Αποκαλυπτική συνέντευξη σε ιστοσελίδα των Αθηνών παραχώρησε ο Νίκος Κυζερίδης, με τον παλαίμαχο άσο του Άρη να αναφέρεται και στη μεγάλη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.
Αναλυτικά τα όσα δήλωσε:
Έχεις σκεφτεί πως θα ήταν η ζωή σου χωρίς το γήπεδο;
«Το πέρασα για λίγο όταν πρωτοήρθα στη Γερμανία. Έπρεπε να κάνω και άλλες δουλειές. Σε αυτές είδα τον εαυτό μου, τη δύναμη που κουβαλάω, όχι μόνο σε μία κακιά αρρώστια, αλλά σε μία κακή επαγγελματική στιγμή. Είναι εμπειρία ζωής. Όταν θέλει ο κάθε άνθρωπος μέσα στην ψυχή του, εκτός από τον χτύπο της ψυχής, το μέγεθος της καρδιάς, έχει φανταστική δύναμη μέσα του. Πρέπει να την καταλάβουμε, να την επεξεργαστούμε.
Όλο αυτό μου έδωσε τη δύναμη να κάνω μία δουλειά που δεν είχα φανταστεί ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Έκλαψα, στεναχωριόμουνα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έλεγα συνεχώς “γιατί Νίκο, γιατί; Τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω”. Έχω πίστη στον Θεό, με Αυτόν πορεύομαι όλα αυτά τα χρόνια, έχω την οικογένειά μου στο πλευρό μου, αγαπημένους μου φίλους που προσεύχονται για εμένα».
Έχουν περάσει 6 χρόνια από την περιπέτειά σου. Πώς είσαι σήμερα;
«Πάρα πολύ καλά. Κάνω τους ελέγχους που πρέπει, δεν θα σταματήσουν ποτέ. Προσπαθώ να νιώθω καλά, αλλά υπάρχουν μέρες που δεν είναι καλές. Και εγώ άνθρωπος είμαι, έχω τις… μαύρες μου. Αλλά όταν είμαι στο γήπεδο τα ξεχνάω όλα. Όταν δεν έρχομαι, είμαι στεναχωρημένος.
Στόχος μου είναι να κάνω την κάθε μέρα μου πιο δημιουργική και πιο ευχάριστη. Ακόμη και αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή, είναι ιερό. Θα μπορούσα να μην έχω τη δυνατότητα να το κάνω. Συνήθως κοιτάμε μπροστά 10 ή 20 χρόνια. Όχι. Πρέπει να είμαστε δημιουργικοί και να είμαστε σωστοί με τους εαυτούς μας. Και να δίνουμε αγάπη. Αν εγώ δεν είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, τι συμβουλές να δώσω στους άλλους;».
Έχεις κρατήσει κάποια ανάμνηση απ’ αυτή την περιπέτεια ή έχεις επιλέξει να το κάνεις όλα στην άκρη;
«Αυτή την αρρώστια ή κάποια άλλη που φέρνει τη ζωή σου στο “κορώνα ή γράμματα”, δεν μπορείς να τη σβήσεις από το μυαλό σου. Δεν μπορείς… Από τη μία, είναι και καλό να υπάρχουν οι αναμνήσεις. Να βλέπουμε τι έχουμε περάσει, που βρισκόμασταν – ίσως να μην υπήρχαμε καν – για να γίνουμε καλύτεροι σε αυτό που κάνουμε.
Εγώ ασχολούμαι ξανά με το ποδόσφαιρο, το αγαπάω. Έχω τη φαντασία μου, την εμπειρία, σε Ελλάδα και Γερμανία και κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω τα παιδιά. Παντού. Στη συμπεριφορά τους, στην εμπειρία τους, στην εξωγηπεδική ζωή τους. Τώρα όλα έχουν αλλάξει, δεν είναι όπως όταν ήμασταν εμείς ποδοσφαιριστές, από την προπόνηση στο σπίτι και το ανάποδο. Έχουν μπει τα κινητά στη ζωή μας, τα social media.
Όλα τα δέχομαι, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ να βρούμε μία ημέρα να πάμε κάπου και ο καθένας να έχει ένα τηλέφωνο, να στέλνει μηνύματα και να χάνουμε την καθημερινή επαφή, τη συζήτηση».
Το έχεις ξεπεράσει; Σε φοβίζει ακόμα;
«Ζω με αυτό. Το σκέφτομαι. Υπάρχουν μέρες που φοβάμαι. Όποιος λέει ότι δεν φοβάται, νομίζω ότι δεν λέει την αλήθεια. Ακόμη και εγώ που το ξεπέρασα και νιώθω δυνατός. Έχω ακόμα ένα μηχάνημα μέσα μου, το οποίο πίστευα ότι θα βγάλω, αλλά ο γιατρός μου είπε πρόσφατα, ότι μπορεί να έχω τελειώσει, να είμαι καθαρός και καλά, αλλά ποτέ μην λες ποτέ.
Είναι το φιλαράκι που ζω μαζί του και δεν θέλω να… ξυπνήσει ποτέ. Προσπαθώ να περνάω καλά και να έχω την αγάπη της γυναίκας και των παιδιών μου. Και θέλω να δημιουργώ με το ποδόσφαιρο.
Ο κορωνοϊός μας έχει μπερδέψει τη ζωή, αλλά προσπαθώ να περνάω καλά. Για ένα λεπτό, για δέκα λεπτά. Να κάνω την αυτοκριτική μου. Να δω αν έκανα κάποιος λάθος και να μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο σε έναν άνθρωπο να του ζητήσω συγνώμη, αν έπραξα λάθος. Να έχω τη δύναμη να πω ένα συγνώμη. Να αφήσουμε τους εγωισμούς και την πάρτη μας.
Πριν από μερικές εβδομάδες είχες τα γενέθλια σου (20/4). Είναι πια, μία πιο όμορφη στιγμή στη ζωή σου;
«Γενέθλια έχω μία φορά τον χρόνο, αλλά προσπαθώ να έχω κάθε μέρα. Δεν περιμένω εκείνη την ημέρα. Είναι ευχάριστη, δεν διαφωνών, ειδικά φέτος που έγινε 50 ετών. Ένα φιλί, ένα χάδι, ένα τηλέφωνο παραπάνω είναι πάντα ευχάριστα. Αλλά εγώ κάνω σαν να έχω κάθε μέρα γενέθλια».
Θυμάσαι τη στιγμή που σου είπαν για την ασθένεια και εκείνη που καθάρισες;
«Όπως μου τα είχανε πει, το μυαλό μου δεν πήγαινε σε αυτή την αρρώστια. Αν και μπορώ να πω, από την εμπειρία μου, ό,τι φοβάσαι, έρχεται. Πάντα αυτή την αρρώστια φοβόμουν! Το πιστεύεις; Τίποτα άλλο, ούτε την καρδιά, ούτε τίποτα. Δεν ξέρω από τι θα… πάω, αλλά μόλις το άκουγα, έλεγα τι κακή αρρώστια είναι αυτή;
Όταν μου το ανακοίνωσε ο γιατρός, δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω. Μου είπε ότι έχω τα τρία κακά: Το πιο επιθετικό, το πιο σπάνιο και το κακό. Τι άλλο να είχα; Όταν ακούς αυτές τις τρεις λέξεις από τον γιατρό, πηγαίνοντας έξι χρόνια πίσω, ήμουν στο γραφείο του και ήθελα – δεν κάνει να το πω, αλλά αν δεν το πω θα είμαι ψεύτης – να ανοίξω το παράθυρο και να δώσω τέλος. Ειλικρινά….
Έλεγα ότι αυτή η αρρώστια δεν σε σώζει, δεν υπάρχει περίπτωση. Με όλα αυτά που έχω. Ο γιατρός μου έλεγε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις μετάσταση, (hodgkins), αλλά η πίστη μου είναι πολύ μεγάλη. Και της γυναίκας μου και της οικογένειάς μου. Όλοι έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει. Έχω δει πράγματα στον ύπνο μου και να ερμηνεύω όπως πιστεύω και όπως τα ζω. Έγινε ένα θαύμα μαζί μου, γιατί είναι θαύμα που ζω με τη νόσο που έχω και εκεί που την είχα, στους λεμφαδένες.
Έπαιξε μεγάλο ρόλο η γυναίκα μου, είναι σαν δεύτερη Παναγία. Είμαι 32 χρόνια με την ίδια γυναίκα, ένας υπέροχος χαρακτήρας, μία απίθανη μητέρα. Ακόμη και αν ξαναγεννιόμουν και με ρωτούσαν ποια θέλεις, πάλι την ίδια θα έλεγα».
Μόνο η πίστη μέτρησε μέχρι να βρεις τη δύναμη που χρειάζεται;
«Ήταν κάτι που έπρεπε να το παλέψω. Μίλησα με τη γυναίκα μου, οι δυο μας, αλλά και με ανθρώπους που με αγαπάνε, που μου δίνουν δύναμη. Πώς θα μπορούσα να το παλέψω αλλιώς; Έπρεπε να κάνω την καθημερινότητά μου πιο ευχάριστη. Να μιλάω για ευχάριστα πράγματα, να κάνω ευχάριστα πράγματα, να γελάω, να βλέπω παιδικά – ναι ακόμα και αυτά – να γελάω, κωμωδίες, να μη μου μιλάνε για άσχημα πράγματα, να γυμνάζομαι. Να έρχομαι στο γήπεδο.
Να μου λέει ο γιατρός ότι όλα πάνε καλά με τα φάρμακα, ότι το παλεύουμε. Όλα αυτά μου έδωσαν δύναμη πίστης και καθημερινότητας. Από τις προσευχές φίλων, από μηνύματα αγνώστων που λάμβανα κάθε μέρα. Εκείνη τη στιγμή είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο και λες “πάω, όσο πάει”. Το πάλεψα και το παλεύω. Είμαι 50 ετών, μπορεί να έχω βάλει κιλά, αλλά θεωρώ ότι μέσα μου είμαι “μέταλλο”. Άμα θέλω μπορώ να ρίξω έναν πυλώνα, να κουνήσω ένα σπίτι, το νιώθω ότι έχω δύναμη!».
Εσύ το πίστευες, ο γιατρός σου τι πίστευε;
«Τις πρώτες εβδομάδες είχαμε μία σχέση τυπική. Γερμανός είναι, στα λέει στα ίσια. Όταν μας είδε όλους μαζί, μας είπε, μόνο ο ασθενής θα έρθει μέσα. Του εξηγήσαμε ότι είμαστε από την Ελλάδα και δεν γίνεται αυτό. Πάμε όλοι μαζί!
Ο ίδιος είπε ότι σέβεται την κατάστασή μου. Στην πορεία γίναμε φίλοι, τώρα είμαστε αδέρφια. Τον κέρδισε ο χαρακτήρας μου, το γέλιο. Αυτό που του έδωσα, αυτό που μου έδωσε. Δημιουργήσαμε μία σχέση πολύ δυνατή. Είχα φοβερή εμπιστοσύνη σε αυτό που μου έλεγε, έδειχνε το ίδιο σε αυτό που του έλεγα.
Και οι γιατροί είναι επιστήμονες, έχουν διαβάσει βιβλία και σώζουν ζωές, αλλά από εμάς παίρνουν εμπειρίες. “Από εσένα πήρα ένα μάθημα ζωής, δύναμης, αγάπης, θέλησης, πίστης. Μου έδωσες κάτι που δεν μπορούσα να δώσω στους ασθενείς ή δεν μπορούσαν να μου δώσουν αυτοί”, μου έχει πει ο γιατρός μου.
Το είχε πει και σε προηγούμενες συνεντεύξεις του, όταν μιλούσε για την περιπέτειά μου, πως εγώ το ξεπέρασα, εκείνος έβαζε κάθε δεκαπέντε ημέρες, πέντε μπουκάλια – χρώματος κίτρινου, μαύρου, μπλε και δεν ξέρω και εγώ τι – χημειοθεραπείας και μετά έκανα ακτινοβολίες. Το ίδιο θα έκανε σε κάθε άλλη περίπτωση. Αλλά διαπίστωσε ότι η… χημειοθεραπεία μου είναι το γήπεδο. Μου έλεγε, “φύγε Νίκο, πήγαινε στο γήπεδο”».
Πώς διαχειρίστηκες εκείνη την περίοδο;
«Είχαν πέσει τα μαλλιά μου, είχα φουσκώσει από την κορτιζόνη, από τα φάρμακα, από τα μπουκάλια. Να φανταστείς, κάποιοι κάνουν εμετό, άλλοι ζαλίζονται. Εγώ ήμουν σε μία καρέκλα πέντε ώρες, έβαζα πέντε μπουκάλες. Και μετά πήγαινα για τρέξιμο. Και ο γιατρός έλεγε, “αφήστε τον να πάει”! Μετά από τις χημειοθεραπείες δεν είσαι καλά για κάποιες ώρες, έχει μπει μέσα σου το φάρμακο, πονάει το κεφάλι σου. Όποιος το έχει περάσει, ξέρει τι λέω.
Ήταν επίπονο και στην καρέκλα έκλαψα και έκανα προσευχές. Είναι πράγματα που τα ξέρω μόνο εγώ. Έζησα κάθε δευτερόλεπτό της. Να βρεθεί αυτό το άτιμο το φάρμακο, γιατί μόνο η λέξη είναι δύσκολη. Άσχημη σε όλα. Πρέπει να βρεις μεγάλη δύναμη για να το ξεπεράσεις και δεν τα καταφέρνουν όλοι».
Ποια είναι η στιγμή που σου έχει μείνει;
«Η χειρότερη ήταν όταν ξύπνησα ένα πρωί, πήγα στον καθρέπτη και είχαν πέσει όλα τα μαλλιά μου. Δεν τα είχα ξυρίσει, παρά τη συμβουλή του γιατρού. Μου είχε πει ότι θα τα δω στο μαξιλάρι μου και δεν τον πίστευα. Τι μου λέει τώρα αυτός, είχα σκεφτεί. Δεν θα πέσουν. Και ένα πρωί… Δεν ήθελα να πηγαίνω στο καθρέπτη να με βλέπω. Τις φωτογραφίες μου από εκείνη την εποχή δεν τις βλέπω, ήμουν σαν φάντασμα. Δεν πίστευα ότι ήμουν αυτός, ότι έγινα έτσι. Μελανιασμένος, πρησμένος. Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να φτάσω στο σημείο που βρίσκομαι σήμερα. Δεν το ξεπερνάς μόνο με λόγια, θέλει μεγάλη προσπάθεια.
Υπήρχαν και πολλά καλά. Το πρώτοι που θυμάμαι, όταν κάναμε τη μαγνητική μετά από ένα μήνα, γιατρός μου είπε ότι η θεραπεία αρχίζει να το… τρώει, ο όγκος μικραίνει, πάμε καλά. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Αυτό θέλαμε να δούμε, αν η χημειοθεραπεία κάνει δουλειά. Οι γιατροί έκαναν συμβούλιο για μία εβδομάδα για να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη θεραπεία μου, λόγω του σημείου που το είχα. Ο γιατρός μου και ο επικεφαλής γιατρός είχαν πει ότι μία επέμβαση, μπορεί να μου προκαλέσει τύφλωση ή να χάσω τη ζωή μου».
Ξεκάθαρα έλαβες ένα δώρο ζωής. Πίστευες και πριν σε τέτοια… δώρα;
«Πάντα πίστευα και πάντα πιστεύω. Είμαι ευλογημένος που ζω μία δεύτερη ζωή, μία δεύτερη ευκαιρία. Πραγματικά, με όλα όσα έχουν συμβεί, με όσα πέρασα, οι πιθανότητες ήταν να μη ζήσω. Τι άλλο κακό να πάθω; Η ζωή είναι ωραία, γλυκιά, μικρή και άδικη».
Για το φινάλε, ο Νίκος Κυζερίδης θέλησε να μιλήσει για τους στόχους του. Αλλά και να εκφράσει το μεγάλο παράπονό του.
«Τα όνειρα είναι καλά. Αλλά μετά την περιπέτειά μου δεν κάνω πια όνειρα. Βάζω μόνο στόχους. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα τα φέρει η ζωή, θα ήθελα να γυρίσω, μία ημέρα, στην Ελλάδα, αγαπάω τον κόσμο γι’ αυτό που μου έχει δείξει. Μετά από τόσα χρόνια στη Γερμανία, έχω μάθει αρκετά πράγματα, έχω κερδίσει εμπειρίες και όλα αυτά με έχουν καλύτερο.
Αλλά αυτό που με… πληγώνει στην Ελλάδα, είναι κάποιες πολιτικές καταστάσεις. Για τα χαμένα χρήματα μας από τον Άρη. Ξέρω ότι αν μπλέξεις με την πολιτική ή θα γίνεις λύκος ή θα σε φάνε. Ντρέπομαι για τους πολιτικούς μας, για τους νόμους για τη συμπεριφορά τους. Είμαστε 17-18 άτομα που χάσαμε τα χρήματα από την υπαγωγή του Άρη στο Άρθρο 44.
Στη Γερμανία αν χρωστάς, θα στα πάρουνε. Εφαρμόζεται το σωστό και το τίμιο. Όταν έγινε γνωστή η περιπέτειά μου, με είχε καλέσει στο γραφείο του ο κύριος Κοντονής. Και με ρώτησε πώς μπορεί να βοηθήσει. Του εξήγησα ότι είχε προκύψει ένα ποσό από το Άρθρο 44, το οποίο δεν μπορούσα να πάρω. Και τότε ήθελα χρήματα για να ζήσω. Για να συνέλθω και να μην παρακαλάω.
Μετά από μέρες, με κάλεσε και μου είπε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί όλα έχουν παραγραφεί. Δεν θα έκανε το ίδιο, αν στη θέση μου ήταν κάποιος συγγενής του».