιη διαγωγή, φτύσιμο, δάγκωμα ή χρήση ιδιαίτερα επιθετικών, προσβλητικών ή και υβριστικών χειρονομιών.
11. Το χρονικό διάστημα του παιχνιδιού πριν και μετά το οποίο ένα γεγονός (π.χ. γκολ, πέναλτι κ.λπ.) μπορεί να επανεξεταστεί καθορίζεται από τους κανόνες του παιχνιδιού και το πρωτόκολλο VAR.
12. Καθώς ο VAR θα «ελέγχει» αυτόματα κάθε περίπτωση / απόφαση δεν υπάρχει λόγος οι προπονητές ή οι ποδοσφαιριστές να ζητούν να γίνει επανεξέταση κάποιας φάσης.