Ο Απόστολος Πρόγιος, μέλος της σπουδαίας ομάδας του Δικεφάλου στη δεκαετία του 1950, φέρνει στο φως άγνωστες ιστορίες από το μακρινό παρελθόν.
Εζησε την εποχή του Συντριβανίου και τα πρώτα χρόνια του νέου γηπέδου της Τούμπας, κάθισε στον πάγκο στο μεσοδιάστημα της αποχώρησης του Λες Σάνον και της έλευσης του Γκιούλα Λόραντ. Ο 88χρονος Απόστολος Πρόγιος είναι από τους μεγαλύτερους εν ζωή βετεράνους παίκτες του ΠΑΟΚ και διηγείται στη FORZA ιστορίες αλλοτινών εποχών.
Πώς ακριβώς έγινε η μεταγραφή του από τον Απόλλωνα Σερρών στον ΠΑΟΚ το 1953; Η εξιστόρηση αρχίζει.
«Ημουν μαθητής της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου. Είχε έρθει στις Σέρρες η ομάδα του Γ΄ Σώματος Στρατού, που είχε προπονητή τον Νίκο Πάγκαλο (σ. σ. τότε τεχνικός του ΠΑΟΚ), για ένα φιλικό παιχνίδι με τη Μικτή Σερρών, στην οποία αγωνιζόμουν. Μετά από κάποιο καιρό ήρθε και ο ΠΑΟΚ στις Σέρρες για ένα φιλικό παιχνίδι με τον Απόλλωνα, την τότε ομάδα μου. Τους άρεσα και έτσι έγινε η μετακίνησή μου στον ΠΑΟΚ, για την οποία, βέβαια, δεν απαιτήθηκαν χρήματα, παρά μόνο κάποια ζευγάρια παπούτσια και φανέλες, που δόθηκαν στον Απόλλωνα. Όταν ήρθα στον ΠΑΟΚ, βρήκα στη θέση του τερματοφύλακα τον Λύμπο, μια και μόλις είχε αποχωρήσει ο Χάρης Σαββίδης, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος στον ΠΑΟΚ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Ημουν ο βασικός γκολκίπερ της ομάδας, μέχρι που τη διετία 1961-63 μοιράστηκα τις συμμετοχές με τον Μιχαηλίδη».
Τι σας έχει περισσότερο στη μνήμη από την εποχή του ΠΑΟΚ, που είχε έδρα το γήπεδο του Συντριβανίου;
Η μεγαλύτερη διάκριση, που μπορούσε μια ομάδα να έχει εκείνη την εποχή, ήταν να αναδεικνύονταν πρωταθλήτρια στις τοπικές διοργανώσεις. Ο ΠΑΟΚ είχε καταφέρει να αναδειχθεί πρωταθλητής Θεσσαλονίκης από το 1953 μέχρι και το 1957. Ηταν τότε που ο ΠΑΟΚ απέκτησε τη μεγάλη δημοφιλία, έκανε πολλούς φίλους του ποδοσφαίρου να γίνουν ΠΑΟΚτσήδες.
Όταν κάναμε προπονήσεις στο Συντριβάνι, ο κόσμος έρχονταν για να μας δει, γεμίζοντας τις κερκίδες. Είμασταν η μοναδική ομάδα, που μπορούσε να δει στα μάτια και να νικήσει τους τρεις του κέντρου. Πολύ καλή ομάδα από τη βόρεια Ελλάδα ήταν εκείνα τα χρόνια κι η Δόξα Δράμας. Το 1955 είχαμε φθάσει και στον τελικό κυπέλλου κόντρα στον Παναθηναϊκό, τον οποίο είχαμε αντιμετωπίσει στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, δηλαδή μέσα στην έδρα του…».
Ποιες ήταν οι οικονομικές απολαβές εκείνα τα χρόνια;
«Το τελευταίο μου παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ ήταν μετά από μια εντός έδρας ήττα με 3-0 από την ΑΕΚ για τη σεζόν 1962-63. Τότε είχα πάει στον Λάζαρο Τσώμο, τότε γενικό αρχηγό, και του είπα: ‘Φθάνει μέχρι εδώ, δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα’. Υπόψιν ότι δεν είχαμε και απολαβές, δεν είχαμε κάποιοι οικονομικό κίνητρο για να συνεχίσουμε. Κι όχι μόνο αυτό. Τα περισσότερα ρούχα για τις προπονήσεις τα ψώνιζα από μόνος μου. Όταν τελικά έφυγα από τον ΠΑΟΚ το 1963, την τελευταία σεζόν είχα εισπράξει συνολικά από πριμ το ποσό των 1900 δραχμών. Την επόμενη σεζόν, που πήγα στο Μακεδονικό, είχα πάρει 2200 δραχμές, δηλαδή 300 δραχμές περισσότερες. Να σας πω κι αυτό. Το 1956, μετά από μία νίκη επί του Αρη με 4-1 στο γήπεδο του Συντριβανίου, μας είχαν υποσχεθεί πριμ 100 δραχμών. Πήγε, λοιπόν, ο Παπαδάκης, που ήταν ο αρχηγός της ομάδας, να πάρει τα χρήματα από τον Δημάδη, τον τότε γενικό γραμματέα. Όταν μας τα έφερε, μας είπε ότι είχαν κρατήσει 50 δραχμές από τον καθένα, γιατί είχαν αρχίσει από τότε να συγκεντρώνουν χρήματα για να αγοράσουν το οικόπεδο στην Τούμπα, εκεί, δηλαδή, που κατασκευάστηκε το γήπεδο. Γενικότερα, βέβαια, ήταν δύσκολες οι συνθήκες για τους ποδοσφαιριστές εκείνα τα χρόνια. Για να φθάσουμε εκείνη την εποχή στην Αθήνα, έπρεπε να ξεκινήσουμε με λεωφορείο το πρωί και να ταξιδεύουμε όλη μέρα, φθάνοντας το βράδυ στον τελικό μας προορισμό».
Τι δουλειά κάνατε, παράλληλα με την ποδοσφαιρική σας καριέρα;
«Αφού τελείωσα το 1958 τη στρατιωτική μου θητεία, όντας μέλος και της εθνικής ενόπλων, με την οποία δίναμε αρκετά φιλικά παιχνίδια κυρίως για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ένα χρόνο μετά με κάλεσε στην ποδοσφαιρική ομάδα της ΔΕΗ ο τότε διευθυντής της εταιρίας στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνος Μπουζάκης, μετέπειτα πρόεδρος του Ολυμπιακού (σ. σ. το Σεπτέμβριο του 1969, όντας πρόεδρος της Πειραιώτικης ομάδας, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα λίγο έξω από την Κατερίνη κατά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα μετά από παιχνίδι των «ερυθρόλευκων» στην Τούμπα). Από τον ΠΑΟΚ είχε πάρει επίσης τον Κεμανίδη, από τον Αρη πήρε τον Παναγούλια και τον Παπουτσόπουλο, τον Αβραμίδη από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς και άλλους. Και έτσι είχαμε προσληφθεί και στη ΔΕΗ, από την οποία τελικά συνταξιοδοτήθηκα».
Πώς ήταν οι διαιτησίες εκείνη την εποχή, ειδικά όταν αντιμετωπίζατε τους τρεις «μεγάλους» της Αθήνας;
«Η διαιτησία! (σ. σ. γέλια). Οι περισσότεροι διαιτητές ήταν παράγοντες των αθηναϊκών ομάδων. Το 1956 παίζαμε με τον Παναθηναϊκό και διαιτητής ήταν ο Κώστας Τζίτζης, που ήταν και παράγοντας του Παναθηναϊκού! Ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, βετεράνος παίκτης του Ολυμπιακού και μετέπειτα από τους ιδρυτές της ακαδημίας του, σφύριζε σε πολλά παιχνίδια του Ολυμπιακού! Καταλαβαίνετε ποιά ήταν η κατάσταση. Και μια που μιλάμε για διαιτητές. Το Νοέμβριο του 1960 παίζαμε εκτός έδρας με τον Ολυμπιακό και στα πρώτα λεπτά του β΄ ημιχρόνου οι γηπεδούχοι κέρδισαν πέναλτι μετά από χέρι του Ραπτόπουλου. Την εκτέλεση είχε αναλάβει ο Υφαντής, που έστειλε την μπάλα να χτυπήσει στο σίδερο, που βρίσκονταν πίσω από τις γωνίες των δοκαριών και τα οποία κρατούσαν τα δίχτυα. Ακολούθησε διακοπή του αγώνα, μια και ο διαιτητής, όπως και οι παίκτες των ομάδων, δεν είχαν αντιληφθεί αν ήταν δοκάρι ή γκολ. Ξέσπασε καβγάς και φασαρία μεταξύ τους, μέχρι που ο διαιτητής, Περικλής Πούλιας, ήρθε και με ρώτησε το τι ακριβώς είχε συμβεί, μια που ήμουν ο μοναδικός, που είχε πλήρη αντίληψη της φάσης. Εγώ του είπα την αλήθεια, ότι δηλαδή ήταν γκολ, με το οποίο ο Ολυμπιακός είχε ανοίξει το σκορ. Οι συμπαίκτες μου άρχισαν να με βρίζουν, αλλά στο τέλος με αγκάλιαζαν και με φιλούσαν. Τι είχε συμβεί; Στις καθυστερήσεις, που είχε κρατήσει ο διαιτητής για τη διακοπή του αγώνα, ο Βασιλειάδης είχε διαμορφώσει το τελικό 1-1. Αλλά πριν την ισοφάριση είχα κάνει πολλές σωτήριες αποκρούσεις, συνεπώς είχα μεγάλο μερίδιο για την αποφυγή της ήττας. Δεν ήταν, όμως, μόνο το θέμα της διαιτησίας, αλλά κι εκείνο της εθνικής ομάδας, η οποία ήταν τότε κλειστό κλαμπ, στο οποίο μπορούσαν ουσιαστικά να παίζουν-με ελάχιστες εξαιρέσεις-παίκτες μόνο από ΑΕΚ, Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Προπονητής εκείνη την εποχή ήταν ο Ιταλός Μαρτίνι, ο οποίος, ναι μεν με είχε καλέσει για προπονήσεις, αλλά δεν με συμπεριέλαβε στα παιχνίδια με Γαλλία και Ισπανία, που είχαν διεξαχθεί τη διετία 1957-58».
Παράγοντες αντίπαλης ομάδας είχαν αποπειραθεί να σας δωροδοκήσουν. Τι ακριβώς είχε συμβεί;
«Το 1957 η ομάδα του Απόλλωνα Σμύρνης προσπάθησε να με δωροδοκήσει με το ποσό των δώδεκα χιλιάδων δραχμών. Τότε αγωνιζόμουν και με την εθνική ομάδα των ενόπλων. Αμέσως το κατήγγειλα στη διοίκηση του ΠΑΟΚ. Οι άνθρωποι του Απόλλωνα επρόκειτο να έρθουν στο σπίτι μου για να μου δώσουν τα χρήματα, για αυτό και είχαμε κανονίσει να βάλουμε ένα μαγνητόφωνο, που θα κατέγραφε τις συνομιλίες και τους διαλόγους. Βέβαια, τέτοιες συσκευές ήταν δυσεύρετες εκείνη την εποχή, για αυτό και το μαγνητόφωνο θα μας το προμήθευε η μυστική υπηρεσία του στρατού! Το έφερε, λοιπόν, στο σπίτι που διέμενα ο ταγματάρχης Βογιατζόγλου, που ήταν και φίλαθλος του ΠΑΟΚ. Όταν, όμως, οι στρατιωτικοί άρχισαν να κάνουν τη σχετική εγκατάσταση, επενέβη ο πατέρας μου, λέγοντάς τους να πάρουν τα μηχανήματα και να φύγουν. Η ποινή, που προβλέπονταν για υποθέσεις δωροδοκίας ήταν ο υποβιβασμός της καταγγελλόμενης ομάδας και ο πατέρας μου φοβόταν για μένα, μην πάθω κανένα κακό, όταν θα κατέβαινα για να παίξω σε κάποιον αγώνα στην Αθήνα».
Πότε επιστρέψατε στον ΠΑΟΚ;
«Στον ΠΑΟΚ επέστρεψα το 1968, όταν ανέλαβα την εφηβική ομάδα, κατακτώντας και ένα πρωτάθλημα, όταν είχαμε νικήσει 1-0 την αντίστοιχη ομάδα της ΑΕΚ στο γήπεδο των Τρικάλων. Στη συνέχεια ο Βασίλης Σεργιαννίδης με κράτησε ως προπονητή σε όλες τις ερασιτεχνικές ομάδες του συλλόγου. Μέχρι που το 1973 με… αναβάθμισε, ορίζοντάς με ως βοηθό του Σάνον. Μετά την έλευση του Λόραντ, πήγα προπονητής στη Λάρισα, δουλεύοντας ως το 1988 σε ομάδες Β΄ εθνικής κατηγορίας. Τρία χρόνια εργάστηκα στον Αγροτικό Αστέρα, δούλεψα μεταξύ άλλων και στο Μακεδονικό, όπου συνεργάστηκα και με τον Θωμά Βουλινό, μετέπειτα πρόεδρο του ΠΑΟΚ».
Υπήρξατε βοηθός του Λες Σάνον, όχι όμως και του Γκιούλα Λόραντ. Ποιος ήταν ο λόγος;
«Λίγο μετά την έναρξη της σεζόν 1974-75 είχα καθίσει στον πάγκο για οχτώ αγωνιστικές. Eίχα υπάρξει βοηθός του Σάνον, ο οποίος αποχώρησε από τον ΠΑΟΚ μετά από εκτός έδρας ήττα από τον Αρη. Στα οχτώ ματς είχαμε δύο ισοπαλίες, εκτός έδρας με Ολυμπιακό Βόλου (0-0) και Παναθηναϊκό (1-1). Στα άλλα παιχνίδια είχαμε μόνο νίκες, μεταξύ εκείνων το 4-1 επί του Ηρακλή και το 2-0 επί του Ολυμπιακού στην Τούμπα. Το τελευταίο ματς στον πάγκο ήταν με την Καστοριά, που είχαμε νικήσει 7-1 (σ. σ. εκείνη την ημέρα ο Λόραντ, που είχε ήδη συμφωνήσει με τη διοίκηση, είχε ταξιδέψει στην Αθήνα για να δει το ντέρμπι του Παναθηναϊκού με την ΑΕΚ, μια και δύο αγωνιστικές αργότερα οι δύο Δικέφαλοι θα συγκρούονταν στο ντέρμπι της Τούμπας). Οταν ήταν να έρθει στην Ελλάδα ο Γκιούλα Λόραντ για να αναλάβει την ομάδα, μια αντιπροσωπεία παικτών αποτελούμενη, αν θυμάμαι καλά, από τους Ασλανίδη, Κούδα και Σαράφη, είχε πάει στη διοίκηση και είχε ρωτήσει γιατί ήθελαν να φέρουν άλλον προπονητή, αφού μ΄ εμένα στον πάγκο, η ομάδα είχε καλή πορεία. Κι η απάντηση που τους είχε δοθεί ήταν ότι σε ενδεχόμενο ενός στραβοπατήματος κι ενός κακού αποτελέσματος, ο κόσμος θα τα έβαζε με τη διοίκηση. ‘Αν ο Πρόγιος λέγονταν… Πρόγιεβιτς, θα τον διώχνατε;’ τους είχε ρωτήσει ο Αχιλλέας Ασλανίδης, χωρίς να πάρει απάντηση. Τελικά, ήρθε ο Λόραντ, μόνο που εγώ δεν μπόρεσα να συνεργαστώ μαζί του. Ηταν… παράξενος άνθρωπος, ο Σάνον ήταν διαφορετικός. Εχοντας διατελέσει 24 χρόνια ως προπονητής, μπορώ να κατανοήσω το σκεπτικό της δουλειάς και τον τρόπο, που προπονούσε ο Αγγλος, τον οποίο θεωρώ καλύτερο του Λόραντ. Ο Σάνον είχε ένα τρίπτυχο: γρήγορη, ακριβής και δυνατή πάσα. Το ιδανικό ποδόσφαιρο ήταν για εκείνον αυτές οι τρεις λέξεις. Αυτή ήταν η θεωρία του και πάνω σ’ αυτό το πλάνο δούλευε. Και βέβαια, ήταν θιασώτης του πρέσινγκ, λέγοντας συνέχεια ότι πρέπει να κλείνουμε το οπτικό πεδίο του αντιπάλου. Βέβαια, δεν μπορεί να υπάρξουν αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή. Τότε εμείς παίζαμε ελεύθερο ποδόσφαιρο. Ο μόνος, που έπαιζε αντιποδόσφαιρο, και ήμουν τότε κοντά του, ήταν ο Τσάκναντι τη σεζόν 1969-70. Εκείνος υποστήριξε το προσωπικό μαρκάρισμα σε κάθε αντίπαλο παίκτη. Μπορεί να είχε ουσία, δηλαδή παίρναμε εύκολα μια ισοπαλία που θέλαμε, αλλά εκείνο το ποδόσφαιρο δεν είχε καθόλου θέαμα».
Ποιους θεωρείτε διαχρονικά ως τους σπουδαιότερους παράγοντες του ΠΑΟΚ;
«Στα χρόνια που ήμουν παίκτης, οι πιο σημαντικοί παράγοντες υπήρξαν αυτοί που πρωτοστάτησαν στην κατασκευή του γηπέδου της Τούμπας, οι Γιώργος Χαραλαμπίδης και Δημήτρης Δημάδης. Αξιόλογοι παράγοντες στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν οι Γιώργος Παντελάκης και Βασίλης Σεργιαννίδης. Ηταν, βέβαια, δύο διαφορετικοί χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά συνολικά με πολύ μεγάλη προσφορά στον ΠΑΟΚ. Το ίδιο κι ο Βαγγέλης Μυλωνάς. Για τον Ιβάν Σαββίδη, ούτε να το συζητάμε. Αν δεν είχε έρθει αυτός ο άνθρωπος, ποια θα ήταν η πορεία του ΠΑΟΚ σήμερα; Ο Σαββίδης έσωσε πραγματικά την ομάδα. Μεγάλη είναι η προσφορά και του Θανάση Κατσαρή, νυν προέδρου του ΑΣ ΠΑΟΚ».
πηγή: FORZA