Ο Λούκας Πέρεθ, πρώην παίκτης του ΠΑΟΚ, έδωσε μία μεγάλη συνέντευξη στο ESPN όπου σχολίασε όλη την πορεία της καριέρας του.
Ο Ισπανός σέντερ φορ, που πλέον έχει επιστρέψει στην αγαπημένη του Ντεπορτίβο Λα Κορούνια και αγωνίζεται στην τρίτη κατηγορία της Ισπανίας, αναφέρθηκε εκτενώς και στο πέρασμά του από τη Θεσσαλονίκη, τονίζοντας πως ο ΠΑΟΚ του άλλαξε τόσο τη ζωή όσο και την καριέρα.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο πρώην παίκτης του ΠΑΟΚ:
«Ήμουν τυχερός: σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, τα πράγματα στην Ουκρανία πήγαιναν καλά. Αλλά μέρα με τη ημέρα μου ήταν δύσκολο. Έμενες απλήρωτος, υπήρχαν συμπαίκτες που δεν ήταν πρόθυμοι να σε βοηθήσουν, η κουλτούρα ήταν δύσκολη. Όταν πήγα στη Γουεστ Χαμ, μίλησα με τον Γιαρμολένκο και αναγνώρισε πολλά πράγματα μέσα από τις ιστορίες που του διηγήθηκα»
Παρ΄όλα αυτά είχες προβλήματα με τον πρόεδρο;
«Δεν πλήρωναν. Ήμουν εκεί επειδή είχα φύγει από τη Ράγιο όπου είχαμε αυτήν την κατάσταση με την οικογένεια Ρουίθ Ματέος (σ.σ. ιδιοκτήτης της Ράγιο), στην οποία ήμασταν απλήρωτοι. Δεν είχαμε χρήματα, δεν είχαμε μισθό και είχαμε ένα διαμέρισμα να πληρώσουμε. Ήμουν 18-19 και δεν είχα κερδίσει αρκετά χρήματα στην άκρη για να ανταπεξέλθω. Πήγα στην Ουκρανία, μου έδωσαν μπόνους υπογραφής και το πρώτο πράγματα που έκανα ήταν να αγοράσω ένα σπίτι πίσω στην Λα Κορούνια και να κάνω οικονομίες. Αλλά στην Ουκρανία μπορεί να περάσουν και τέσσερις μήνες χωρίς να πληρωθείς. Ή μπορούσε να αποφασίσει (σ.σ. ο πρόεδρος) ότι θα σου κόψει 20-30%. Αν πήγαινες να ρωτήσεις γιατί, ο πρόεδρος θα σου έλεγε επειδή έτσι θέλω. Κι αυτό ήταν»
Σε μία κατάσταση σαν κι αυτή τι κάνεις; Τηλεφωνείς στον μάνατζερ σου;
«Για ποιον λόγο να πάρεις τον μάνατζερ σου; Τι μπορεί να κάνει; Εκείνοι ούτως ή άλλως θα κάνουν ό,τι θέλουν».
Αλλά το να φύγεις δεν είναι τόσο εύκολο…
«Ήμουν εκεί τρία χρόνια και ήθελα από τους πρώτους δύο μήνες».
Και τελικά πώς κατάφερες να φύγεις;
«Με το να παίζω καλά».
Έπρεπε να παίξεις καλά για να πείσεις τον πρόεδρο προκειμένου να σε αφήσει να φύγεις;
«Όχι, όχι. Ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ ήταν εκείνος που τον έπεισε, πληρώνοντας. Με το να παίζω καλά, τον έπεισα να με αγοράσει, οπότε έφυγα χάρη σε εκείνον. ‘Ηρθε στην Ουκρανία και έδωσε μάχη για μένα. Εκείνος και ο πρόεδρος της τότε ομάδας μου τσακώθηκαν, διαπραγματεύθηκαν και τελικά έφτασαν σε συμφωνία».
Εσύ το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να περιμένεις και να ελπίζεις;
«Ο ΠΑΟΚ μου είπε ότι με ήθελε. Είπα φυσικά ναι. Είναι ένα μεγάλο κλαμπ και θα μπορούσα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Και το συμβόλαιο ήταν καλό. Δεν υπήρχαν προβλήματα. Όλα μπαίνουν στον λογαριασμό σου. Ήρθαν, πάλεψαν για μένα και με πήραν από εκεί. Και άλλαξαν τη ζωή μου. Είχα ένα κανονικό, επαγγελματικό συμβόλαιο».
Αυτή η κατάσταση σε έκανε να σκεφτείς πως το ποδόσφαιρο είναι ορισμένες φορές σκ@τ@;
«Δεν είναι μόνο στο ποδόσφαιρο. Και στη ζωή πολλά πράγματα είναι σκ@τ@. Σε κάθε δουλειά μπορεί να είναι… Όμως πρέπει να καταλάβουμε πως το ποδόσφαιρο υπάρχουν δύο παράμετροι: η συναισθηματική και η επαγγελματική. Πρέπει να είσαι ικανός να τις ξεχωρίσεις. Η δουλειά μπορεί να είναι έτσι… Ο ΠΑΟΚ μου άνοιξε τις πόρτες, μου συμπεριφέρθηκε καλά και μπορώ να πω μόνο ευχαριστώ. Το κλαμπ, ο πρόεδρος, οι συμπαίκτες ήταν όλοι πολύ καλοί μαζί μου. Όλα είναι κομμάτι της ζωής. Σήμερα είμαι πατέρας, ο γιος μου δεν μπορεί να περπατήσει ακόμη, πόσω μάλλον να τρέξει. Πρέπει να μπουσουλήσει, να πέσει, να χτυπήσει. Έτσι θα μάθει. Πώς πετυχαίνει ο κόσμος; Με το να αποτύχεις ένα εκατομμύριο φορές, με το να μάθεις. Και το ποδόσφαιρο είναι το ίδιο».
Συνεπώς, το ότι πήγες στην Ελλάδα ήταν…
«Τεράστια ανακούφιση. Ένα επαγγελματικό. Ένα κανονικό προπονητικό κέντρο, κανονικά ταξίδια, πραγματικά ξενοδοχεία. Όλα κανονικά. Στην Ουκρανία, ο πρόεδρος μας… πέταγε σε ένα μοναστήρι, όταν νευρίαζε μαζί μας. Ήταν ενοικιαζόμενα δωμάτια από καλόγριες. Έπρεπε να διανυκτερεύσουμε εκεί πριν από τα παιχνίδια κάποιες φορές και να κοιμηθούμε σε διπλά δωμάτια. Ήταν όλα συνδεδεμένα με τη θρησκεία και λιτά. Με τον καιρό, μαθαίνεις να εκτιμάς τέτοιες εμπειρίες. Όταν πήγα στην Ελλάδα μετά από αυτό, ο ΠΑΟΚ ήταν η καλύτερη ομάδα στον κόσμο».
Μάλιστα, απάντησε ανοιχτά και στα λεφτά που «χάρισε» προκειμένου να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ντέπορ που πλέον αγωνίζεται στην τρίτη κατηγορία της Ισπανίας.
«Είναι μεγάλη διαφορά, μεγάλη… Είναι 90.000 ευρώ καθαρά, αυτή τη σεζόν. Και είχα πάνω κάτω ένα από τα καλύτερα συμβόλαια στην Κάντιθ. Δεν ξέρω αν ήταν το μεγαλύτερο, αλλά πάνω κάτω ήταν. Και είχα πρόταση για να ανανεώσω για ακόμη δύο χρόνια και θα μου έδιναν περισσότερα».
Και πλήρωσες ο ίδιος το ποσό της μεταγραφής;
«Ναι, 493.000 ευρώ! Δεν πήγα στην τράπεζα, έβγαλα τα λεφτά και τα έδωσα. Ο πρόεδρος της Κάντιθ το έκανε. Ήταν από τα χρήματα που μου χρωστούσε. Όμως τα χρήματα ήταν δικά μου, τα είχα κερδίσει αλλά δεν τα είχα πάρει ακόμη. Ήμουν τυχερός, είχα πάντα καλά συμβόλαια στην πρώτη κατηγορία και σχεδόν 40 εκατ. ευρώ έχουν ξοδευτεί για τις μεταγραφές μου. Οπότε πάντα ένιωθα ότι άφηνα χρήματα στις ομάδες, ότι έκαναν καλή επένδυση με μένα».