Ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας του ΠΑΟΚ, Νίκος Μπουντούρης, μίλησε στον ραδιοφωνικό «αέρα» της Θεσσαλονίκης για τον μεγάλο τελικό της Γενεύης το 1991 και την κατάκτηση σαν σήμερα (26/03) του Κυπέλλου Κυπελλούχων, την καριέρα του στα «ασπρόμαυρα» και τις σημερινές ημέρες του Δικεφάλου.
Αναλυτικά τα όσα είπε στο «Libero»:
Για τις αναμνήσεις του από τον τελικό της Γενεύης:
«Υπάρχουν πολλές αναμνήσεις. Εγώ βέβαια, δε μένω στο παρελθόν, είτε αυτό είναι με θετικό, είτε με αρνητικό πρόσημο. Χρησιμοποιώ τις εμπειρίες αυτές για την επόμενη μέρα. Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή και για μένα και για τον ΠΑΟΚ. Ήταν ο πρώτος τίτλος για τον ΠΑΟΚ, μετά το Κύπελλο του 1984 και νομίζω ότι αποτέλεσε το εφαλτήριο για τις επιτυχίες των επόμενων χρόνων».
Για την καριέρα του και αν αυτός ο τίτλος ήταν κάτι ξεχωριστό για τον ίδιο:
«Έπαιξα 19 χρόνια επαγγελματικά και τα 9 ήταν στον ΠΑΟΚ. Δεν είχα δηλώσει ποτέ, όσο έπαιζα τι ομάδα είμαι. Ποτέ δε διεκδίκησα τον τίτλο του ΠΑΟΚτσή, ειδικά όταν έπαιζα. Αν είσαι επαγγελματίας, δε μπορείς να εκφράζεις τα δικά σου συναισθήματα, αν και πολλοί το κάνουν γιατί έχουν ανασφάλεια, παρότι αυτό γυρνάει μπούμερανγκ. Εγώ, αγάπησα το μπάσκετ, γι’ αυτό το λόγο βρέθηκα και στον ΠΑΟΚ. Εκεί έζησα πολύ ωραίες στιγμές, γνώρισα πολύ δυνατούς ανθρώπους σε όλες τις ομάδες που έπαιξαν, αλλά η καρδιά μου είναι στην ομάδα του ΠΑΟΚ και σκέφτομαι αυτά τα χρόνια με νοσταλγία. Τώρα, μπορώ να δηλώσω ότι η αγάπη μου είναι ο ΠΑΟΚ».
Γι’ αυτό που του έκανε εντύπωση από τον ΠΑΟΚ:
«Ήμουν πολύ νέος, είχε καταφέρει να έχω χρόνο συμμετοχής σε αυτήν την ομάδα. Μου είχε κάνει εντύπωση η παρουσία του κόσμου. Στο γήπεδο αυτό, κάναμε προπόνηση 1-2 μέρες πριν και όταν μπήκα για τον τελικό, δεν αναγνώρισα το γήπεδο που κάναμε προπόνηση την προηγούμενη μέρα! Είχε «πλημμυρίσει» από κόσμο του ΠΑΟΚ. Ήταν μία από τις πιο δυνατές εμπειρίες που είχα ζήσει σε σχέση με τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Με τα χρόνια, τα ζούσα σαν όνειρο. Προσπαθούσα να συγκρατήσω το μυαλό μου στην καθημερινότητα μου, αλλά αν άφηνες το βλέμμα σου να πάει στην αγάπη και την τρέλα που έχουν οι ΠΑΟΚτσήδες, δε νομίζω ότι μπορείς να είσαι καλά στα μυαλά σου μέσα στο παιχνίδι. Η τρέλα του ΠΑΟΚ, είναι μεταδοτική. Ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για μένα, μπορεί να πήγα σε άλλες ομάδες μετά, αλλά ο ΠΑΟΚ πρωτοστατεί σε αυτά που έχω ζήσει».
Για την εποχή που έπαιζε ο ίδιος, η οποία ήταν πολύ διαφορετική από την τωρινή:
«Είχε πιο πολύ ενδιαφέρον και τα περισσότερα χρήματα στον αθλητισμό τότε, είχαν να κάνουν με το μπάσκετ. Αν ο ΠΑΟΚ είχε μία αντίστοιχη πορεία σε Ελλάδα και Ευρώπη ακόμα και τώρα, θα χρειάζονταν νομίζω περίπου 2 χρόνια για να ζήσουμε κάτι αντίστοιχο. Αν έπαιζε Final Four Ευρωλίγκας σε μία πόλη, θα είχε… 20.000 ΠΑΟΚτσήδες! Η πορεία που μπορεί να κάνει το μπάσκετ, με λιγότερα χρήματα και να κουβαλήσει 20.000 ΠΑΟΚτσήδες, δε μπορεί να το κάνει το ποδόσφαιρο, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οπότε αν κάποιος επενδυτής, θέλει να ζήσει στιγμές που θυμόμαστε εμείς τόσα χρόνια μετά, καλό είναι να έρθει στο μπάσκετ».
Για την καλύτερη ομάδα του ΠΑΟΚ που έπαιξε ο ίδιος:
«Είχαμε βρει τους ρόλους, σε τρεις χρονιές. Μιλάμε για το 1992 που πήραμε το πρωτάθλημα Ελλάδας. Δεν ήταν η χρονιά του Final Four, γιατί ήδη είχαν χαθεί οι ισορροπίες. Στρωμένη ομάδα και με μπασκετική ισορροπία ήταν και η ομάδα που κατέκτησε το Κόρατς το 1994. Καλή ομάδα, ήταν και την πρώτη χρονιά του Σερφ, με τους συγχωρεμένους τους ΜακΡέι και Σάκλεφορντ. Μιλάω για εκείνη τη χρονιά με το τρίποντο του Πέτζα στο ΣΕΦ».
Για τον καλύτερο συμπαίκτη και το δυσκολότερο αντίπαλο:
«Πάντα διάλεγα προπονητή και συμπαίκτη. Είχα παίξει με πολλούς καλούς. Από τους πιο δύσκολους αντιπάλους κι εκεί που ένιωσα εντελώς αδύναμος, που δεν προλάβαινα καν να παίξω άμυνα, ήταν με τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Σε ένα φιλικό, τα είχα πάει σχετικά καλά μαζί του, αλλά στο επόμενο, δε μπορούσα καν να τον προσεγγίσω, μετά από μία επιτυχημένη χρονιά με τους Νετς. Είχε εξωπραγματική ταχύτητα και δύναμη».
Για τη φετινή προσπάθεια που γίνεται στον ΠΑΟΚ:
«Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για τους ανθρώπους που είναι αυτήν τη στιγμή στη διοίκηση. Χαίρομαι όταν ακούω θετικά σχόλια. Στο αγωνιστικό κομμάτι, για να είμαι ειλικρινής, δε μπορώ να ταυτιστώ με αυτούς που παίζουν και αυτό το έχω πει και για άλλες ομάδες. Θα ήθελα να βλέπω περισσότερους Έλληνες παίκτες. Ταυτίζομαι με του ανθρώπους που είναι στον πάγκο. Σα μπασκετικός, θα ήθελα περισσότερους Έλληνες, να είναι 2-3 χρόνια στην ομάδα, ακόμα και ξένοι, αλλά υψηλού επιπέδου. Αυτά στοιχεία νομίζω βοηθούν να πάει μια ομάδα καλύτερα και θα ήθελα να το δω στον ΠΑΟΚ και στο ελληνικό μπάσκετ γενικά».