Η εκτόξευση του πληθωρισμού οδηγεί τους πολίτες της Αργεντινής σε παζάρια μεταχειρισμένων ρούχων. Η χώρα της Νότιας Αμερικής αντιμετωπίζει τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.
Η Αργεντινή, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Νότιας Αμερικής και σημαντικός εξαγωγέας σπόρων, σαρώνεται από πληθωρισμό, με την οικονομία της να βρίσκεται σε πρωτοφανή κρίση.
Ζορισμένοι Αργεντινοί, που σφίγγουν το ζωνάρι με τον πληθωρισμό στο 140% και να αυξάνεται, στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην αγορά μεταχειρισμένων ενδυμάτων, προκειμένου να βρουν οικονομικά συμφέρουσες λύσεις και να κερδίσουν λίγα χρήματα, πουλώντας δικά τους παλιά ρούχα.
Τα 2/5 των κατοίκων της χώρας ζουν σε καθεστώς φτώχειας και η ύφεση που ελλοχεύει φαίνεται να προκαλεί αναστάτωση στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη χώρα την επόμενη Κυριακή, 19 Νοεμβρίου.
«Δεν μπορείς απλά να πας στο εμπορικό κέντρο και να αγοράσεις κάτι που σου αρέσει όπως πριν. Οι σημερινές τιμές είναι αδιανόητες», δήλωσε η 22χρονη φοιτήτρια Αϊλέν Τσικλάνα από το Μπουένος Άιρες.
Ένα καινούργιο παντελόνι τζιν έχει υπερδιπλάσια τιμή σε σχέση με πριν από ένα χρόνο και η αγορά αυτή από μόνη της αντιστοιχεί σε πάνω από το 1/3 του κατώτατου μηνιαίου μισθού στην Αργεντινή.
Ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση, ήδη στο 138%, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω όταν οι αρχές ανακοινώσουν τα επίσημα στοιχεία για τον Οκτώβριο σήμερα, με τη μηνιαία αύξηση να εκτιμάται γύρω στο 10%, οριακά χαμηλότερα από τα υψηλά επίπεδα του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου.
Η Αργεντινή βρίσκεται για χρόνια αντιμέτωπη με τον υψηλό πληθωρισμό, κάτι για το οποίο οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι ευθύνεται το ότι τυπώνεται χρήμα και ότι υπάρχει μια παγιωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στο εθνικό νόμισμα, το πέσο. Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο στο υψηλότερο επίπεδό του από το 1991.
Η Μπεατρίς Λαουρίτσιο, μία 62χρονη δασκάλα που δεν έχει βγει ακόμα πλήρως σε σύνταξη, δήλωσε ότι η ίδια και ο σύζυγός της, που εργάζεται σε εταιρία λεωφορείων, πάνε τα Σαββατοκύριακα σε παζάρι ρούχων για να πουλήσουν παλιά κομμάτια και να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά.
«Είμαστε μεσαία τάξη, στα χαμηλά στρώματα της μεσαίας τάξης θα έλεγα. Έχουμε τις δουλειές μας αλλά πρέπει να πηγαίνουμε στο παζάρι», δήλωσε, προσθέτοντας ότι όταν το παζάρι ακυρώθηκε ένα Σαββατοκύριακο λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, τα οικονομικά του ζευγαριού «κατέρρευσαν».
«Δεν το κάνουμε αυτό ως κάτι έξτρα για να πάμε διακοπές στη Βραζιλία, το κάνουμε καθώς υπάρχει καθημερινή ανάγκη», δήλωσε η Λαουρίτσιο.
Η Μαρία Σιλβίνα Περάσο, που διοργανώνει το παζάρι ρούχων στο Τίγκρε, στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες, δήλωσε ότι πολλοί ψωνίζουν εκεί διότι οι τιμές αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα από τους μισθούς. Ο κατώτερος μηνιαίος μισθός στη χώρα είναι 132.000 πέσος, ή 377 δολάρια με βάση την επίσημη ισοτιμία αλλά το ήμισυ αυτού με βάση την πραγματική ισοτιμία στην αγορά, λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. «Έτσι όπως είναι η οικονομία, αγοράζουν ρούχα στο 5% ή το 10% της αξίας που θα είχαν σε ένα κατάστημα και μπορούν να αγοράσουν πράγματα για τις οικογένειές τους», δήλωσε.
Η Μαρία Τερέζα Ορτίζ, μία 68χρονη συνταξιούχος, ζει από τη σύνταξή της και την περιστασιακή της ενασχόληση με την ραπτική, από όπου κερδίζει 400 πέσος την ώρα, επισήμως περίπου ένα δολάριο. Πηγαίνει στο παζάρι για να μπορεί να αγοράσει ρούχα, τα οποία διαφορετικά δεν θα είχε την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσει.
«Πολύ απλά δεν μπορούμε να αγοράσουμε καινούργια πράγματα. Δεν μπορείς να αγοράσεις καινούργια αθλητικά παπούτσια, δεν μπορείς να αγοράσεις καινούργιες σαγιονάρες, δεν μπορείς να αγοράσεις καινούργιο τζιν, δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε ένα πουκάμισο ή ένα μπλουζάκι. Άρα αναγκάζεσαι να τα αναζητήσεις στα παζάρια», δήλωσε.