Δεν χωράει ανθρώπου νους, την ασύλληπτη τραγωδία στα Τέμπη, με δεκάδες ανθρώπους να σκοτώνονται μετά τη σύγκρουση των τρένων.
Στην πλειοψηφία τους οι νεκροί από τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη είναι νεαρά άτομα, με τους γονείς να παιρνούν το μακρόσυρτο μαρτύριο της ταυτοποίησης των παιδιών τους.
Χθες Δευτέρα (01.03.2023) ολοκληρώθηκαν οι λήψεις από 25 δείγματα συγγενών, τα οποία εστάλησαν σε ειδικά εργαστήρια της Αθήνας για να αναγνωριστούν ισάριθμες σοροί, ενώ η ίδια επίπονη για τους συγγενείς διαδικασία, θα συνεχιστεί και σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και χθες το βράδυ, παρέμειναν αταυτοποίητοι 38 νεκροί επιβάτες του μοιραίου τρένου, καθώς είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. Οι υγειονομικές αρχές απέρριψαν από την αρχή τη λύση της διά ζώσης αναγνώρισης των σορών, κυρίως για λόγους προστασίας της ψυχικής ισορροπίας των συγγενών.
Είναι και ο λόγος που επιλέχθηκε η λύση της διασταύρωσης στοιχείων μέσω γενετικού υλικού.
«Από την αρχή πήραμε την απόφαση ότι στην κατάσταση που ήταν οι σοροί δεν έπρεπε να γίνει επίσκεψη κανενός συγγενούς. Αυτό αποκλείστηκε. Για να μην δουν οι συγγενείς τον άνθρωπό τους σε αυτή την κατάσταση. Και γι’ αυτό τον λόγο η ταυτοποίηση γίνεται με τον τρόπο που σας είπα, μέσω DNA», τονίζει μιλώντας στο iatropedia.gr, η γενική γραμματέας Ψυχικής Υγείας, Ζωή Ράπτη, η οποία βρέθηκε στο Νοσοκομείο Λάρισας από την πρώτη στιγμή και μοιράστηκε μαζί μας τις δύσκολες στιγμές που πέρασε στο πλευρό των τραγικών γονιών:
“Βρεθήκαμε δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και μιλήσαμε μαζί τους . Είναι δύσκολες οι ώρες. Είναι από 20 έως 30 ετών σχεδόν οι μισοί από τις 38 σορούς. Είναι οι γονείς τους, είναι ξαδέλφια, αδέλφια, γιατί κάποιοι γονείς δεν μπορούσαν να έρθουν. Φοιτητές είναι οι περισσότεροι,οι οποίοι επέστρεφαν στις σχολές τους μετά το τριήμερο”, τονίζει.
«Πατέρας υπέδειξε στο παιδί του να πάρει το τρένο και όχι αυτοκίνητο»
Από τις πρώτες στιγμές της τραγωδίας και μετά τις υποδείξεις των υγειονομικών αρχών, οι συγγενείς κατευθύνθηκαν, στο Αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείο Λάρισας.
Ο συγκεκριμένος χώρος εξυπηρετεί γιατί βρίσκεται δίπλα στα τρία γραφεία που διενεργούν τη λήψη του DNA, και υπάρχει άμεση επαφή και σχέση με το νοσοκομείο και με τις υπηρεσίες εκεί.
Στο Αμφιθέατρο τους περίμεναν ειδικά κλιμάκια Ψυχιάτρων και Ψυχολόγων, υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Υγείας και της γενικής γραμματείας Ψυχικής Υγείας.
Η αγωνία, ο πόνος και τα τραγικά παιχνίδια της μοίρας που εξιστόρησαν οι γονείς στους ειδικούς επιστήμονες στις κερκίδες του Αμφιθεάτρου, θα μπορούσαν να λυγίσουν ακόμη και σίδερα.
«Τι να σας πω; Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι», λέει η Ζωή Ράπτη, και εξηγεί:
«Υπήρξε πατέρας που δεν άφησε το παιδί του να πάρει το αυτοκίνητο για να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, για να μην διακινδυνεύσει να οδηγήσει. Του πρότεινε να πάρει καλύτερα το τρένο, γιατί θεώρησε πως είναι πιο ασφαλές για αυτήν την μετακίνηση. Ελπίζω να καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για έναν πατέρα, ο οποίος δεν άφησε το παιδί του να πάρει το αυτοκίνητο και τον παρότρυνε να πάρει το τρένο. Τι βάρος έχει αυτός ο άνθρωπος κι ας μην φταίει», λέει.
Παρόμοια συντριβή και απόγνωση αισθάνονται και οι γονείς, που αναζητούν απελπισμένοι ένα σημάδι ζωής από τα μοναχοπαίδια τους.
«Οι πιο πολύ αυτό ζητούσαν να μάθουν. Αν υπάρχει κάποια ελπίδα, από τα βαγόνια που τουλάχιστον δεν είχαν ακόμη απεγκλωβιστεί άνθρωποι. Υπάρχουν εδώ οικογένειες με μοναχοπαίδια. Και αυτοί οι γονείς που έχουν χάσει το μοναχοπαίδι τους, είναι οι πιο τραγικές φιγούρες. Και αντιμετωπίζουν όλη την κατάσταση με πάρα πολύ μεγάλη αξιοπρέπεια. Ως μητέρα 20χρονου γιου, που είναι μοναχοπαίδι, μου έχει κάνει απίστευτη εντύπωση, η αξιοπρέπεια, η υπομονή και η καρτερία που δείχνουν αυτοί οι άνθρωποι απέναντι σε αυτό το τόσο τραγικό γεγονός. Ο άνθρωποι αυτοί δοκιμάζονται. Βιώνουν μια απώλεια που -κατά την άποψή μου και την άποψη των ψυχολόγων- είναι δυσαναπλήρωτη» λέει η κυρία Ράπτη.
Ο ρόλος των ειδικών της Ψυχικής Υγείας
Εννέα κλιμάκια -τα έξι από αυτά αποτελούμενα από Ψυχολόγους, Ψυχίατρο και Κοινωνικούς Λειτουργούς- επιχειρούν από τις 4 τα ξημερώματα της Δευτέρας (1/3) στα δύο νοσοκομεία της περιοχής, στο Γενικό Νοσοκομείο και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας.
«Είμαστε εδώ από το πρωί της Δευτέρας στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου εδώ συγκεντρώνονται όλοι οι συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι έχουν έρθει για να βρουν κάποιο δικό τους ή να ζητήσουν να καταγραφεί το όνομα του ανθρώπου τους ως “αγνοούμενου” για να πάρουν σειρά, ώστε εάν δεν βρεθεί ο δικός τους, να δώσουν DNA ώστε να ταυτοποιηθεί», λέει η Ζωή Ράπτη.
Στο πλευρό των συγγενών των αγνοουμένων βρέθηκαν ειδικοί Ψυχικής Υγείας που εργάζονται στο Νοσοκομείο Λάρισας, αλλά και φορείς Ψυχικής Υγείας από τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα και τον Βόλο.
Όλοι τους αποτελούν τα πιο πολύτιμα στηρίγματα για τους συγγενείς αυτές τις δύσκολες ώρες.
«Από την πρώτη επαφή τους με αυτούς τους ανθρώπους, τους πήραν τα στοιχεία τους και τους παρείχαν στήριξη συναισθηματική. Έγινε μια διαχείριση και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να τους παρασχεθεί φαρμακευτική υποστήριξη, καθώς μιλώντας με τους ειδικούς μπόρεσαν να εξωτερικεύσουν τη δική τους την αγωνία και να λάβουν υποστήριξη. Έτσι δεν χρειάστηκε και κάποιος μέχρι τώρα να νοσηλευτεί», λέει στο iatropedia.gr η Ζωή Ράπτη.
Σήμερα πιθανότατα τα πρώτα αποτελέσματα από τα τεστ DNA
Η ψυχολογία των συγγενών εναλλάσσεται από την ελπίδα στην απογοήτευση. Αν και κανένας από αυτούς δεν έχει λάβει ακόμη τελική απάντηση. Σήμερα πιθανότητα θα βγουν τα πρώτα αποτελέσματα από τα DNA τεστ, οπότε η υποψία, ο φόβος ή η ελπίδα, θα γίνουν βεβαιότητα.
«Χρειάζεται να μιλούν και αυτό προσπαθούμε να τους βοηθούμε να μιλούν. Αυτό τους βοηθάει συναισθηματικά και έρχονται σε μια πιο ήρεμη κατάσταση. Και παράλληλα εξωτερικεύοντας και την θλίψη και την αγωνία τους, τους δίνεται η δυνατότητα να περνούν αυτές τις ατελείωτες ώρες που απαιτείται να περάσουν εδώ. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να περιμένεις. Και για να δώσεις DNA, αλλά και για να περιμένεις τις απαντήσεις», τονίζει.
Την Τρίτη το βράδυ, ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος των λήψεων DNA με δείγματα από τη μύτη των συγγενών, όμως, οι περισσότερες από τις 30 οικογένειες δεν θέλησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Προτίμησαν να καταλύσουν σε ξενοδοχεία της περιοχής που τους παραχώρησε το Υπουργείο Υγείας και η Περιφέρεια.