Ο προπονητής του ΠΑΟΚ, Φώτης Τακιανός, έδωσε μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής» και αναφέρθηκε στην περσινή πορεία, στην επόμενη σεζόν.
Αναλυτικά η συνέντευξη παρακάτω:
Κόουτς, αποτιμώντας την πορεία της ομάδας την περασμένη σεζόν τι πρόσημο θα έβαζες;
«Αναμφίβολα θετικό. Στο ξεκίνημα της περασμένης σεζόν ουδείς μιλούσε για τετράδα. Η ομάδα αναπροσάρμοσε τους στόχους της στην πορεία και τελικά υπερέβη κατά πολύ τα όριά της, φτάνοντας στην τετράδα του πρωταθλήματος και την απευθείας πρόκριση στους ομίλους του Champions League. Ήταν μία πολύ επιτυχημένη σεζόν, που ήρθε ως αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς».
Οι επιτυχίες της φετινής χρονιάς αποτελούν βάση για τη νέα περίοδο;
«Αν ως βάση εννοείς το ρόστερ, όχι. Η πολύ καλή πορεία ανέβασε τις μετοχές βασικών παικτών που δέχτηκαν σημαντικές προτάσεις από άλλους συλλόγους. Όσο και να τους θέλαμε κοντά μας, είμαστε υπερήφανοι για την ανέλιξή τους. Το γεγονός όμως ότι θα υπάρξουν αλλαγές στο ρόστερ δεν σημαίνει πως ξεκινάμε από το μηδέν.
Τα επιτυχημένα πρότζεκτ δεν στηρίζονται μόνον στους παίκτες. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν το πλάνο, η αγωνιστική φιλοσοφία, η ομοιογένεια. Ο ΠΑΟΚ έχει λοιπόν σαφή ταυτότητα και πάνω σε αυτήν θα χτίσει και τη νέα ομάδα. Οι νέοι παίκτες, που δεν θα βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία και θα έχουν κίνητρο προσωπικής εξέλιξης, θα πρέπει να προσαρμοστούν στη φιλοσοφία του κλαμπ».
Η εκπλήρωση υψηλών στόχων μπορεί να συνδυαστεί με το ελκυστικό θέαμα στο παρκέ και ποιος είναι τελικά ο ορισμός του θεαματικού μπάσκετ;
«Θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για όμορφο, παρά για θεαματικό μπάσκετ. Και για μένα η ομορφιά δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το στερεότυπο: τρέχουμε χωρίς πλάνο και καρφώνουμε για να ξεσηκώσουμε την κερκίδα.
Για μένα ομορφιά είναι το ομαδικό πνεύμα, η διάθεση να βάζεις πάντα το εμείς πάνω από το εγώ. Ομορφιά είναι να έχεις πλάνο, να ξέρεις πότε πρέπει να κοντρολάρεις και πότε να τρέξεις, να παλεύεις με πάθος και αυταπάρνηση για κάθε μπάλα, να αμύνεσαι με την ίδια ένταση μέχρι το τελευταίο σουτ. Αυτό είναι το μπάσκετ που θέλω να παίζει ο ΠΑΟΚ».
Με δεδομένη την περσινή πορεία, ποιος είναι ο στόχος του ΠΑΟΚ για τη νέα σεζόν;
«H ομάδα έκανε μία σημαντική υπέρβαση. Θα ήταν, όμως, μεγάλο λάθος αν θεωρούσαμε την τέταρτη θέση ως κεκτημένο. Ο στόχος κάθε ομάδας συναρτάται, άλλωστε, άμεσα με τον ανταγωνισμό, με το επίπεδο δηλαδή των υπολοίπων ομάδων. Αν και είναι ακόμη νωρίς και δεν έχουν διαμορφωθεί τα ρόστερ, ώστε να υπάρχει έδαφος για σοβαρές συγκρίσεις, έχουμε μία εικόνα.
Πέραν των δύο μεγάλων ομάδων της Αθήνας υπάρχουν κι άλλες, όπως η ΑΕΚ, το Περιστέρι και ο Προμηθέας, που βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να πούμε πως ο στόχος του ΠΑΟΚ θα είναι μία θέση στην πρώτη εξάδα».
Η συμμετοχή στο Basketball Champions League αλλάζει τον αγωνιστικό σχεδιασμό;
«Καταρχάς κληρωθήκαμε σε πολύ δύσκολο όμιλο με δύο ομάδες υψηλότατου επιπέδου, όπως η Γαλατά και η Χαποέλ. Προφανώς χρειαζόμαστε ένα μεγαλύτερο και ποιοτικότερο ρόστερ, αλλά οι οικονομικές δυνατότητες είναι συγκεκριμένες. Έχουμε χρέος να αγωνιστούμε με τα μέσα που διαθέτουμε, χωρίς φόβο και χωρίς μεμψιμοιρίες για την επιπρόσθετη κόπωση που συνεπάγεται η συμμετοχή στην Ευρώπη. Ο ΠΑΟΚ είναι τεράστιο κλαμπ και πρέπει να παίζει πάντα στην Ευρώπη.
Υπήρξα παίκτης, βοηθός προπονητή και τώρα εργάζομαι ως head coach του ΠΑΟΚ. Αισθάνομαι προνομιούχος. Είναι μεγάλη τιμή να είσαι κομμάτι αυτού του συλλόγου και είναι εξίσου μεγάλη η ευθύνη που επωμίζεσαι όταν τον υπηρετείς».
Ο κόσμος τι θέση έχει στο αγωνιστικό πρότζεκτ του ΠΑΟΚ;
«Ο ΠΑΟΚ είναι ένας ιδιαίτερος σύλλογος, συνυφασμένος με τον κόσμο του. Από εκείνον αντλεί άλλωστε αυτή την τρομερή δυναμική. Η στήριξη του κόσμου είναι σπουδαίο κομμάτι της προσπάθειάς μας. Θυμάμαι το ματς με την ΑΕΚ, που σημαδεύτηκε από την απόσυρση της φανέλας του Μπάνε. Ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος στήριξε την ομάδα σε όλες τις δύσκολες στιγμές ήταν συγκλονιστικός.
Είναι δουλειά μας να ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο αυτήν τη σχέση. Δεν είμαι της λογικής του να απευθύνουμε έκκληση στήριξης στους φιλάθλους. Εμείς θα τους φέρουμε στο γήπεδο, εμείς θα τους κάνουμε να γεμίζουν ασφυκτικά το Παλατάκι. Με τη δουλειά μας στο γήπεδο και τα καλά αποτελέσματα σε όλες τις διοργανώσεις. Η εμπιστοσύνη και η στήριξη κερδίζονται, δεν χαρίζονται. Είναι χρέος μας να εμπνεύσουμε ξανά τον κόσμο του ΠΑΟΚ».
Οι δικαιολογημένα υψηλές απαιτήσεις των φιλάθλων αποτελούν πάντα κίνητρο βελτίωσης, ή κάποιες φορές εξελίσσονται σε μη δημιουργική πίεση για τους παίκτες;
«Όπως είπα και πριν, αναφερόμενος στο ματς με την ΑΕΚ, ο κόσμος μάς δίνει τρομερή ώθηση. Κάποιες φορές όμως η ώθηση αυτή μπορεί να μετατραπεί σε ψυχική πίεση που φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Δεν έχουν όλοι οι παίκτες εξίσου ισχυρή προσωπικότητα. Δεν μπορούν όλοι να διαχειριστούν την πίεση με τον ίδιον τρόπο. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ είναι παθιασμένος με την ομάδα του και όταν παθιάζεσαι μπορεί να χάσεις την αίσθηση του μέτρου. Τις στιγμές εκείνες, που λόγω της υπερβολικής αγάπης χάνεται το μέτρο, χρειάζεται η παρέμβαση των πιο έμπειρων, των πιο συνειδητοποιημένων οπαδών. Εκείνοι, ως κυματοθραύστες, θα προστατεύσουν όσους δεν μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους.
Η πνευματική προετοιμασία των παικτών, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν και στις πιο δυσμενείς συνθήκες, είναι πάντως δική μας δουλειά».
Σε προσωπικό επίπεδο, ποιοι είναι οι άνθρωποι που σημάδεψαν την μπασκετική σου πορεία;
«Δύο είναι οι άνθρωποι που σημάδεψαν την πορεία μου. Ο Τάκης Ξουρίδας και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ο Τάκης Ξουρίδας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή μου. Δίπλα του έμαθα πολλά για το μπάσκετ και συνειδητοποίησα ότι θα ήθελα να γίνω προπονητής μετά το τέλος της καριέρας μου ως αθλητή. Η επιρροή που άσκησε στον τρόπο που σκέφτομαι και λειτουργώ ήταν τεράστια. Εξίσου σημαντικός για μένα ήταν και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, μολονότι δούλεψα μαζί του μόνο για μία σεζόν.
Ακόμη και τώρα, υπάρχουν στιγμές που ανακαλώ στη μνήμη μου τις συμβουλές τους, σκέφτομαι πώς θα λειτουργούσαν εκείνοι, πώς θα αντιμετώπιζαν ένα πρόβλημα. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη για όσα μου έδωσαν. Με συνδιαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τόσο ως προσωπικότητα, όσο και ως άνθρωπο του μπάσκετ».
Κόουτς, αν είχες τη δύναμη να αλλάξεις ένα πράγμα στο ελληνικό μπάσκετ, τι θα άλλαζες;
«Πολύ δύσκολη αλλά και εξίσου ενδιαφέρουσα η ερώτηση. Κατά την προσωπική μου άποψη, η αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού μπάσκετ είναι η απουσία ενός συγκροτημένου συστήματος παραγωγής και αξιοποίησης ταλέντων.
Οι Έλληνες αγαπούν το μπάσκετ. Παιδιά με ταλέντο και όρεξη να ασχοληθούν με το άθλημα μπορείς να συναντήσεις παντού. Δεν υπάρχει όμως ένας μηχανισμός που να εστιάζει στις μικρές ηλικίες.
Το να προπονείς παιδιά 12, 15 ακόμη και 18 ετών είναι πολύ διαφορετική δουλειά από το να είσαι ο κόουτς μίας αντρικής ομάδας. Για να δουλέψεις με αυτές τις ηλικίες δεν αρκεί μόνον η επάρκεια σε επίπεδο μπασκετικής κατάρτισης. Ακόμη πιο σημαντική είναι η γνώση σε ό,τι αφορά την ψυχική υποστήριξη των νεαρών αθλητών.
Πιστεύω πως είναι επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθούν σχολές που θα παράγουν προπονητές-παιδαγωγούς για τα αναπτυξιακά κλιμάκια.
Να μπορεί να αποκτήσει κανείς εξειδικευμένη γνώση σε σχέση με το πώς προσεγγίζεις ένα παιδί, όχι μόνον ως προπονητής μπάσκετ, αλλά κυρίως ως δάσκαλος, ως παιδαγωγός, ως ο άνθρωπος που θα ασχοληθεί με την πνευματική εξέλιξή του. Δεν είναι όλοι οι προπονητές κατάλληλοι για να δουλεύουν με παιδιά».
Η απουσία αυτού του μηχανισμού αξιοποίησης ταλέντων θα έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην εικόνα της Εθνικής ομάδας τα επόμενα χρόνια;
«Ο αντίκτυπος είναι ισχυρός εδώ και πολύ καιρό. Σκεφτείτε πόσα χρόνια πίσω πρέπει να πάμε για να βρούμε την τελευταία μεγάλη διάκριση. Όταν δεν παράγεις νέους παίκτες, δεν μπορείς να περιμένεις μεγάλες επιτυχίες στην κορυφή της πυραμίδας. Αυτή η φουρνιά είναι η καλύτερη των τελευταίων ετών αλλά αρκετά από τα παιδιά βρίσκονται πια στη δύση της καριέρας τους.
Αν ρίξουμε μία ματιά στις μικρότερες Εθνικές θα καταλάβουμε πως δεν έρχεται κάτι εξαιρετικό από πίσω. Νομοτελειακά, λοιπόν, κάποια στιγμή θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα με το ρόστερ της Εθνικής.
Πρέπει επίσης να δούμε και άλλα πράγματα. Όταν, για παράδειγμα, οι έξι ξένοι γίνονται επτά, βάζουμε ακόμη έναν κρίκο στην αλυσίδα του προβλήματος. Λέμε ότι οι περισσότερες ομάδες της Basket League δεν μπορούν να αποκτήσουν Έλληνες παίκτες, αφού οι καλοί είναι λίγοι και πολύ ακριβοί. Υπάρχει μία αλληλουχία εδώ. Όταν η παραγωγή ταλέντων γίνεται όλο και μικρότερη, η αξία των λίγων καλών Ελλήνων παικτών ανεβαίνει κατακόρυφα και ο χώρος για αυτούς στα ρόστερ των ομάδων περιορίζεται».
Στην περίπτωση που η Εθνική παραταχθεί πλήρης στο Μουντομπάσκετ, πόσο ψηλά θα μπορούσε να στοχεύσει;
«Εστιάζουμε πάντα στην ατομική ποιότητα και καταλήγουμε σε αυθαίρετα συμπεράσματα σχετικά με τη συνολική ισχύ της ομάδας. Αν δει κανείς μεμονωμένα τους παίκτες της Εθνικής μας, δικαιούται να πει “ΟΚ, με τέτοιες μονάδες μπορούμε και πρέπει να φτάσουμε πολύ ψηλά”.
Σε αυτές τις διοργανώσεις, όμως, με τα παιχνίδια ανά δύο μέρες στους ομίλους και τις νοκ άουτ αναμετρήσεις στην τελική φάση, μετρούν περισσότερο άλλα πράγματα. Η ομοιογένεια, το αγωνιστικό πλάνο, το κλίμα στην ομάδα κλπ.
Οι Γερμανοί είχαν χαμηλότερη ποιότητα σε επίπεδο μονάδων, αλλά μας νίκησαν στο περσινό Ευρωμπάσκετ. Αντί πρόβλεψης θα προτιμούσα να κάνω, λοιπόν, μία ευχή. Η Εθνική να προετοιμαστεί χωρίς σοβαρές απουσίες και να αποκτήσει γρήγορα αγωνιστική συνοχή. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να έρθει και η διάκριση στο Μουντομπάσκετ».