Για όλους και για όλα μίλησε ο Φερνάντο Βαρέλα στον Libero 107,4, μετά την οριστικοποίηση του «αντίο» του στον ΠΑΟΚ.
Ο έμπειρος αμυντικός μίλησε για τη φετινή πορεία της ομάδας, για τους συμπαίκτες του και το τηλεφώνημα του Ιβάν Σαββίδη, για τον Ράζβαν Λουτσέσκου και «βαθμολογεί» τη φετινή σεζόν για τον Δικέφαλο, μαζί με μία εξιστόρηση ασπρόμαυρης ιστορίας.
Μιλώντας για τα συναισθήματά του λόγω της αποχώρησης:
«Φεύγω από την ομάδα νιώθοντας καλά, νιώθοντας δυνατός. Κρατάω μαζί αυτό το συναίσθημα και για την ομάδα και την πόλη, και είναι σημαντικό για μένα που φεύγω έχοντας τόσο κόσμο να με σταματάει και να μου λέει «Βαρέλα, ευχαριστούμε». Αυτό είναι το καλύτερο για έναν παίκτη όταν φεύγει από μια ομάδα. Είναι σα να μου λένε «έκανες καλή δουλειά, Φερνάντο» κι αυτό είναι σπουδαίο για μένα».
Για το τηλεφώνημα του Ιβάν Σαββίδη:
«Δεν το περίμενα, γιατί τους προηγούμενους 3 μήνες όταν μιλήσαμε τελευταία φορά, που ήταν όταν ο γιος μου συμφώνησε να πάει στην Πορτογαλία, δεν ήταν η κουβέντα που ήθελα, αλλά ήταν η κουβέντα του ιδιοκτήτη της ομάδας που μίλησε όπως έπρεπε να μιλήσει. Και μετά από αυτούς τους μήνες δεν περίμενα τον Ιβάν Σαββίδη, τον ιδιοκτήτη της ομάδας, να με πάρει, έναν απλό παίκτη της ομάδας, δεν περίμενα έναν άνθρωπο με τόσες δουλειές να με πάρει και να μου μιλήσει και να μου πει πως ήταν περήφανος για όσα πέτυχα στην ομάδα. Μου είπε να συνεχίσω να παίζω, πως οι πόρτες είναι ανοικτές αν θελήσω κάποτε να γυρίσω, μου είπε κι άλλα που δεν μπορώ να πω δημοσίως, αλλά τώρα μετά απ’ αυτή τη συζήτηση, μπορώ να πω ότι φεύγω ακόμη πιο απελευθερωμένος, νιώθοντας ακόμη πιο καλά».
Για την υπόθεση του γιου του και τη συμφωνία με τη Μπενφίκα:
«Εγώ δέχθηκα όσα ήθελε τότε ο κ. Σαββίδης, μετά την απόφαση του γιου μου. Ήμουν ανοικτός ακόμη και να φύγω από την ομάδα, αλλά δε βρέθηκε καλή πρόταση, αλλά δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα στην ομάδα, μετά από τόσα χρόνια που ήμουν μαζί της. Για την ομάδα μπορεί να μην ήταν καλό που ο γιος μου πήγε στη Μπενφίκα, αλλά τώρα μιλώντας ως πατέρας κι όχι ως παίκτης του ΠΑΟΚ, θα πω πως ό,τι κι αν αποφάσιζε, εγώ θα ήμουν στο πλευρό του και θα τον υποστήριζα. Είναι μεν 16 χρονών, αλλά ήθελε να πάει εκεί και εγώ του είπα πως ακόμη κι αν μου δημιουργούσε πρόβλημα στις σχέσεις μου με την ομάδα, εγώ πάλι θα ήμουν στο πλευρό του. Tου το είπα, μιλήσαμε πολλές φορές γι’ αυτό, δε θα μπορούσα να μαλώνω με την ομάδα για πάντα, αλλά για πάντα θα είμαι στο πλευρό του γιου μου. Δεν ξέρουμε π.χ. αν η Μπενφίκα θα τον κρατήσει μετά από δύο χρόνια, αλλά ό,τι και να γίνει, εγώ θα είμαι στο πλευρό του, είμαι ο πατέρας του».
Τι σημαίνει ο ΠΑΟΚ και η Θεσσαλονίκη γι’ αυτόν και την οικογένειά του:
«Ο ΠΑΟΚ σημαίνει τα πάντα για μένα, μετά από 6 χρόνια εδώ, νιώθω τα πάντα, θα είμαι για πάντα φίλαθλος της ομάδας, πάντα μαζί της, γιατί αλήθεια μου άρεσε πως ο κόσμος εδώ στήριζε την ομάδα, πως έδειχνε υπομονή για την ομάδα, πως έβαζαν πίεση σε όλους μας για να παίξουμε καλύτερα. Ακόμη κι οι γιοι μου θέλουν ακόμη να μείνουμε στην πόλη άλλη μια εβδομάδα, να κάνουν διακοπές με τους φίλους τους, πήγαν στην Πορτογαλία και τώρα θέλουν να γυρίσουν πίσω, να είναι μαζί με τους φίλους τους, είναι μια δύσκολη κατάσταση, αλλά έτσι είναι η ζωή».
Για το πως κρίνει τη χρονιά για τον Δικέφαλο:
«Σίγουρα θα μπορούσε να είναι καλύτερη, ακόμη κι όταν νικάς, πάλι θα μπορούσες να ήσουν καλύτερος, αλλά αν δει κανείς τη γενική εικόνα της σεζόν, για μένα ήταν μια καλή χρονιά. Ξεκινήσαμε με τον στόχο της πρόκρισης στο Conference League, τον πετύχαμε, μετά ήρθαν κάποια παιχνίδια που μείναμε πίσω στο ελληνικό πρωτάθλημα, μετά τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο πήγαμε πολύ καλά, παίξαμε καλά, πολύ καλά, κερδίζαμε συνέχεια, με δύσκολους αντιπάλους, ανά τρεις ημέρες, με πίεση, με κούραση, χωρίς να πηγαίνουμε σπίτι μας ανάμεσα στα ματς και στο τέλος αν το δεις απ’ έξω, πιστεύω ότι ήταν μια καλή χρονιά. Ακόμη κι αν δεν κερδίσαμε κάποιον τίτλο, που για παράδειγμα στο Κύπελλο είδαμε όλοι πως χάσαμε, πως τουλάχιστον θα έπρεπε να πάμε στην παράταση ή στα πέναλτι. Για μένα ήταν μια καλή σεζόν, σε σχέση με το πως ξεκινήσαμε και το πως τελειώνουμε».
Για τους Βιεϊρίνια, Κρέσπο, Μπίσεσβαρ και την ηλικία:
«Ξέρουμε ότι είμαστε μεγάλοι, ότι ο χρόνος περνάει, ότι οι αγώνες προχωρούν με πιο μεγάλη ταχύτητα και πίεση, ότι οι προπονήσεις είναι πιο δυνατές και το επίπεδο των νέων υψηλό, αλλά αν τα βάλεις στη ζυγαριά για το τι μπορεί να κάνει η εμπειρία για την ομάδα είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι είναι σημαντικό για την ομάδα να μη χάσει σπέσιαλ παιδιά και παίκτες, όπως ο Αντρέ, ο Κρέσπο ή ο Μπίσε, που θα μπορούν να δώσουν στους νέους που θα έρθουν τη «σύνδεση» με την ομάδα, την πόλη, με το club, κι αυτοί μπορούν να το κάνουν. Κάθε μέρα οι παίκτες είναι μαζί κι αυτοί οι 3 είναι πολύ σημαντικό να μείνουν, γιατί ξέρουν πως να κερδίζουν, ξέρουν πως να δουλεύουν σε υψηλό επίπεδο, να παίζουν ανά 3 ημέρες, ξέρουν πως να ξεπερνούν την πίεση του κόσμου, θα είναι πιο εύκολη η προσαρμογή των νέων μαζί τους. Ξέρουν τον Ραζβάν, ξέρουν πως δουλεύει, και θα μπορέσουν να «διδάξουν» στους νέους πως να προσαρμοστούν. Αν έρθει ένας νέος και ο Ραζβάν του φωνάξει για ένα λάθος, μπορεί αυτός να θυμώσει. Αυτοί όμως, θα τον βοηθήσουν να καταλάβει τι συμβαίνει, να προσαρμοστεί, κάτι που δεν μπορεί να δει ο καθένας μέσα στα αποδυτήρια. Και στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι το πιο πολύτιμο για μια ομάδα».
Για τον Ραζβάν Λουτσέσκου:
«Ο κόουτς έχει πολύ καλή καρδιά, αυτό είναι το μυστικό του. Όταν έχεις καλή καρδιά, όταν είσαι ειλικρινής στους παίκτες, αυτό το βλέπουν όλοι. Πάντα προσπαθούσε να μας βοηθήσει, να δουλέψουμε σκληρά, να γίνουμε πιο επαγγελματίες, κι αυτό οι παίκτες το καταλαβαίνουν και γι’ αυτό θέλουν να τα δίνουν όλα γι’ αυτόν. Ποτέ δε μίλησε άσχημα για έναν παίκτη σε μια συνέντευξη Τύπου, πάντα μας προστάτευε, πάντα ήταν μαζί μας. Κι αν ακομη μερικές φορές δεν τον καταλαβαίναμε, πάντα ήθελε το καλύτερο για εμάς, για την ομάδα, πάντα να βάζει τους καλύτερους στο παιχνίδι, να μας βοηθάει να καταλάβουμε την τακτική. Κι αν δεν τον ζήσεις από «μέσα», δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό που λέω, το πως σου συμπεριφέρεται, το πως σου μιλάει. Γι’ αυτό και όταν τον βλέπω, θέλω να δίνω τα πάντα γι’ αυτόν, να δίνω τη ζωή μου, γι’ αυτό λέω ότι είναι σαν πατέρας μου, είναι το καλύτερο πρόσωπο που γνώρισα στο ποδόσφαιρο».
Μια ιστορία από τα χρόνια του στον ΠΑΟΚ:
«Εκείνο που μπορώ να θυμηθώ είναι όταν κλήθηκα στην Εθνική ομάδα και ο κόουτς δεν ήθελε να πάω, δεν ήταν σύμφωνος να πηγαίνουμε μεσούσης της σεζόν στις Εθνικές, μου είπε «γιατί πας» και είπε «θα βρούμε έναν τρόπο να μην πας, στο 85’ ή στο 90΄ του αγώνα θα πέσεις κάτω, θα πεις ότι πονάει η μέση σου και δε θα πας», κι εγώ το έκανα, έπεσα στο 85’ και δεν πήγα, γιατί είχα τραυματισμό!».
Αν είχε τη δυνατότητα να ανανεώσει μόνο έναν από τους παίκτες που τώρα τελειώνουν τα συμβόλαια τους:
«Είναι δύσκολη ερώτηση, έναν δεν μπορώ να πω. Για μένα δεν μπορώ να το πω, είναι η καλύτερη στιγμή να φύγω, είναι κάτι που όλοι καταλαβαίνουν ότι πρέπει να γίνει τώρα, ακόμη κι αν αγαπώ την ομάδα, οι φίλαθλοι με αγαπούν, πιστεύω ότι τώρα είναι η στιγμή και όπως έγιναν τα πράγματα, με τον τρόπο που με αποχαιρέτησαν στα τελευταία παιχνίδια, και με το τηλεφώνημα του κ.Σαββίδη, τώρα ήταν η καλύτερη στιγμή. Λυπάμαι, δεν μπορώ να πω έναν, αλλά αν είχαν τη δύναμη, θα το έκανα και για τους τρεις, τον Αντρέ, τον Κρέσπο και τον Μπίσεσβαρ».
Για το αν η ομάδα θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα, αν είχε περισσότερες επιλογές στο ρόστερ:
«Τον Ιανουάριο παίζαμε πολύ καλά, πετύχαμε τους στόχους όλους, κανείς δεν έλεγε τίποτα ότι χρειαζόμασταν μεταγραφές ή καλύτερο ρόστερ γενικά, όταν παίξαμε με την ΑΕΚ όλοι έλεγαν ότι είμαστε οι καλύτεροι στη Λίγκα, είχαμε περάσει στην Ευρώπη, όλοι έλεγαν ότι παίζουμε καλά. Μετά τη διακοπή για τις Εθνικές ομάδες, ήρθαν τα πάνω-κάτω, αλλά δεν είναι δίκαιο να πούμε για το ρόστερ κάτι, γιατί όσα πετύχαμε, στην Ευρώπη κυρίως, το κάναμε με αυτό το ρόστερ, είχαμε ποιότητα. Έτσι δεν μπορείς να πεις ότι ήταν μια πολύ επιτυχημένη χρονιά, αλλά ήταν μια καλή χρονιά».