Ένας ακόμη κατηγορούμενος απολογήθηκε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού. Ο ένατος κατηγορούμενος, ανέφερε πως όταν ζούσε στην Αθήνα, πήγαινε κάποιες φορές στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ εκεί, ενώ είχε συμμετάσχει και σε εκδρομές προς τη Θεσσαλονίκη. Όπως είπε, ήρθε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη το 2020, λόγω της σχέσης που διατηρούσε με μια κοπέλα.
«Ότι και να πω είναι ανούσιο. Τα λόγια μπροστά στον θάνατο ενός νέου παιδιού δεν έχουν καμία σημασία. Έζησα πρόσφατα τον θάνατο ενός δικού μου ανθρώπου, κατάλαβα πως είναι. Να ζητήσω μεγάλη συγγνώμη από οικογένεια του Άλκη», είπε αρχικά.
Αναφορικά με τη μοιραία βραδιά ισχυρίστηκε πως σχόλασε γύρω στις 20:00 από τη δουλειά, γύρισε στο σπίτι και στη συνέχεια αποφάσισε να κατέβει από τον σύνδεσμο στην Παλαιών Πατρών. Μάλιστα είπε πως όταν ο 12ος του τηλεφώνησε για να κανονίσουν κάτι για το βράδυ, του είπε να περάσει από τον σύνδεσμο. Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, στον σύνδεσμο επικρατούσε αναστάτωση λόγω του οπαδικού επεισοδίου που είχε προηγηθεί στο Ωραιόκαστρο και την επίθεση σε ανήλικους με «σπαθιά, τσεκούρια, μαχαίρια», όπως είπε.
«Αυθόρμητα είπα κι εγώ θα έρθω στη Χαριλάου. Μετά ήρθαν κάποιοι από τους υπόλοιπους. Κάποιοι ήταν ήδη εκεί. Όταν ήρθε ο 12ος είπα αν μπορεί να βάλει αμάξι να πάμε Χαριλάου και δέχθηκε. Του είπα πάμε να χτυπηθούμε», συνέχισε ο ένατος κατηγορούμενος.
Ερωτηθείς από την πρόεδρο της έδρας αν πήρε κάποιο αντικείμενο μαζί του, απάντησε πως πήρε το κάραμπιτ από ένα συρτάρι με μαχαίρια από τον σύνδεσμο. «Υπέθεσα τότε ότι πήρα το πιο ακίνδυνο, ήταν το μαχαίρι με τη μικρότερη λάμα», ισχυρίστηκε για το μαχαίρι τύπου κάραμπιτ που έφερε μαζί του και πρόσθεσε πως «επειδή είχε γίνει ένα περιστατικό πίστευα ότι θα μας περιμένουν γι αυτό και πήρα το μαχαίρι».
Φτάνοντας στις στιγμές της φονικής επίθεσης ο ένατος κατηγορούμενος είπε πως δεν θυμάται πολλά από τη διαδρομή. «Θυμάμαι να κατεβαίνουμε Πλαστήρα. Κάποια στιγμή είδα να βγαίνουν άτομα από το πρώτο και ο οδηγός έστριψε απότομα χωρίς να πει κάτι», υποστήριξε αρχικά.
Στη συνέχεια, είπε, «είδαμε 5-6 άτομα στα σκαλάκια». Τότε είπαν στον οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου να σταματήσει, αφού και οι κατηγορούμενοι του πρώτου αυτοκινήτου για εκείνους θα σταμάτησαν.
Όπως είπε, όταν βγήκε από τη θέση του συνοδηγού, είδε τον 10ο κατηγορούμενο να είναι πιο μπροστά. Προχωρώντας προς τα σκαλάκια, περιέγραψε πως είδε να πέφτει ένα κράνος και να ξεκινά η συμπλοκή. Τότε όπως είδε, εκείνος και ο 10ς κατηγορούμενους άρχισαν να επιταχύνουν, ενώ είδε τον 10ο να ανοίγει το δρεπάνι. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως ο ίδιος χτύπησε δυο φορές τον φίλο του Άλκη, Α.Β. με το μαχαίρι, μια φορά πάνω από το γόνατο και μια στον γλουτό.
«Είχα βγάλει μαχαίρι, χτύπησα δυο φορές πάνω από το γόνατο το ένα και το άλλο στον γλουτό Εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σίγουρος. Τώρα είμαι. Τον Α.Β.».
Έπειτα, όπως είπε, ένιωσε κάποιος από τα παιδιά που ήταν στα σκαλιά να περνάει από δίπλα του και τότε ξεκίνησε να τον κυνηγά. «Μετά γύρισα προς περιστατικό είδα 11ο στα σκαλιά. Κρατούσε στυλιαρι, άρχισα να τρέχω, χτύπησε μια δυο φορές ένα παιδί στα σκαλιά», περιέγραψε αμέσως μετά και είπε πως όταν έφτασε στο σημείο της επίθεσης, ανέβηκε στα σκαλιά, προσπέρασε τον 11ο, πήγε στον 2ο, τον τράβηξε από τον ώμο φωνάζοντας «τελείωσε, πάμε πάμε, σπάμε».
Αναφορικά με την απόφασή του να παραδοθεί είπε πως μετά τα όσα έγιναν, αισθανόταν πολύ άσχημα και δεν έτρωγε ούτε κοιμόταν. Είπε επίσης πως μετά τη φονική επίθεση πήγε στο σπίτι του δωδέκατου κατηγορουμένου να του πει τι έγινε, από τα όσα είχε δει στο διαδίκτυο, και να του ζητήσει συγγνώμη που τον έμπλεξε σε κάτι τέτοιο.
«Είδα το ίδιο βράδυ όταν γύρισα στο σπίτι τι έγινε. Δεν περιγράφεται πως ένιωσα. Αποφάσισα να πάω στον 12ο να του το πω. Μου λέει τι έγινε και του λέω ένα παιδί πέθανε και τον είδα να αλλάζει χρώματα. Δεν το είχε μάθει. Τον ξύπνησα. Του ζητησα συγγνώμη γιατί εγώ του είπε να έρθει. Με πιάσανε τα κλάματα», υποστήριξε στην απολογία του.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της Εισαγγελέως επανέλαβε ότι πήρε το καραμπιτ γιατί ήταν το πιο μικρό μαχαίρι που βρήκε, ενώ είπε πως πέταξε το κινητό του επειδή φοβήθηκε ότι θα τον εντοπίσουν.
Ερωτηθείς για το αν είχε σκεφτεί που θα έφτανε τελικά αυτή η επίθεση απάντησε πως δεν το είχε σκεφτεί, ενώ αναφορικά με τους ρόλους των 12 στην επίθεση υπογράμμισε πως «εγώ ξέρω τι έχω κάνει εγώ. Το τι έκαναν οι άλλοι το ξέρουν εκείνοι».
Κλείνοντας την απολογία του ο 9ος κατηγορούμενος δήλωσε πως «έχω μετανιώσει ειλικρινά. Από την πρώτη στιγμή που το είδα έχω ένα τεράστιο βάρος πάνω μου. Έχω αφήσει την προηγούμενη ζωή μου πίσω, μετάνιωσα ειλικρινά».