Ο Αχιλλέας Ζαφειρίου, με τις 186 συμμετοχές στο Δικέφαλο, που αποφάσισε ν’ αποσυρθεί πριν συμπληρώσει τα 30 του χρόνια και πλέον είναι ιδιοκτήτης μιας μικρής ξενοδοχειακής μονάδας στην Καστοριά, δεν ήταν σίγουρα μια συνηθισμένη περίπτωση ποδοσφαιριστή.
Αντί καμίας επιπλέον εισαγωγής, ακολουθεί η συνέντευξη, που παραχώρησε στη FORZA.
«Προπονητής στην Καστοριά την περίοδο 1993-94 ήταν ο Δημήτρης Καλογιάννης, παλιός παίκτης του ΠΑΟΚ. Το Δεκέμβριο του 1993 βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη για να συζητήσουμε με τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ το ενδεχόμενο μεταγραφής μου. Οι δύο ομάδες δεν τα βρήκαν στο οικονομικό. Η τότε διοίκηση της Καστοριάς είχε καλές σχέσεις με τον Παναθηναϊκό και δύο βετεράνοι παίκτες του, οι Βαγγέλης Πανάκης και Γρηγόρης Παπαβασιλείου με παρακολουθούσαν σε σταθερή βάση στο β΄ μισό της σεζόν 1993-94. Οι δύο ομάδες είχαν συμφωνήσει για τη μεταγραφή, η οποία τελικά ναυάγησε. Όταν επέστρεψε ο Σταύρος Σαράφης από τις ΗΠΑ, όπου είχε ταξιδέψει για τους αγώνες του Μουντιάλ, παρότρυνε τον Θωμά Βουλινό να τελειώσει τη μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ, όπως και τελικά συνέβη. Η συμφωνία ήταν για τρία χρόνια, άρχισα προπονήσεις και μια μέρα, όταν διάβαζα μια εφημερίδα, έμαθα ότι το συμβόλαιο, που είχε κατατεθεί στην ΕΠΟ, ήταν για πέντε χρόνια. Αφού εξακρίβωσα το αληθές του δημοσιεύματος, επέστρεψα στο χωριό μου (σ. σ. Πολυκάρπη Καστοριάς), χωρίς να ενημερώσω κανέναν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μου τηλεφώνησε ο Σαράφης, μου είπε ότι κάποιο λάθος θα είχε γίνει και με κάλεσε να επιστρέψω πίσω. Με καλή την πίστη, και ερωτευμένος με το ποδόσφαιρο, γύρισα. Φύγαμε στη Γερμανία για προετοιμασία, αναθέτοντας σε έναν ξάδελφό μου δικηγόρο να επιλύσει το ζήτημα σε συνεννόηση με το νομικό σύμβουλο της ΠΑΕ, Βασίλη Γκαγκάτση. Μια μέρα πριν επιστρέψει η αποστολή, πληροφορήθηκα ότι δεν είχε διευθετηθεί το θέμα μου. Κι όταν φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη, ενημέρωσα τον Σαράφη ότι θα έφευγα οριστικά, αποφασισμένος να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Μετά από μια εβδομάδα η ΠΑΕ με κάλεσε σε απολογία. Όταν έφθασα στα γραφεία, συνάντησα τρεις ανθρώπους. Αρχισε να μου μιλάει ο πρώτος με άγριο τρόπο, λέγοντα μου ‘ποιος είσαι εσύ, που έρχεσαι από το χωριό σου για να τα βάλεις με τον ΠΑΟΚ;’ και ότι ‘εδώ θα τελειώσει η καριέρα σου’. Του απάντησα ότι η απόφαση να φύγω από το ποδόσφαιρο ήταν ήδη ειλημμένη από μένα. Το λόγο μετά πήραν οι πιο… ήπιοι, λέγοντας ότι ο ‘ο ΠΑΟΚ δεν μπορεί να υποκύψει στις επιθυμίες ενός παιδιού, που έρχεται από τη Γ΄ εθνική…’, αλλά εγώ επέμενα ότι έπρεπε να ισχύσει η αρχική μας συμφωνία. Μου έφεραν τα χρήματα για τις ημέρες, που ήμουν στην ομάδα, και τα οποία άφησα στους υπαλλήλους των γραφείων να κεραστούν για να με θυμούνται. Από τα γραφεία πήγα στην Τούμπα, όπου θα γίνονταν το φιλικό παιχνίδι μεταξύ του ΠΑΟΚ και της Καστοριάς στο πλαίσιο της… μεταγραφή μου. Πλήρωσα το εισιτήριο, κάθισα στις εξέδρες, ώσπου με είδε ο Χάαν και με φώναξε κοντά του. Αφού του εξήγησα τι είχε συμβεί, μου ζήτησε να επιστρέψω στις προπονήσεις, γιατί με υπολόγιζε για τη θέση του αριστερού μπακ στην άμυνα ζώνης, υποσχόμενος ότι θα έθιγε το θέμα μου με τον πρόεδρο σε επικείμενο ραντεβού τους. Θα έλεγα ότι για χάρη του Χάαν συμφώνησα να γίνει τετραετές το συμβόλαιο με μια μικρή αύξηση των αποδοχών μου. Και παρά ότι απείχα από τις προπονήσεις, λίγες μέρες μετά έκανα ντεμπούτο στο ματς κυπέλλου με τον Απόλλωνα Κρύας Βρύσης».
Πώς είναι για έναν παίκτη, που προέρχεται από ομάδα Γ΄ κατηγορίας, να κάνει 33 συμμετοχές ως βασικός στην πρώτη του σεζόν στον ΠΑΟΚ;
«Πριν μεταγραφώ στον ΠΑΟΚ, δεν είχα περάσει καν έξω από την Τούμπα. Απλώς αγαπούσα το ποδόσφαιρο και έκανα αυτά, που μου έλεγαν οι προπονητές μου. Τόσο απλά».
Την αμέσως προηγούμενη διετία υπήρχε αποχή του κόσμου από την Τούμπα, που πήρε ξανά ζωή στην πρώτη σεζόν του Χάαν. Που το αποδίδεις;
«Δεν είχα εικόνα από τις προηγούμενες χρονιές, υπηρετούσα την προηγούμενη ομάδα μου, την Καστοριά. Στην επιστροφή του κόσμου συνετέλεσαν οι καλές εμφανίσεις και τα θετικά αποτελέσματα, προϊόν κυρίως της δουλειάς του προπονητή. Υπήρχε και το υλικό των παικτών, αν και όχι τόσο καλό όσο τα χρόνια που ακολούθησαν».
Την αμέσως επόμενη σεζόν ο ΠΑΟΚ τερμάτισε μόλις 14ος. Υπήρξε έστω στιγμιαία ο φόβος μη τυχόν οδηγηθείτε σε υποβιβασμό;
«Όχι, αυτό δεν πέρασε από το μυαλό κανενός, νομίζω. Βέβαια, ήταν μια τραγική χρονιά, άρχισε στραβά, άλλαξε ο προπονητής… Μια σεζόν-τραγωδία..».
Τι σηματοδότησε η αλλαγή ιδιοκτησίας από Βουλινό σε Μπατατούδη;
«Έφερε μια οικονομική ευρωστία, μπορούσε πλέον η ομάδα να ενδυναμωθεί με καλούς παίκτες, επιπέδου Βρύζα, Μαραγκού, Φρατσέσκου κι άλλων. Οπου υπάρχει οικονομική ευρωστία και καλή οργάνωση μπορούν να έρθουν και τα καλά αποτελέσματα. Τη σεζόν 1998-99 είχαμε τις δυνατότητες να πάρουμε ακόμη και το πρωτάθλημα, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε η υπομονή…».
Όχι σπάνια, ο Αγγελος Αναστασιάδης έκανε από νωρίς παρεμβάσεις στο παιχνίδι. Πληγώνει έναν παίκτη να τον αλλάζει ο προπονητής, π. χ. πάνω στο ημίωρο;
«Πιστεύω πως ναι. Βέβαια, υπάρχουν παίκτες, που μπορούν να το διαχειριστούν και να επανέλθουν γρήγορα και άλλοι που δεν μπορούν, τους παίρνει από κάτω. Προσωπικά, έχοντας περάσει ένα ολόκληρο χρόνο ως το ‘μαύρο πρόβατο’, ακούγοντας τις ύβρεις ολόκληρης της εξέδρας, ήταν εύκολο για μένα το παραπάνω κομμάτι. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι εκείνη η συμπεριφορά του κόσμου, μου έκανε μεγάλο καλό στη δομή του χαρακτήρα μου και στο να δυναμώσω ψυχικά. Ηταν ένα μεγάλο μάθημα για όλη μου τη ζωή, κι όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής».
Η εμπιστοσύνη, την οποία εισέπραττες από τους εκάστοτε προπονητές, δεν ήταν μια απάντηση προς την εξέδρα;
«Βόλευε πάρα πολλούς να υπάρχει ένα εξιλαστήριο θύμα, που να τραβάει όλο το κύμα δυσαρέσκειας. Από την άλλη, οι προπονητές, βλέποντας τις προπονήσεις, έκριναν ότι έπρεπε να είμαι στην ενδεκάδα. Την ίδια στιγμή ακούγονταν ότι με έβαζαν να παίξω επειδή είχα σχέση με την κόρη του Μπατατούδη, ο οποίος, βέβαια, δεν είχε παιδιά…».
Τελικά, ο κόσμος… παίζει μπάλα;
«Φυσικά, ειδικά στην Τούμπα. Θα σας πω μόνο αυτό. Στο πρώτο μου εντός έδρας ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, από τη διάθεση, που μου είχε δημιουργηθεί από την ατμόσφαιρα του γηπέδου, δεν μπορούσα να διακρίνω τα πρόσωπα των αντίπαλων παικτών, παρά μόνο έβλεπα τα χρώματα στις φανέλες τους!».
Το καλοκαίρι του 1998 ανανεώνεις το συμβόλαιό σου για τρία χρόνια, το οποίο, όμως, δεν ολοκληρώθηκε…
«Με το πρώτο συμβόλαιο υπήρχε το λεγόμενο αντάλλαγμα, δηλαδή, ή φέρνεις ένα ποσό και φεύγεις ή παίρνεις το ποσό και μένεις για άλλα τρία χρόνια. Δεν ήθελα να φύγω από τον ΠΑΟΚ και έμεινα για άλλα τρία χρόνια. Όταν ήρθε ο Ντούσαν Mπάγεβιτς (σ. σ. Ιανουάριος 2000), ήμουν σε καλή αγωνιστική κατάσταση. Μια σεζόν πριν, είχα παίξει και ως αρχηγός της ομάδας, σε ματς που οι τρεις εκλεγμένοι αρχηγοί δεν ήταν διαθέσιμοι για τον Αναστασιάδη, ο οποίος μου είχε δώσει το περιβραχιόνιο. Αλλά ακόμη κι όταν οι τρεις αρχηγοί επέστρεφαν σε δράση, οι ίδιοι μου έδιναν την αρχηγία. Με την άφιξη του Μπάγεβιτς, είχε δώσει εντολή, όπως μου είπαν εκ των υστέρων, να αποχωρήσουν οι τρεις παίκτες της παλιάς φρουράς, ο Μιχόπουλος, ο Τουρσουνίδης κι εγώ. Με κάλεσαν στα γραφεία της ΠΑΕ, λέγοντας μου ότι θα ήταν καλό για την καριέρα μου να συνεχίσω στη Λάρισα. Τους είπα να μου δώσουν το δελτίο για να αποφασίσω εγώ που θα πάω, λέγοντάς τους ακόμη ότι έδειχναν ασέβεια στο πρόσωπο ενός πρώην αρχηγού της ομάδας, προτείνοντάς μου να πάω σε ομάδα Β΄ εθνικής. Πήγα μετά και μίλησα στον Μπάγεβιτς, ο οποίος δεν ήταν ξεκάθαρος, λέγοντας ‘να δούμε’… Πίστευα ότι μέσα από τις προπονήσεις θα τον έπειθα να παραμείνω, αλλά ο πόλεμος δυνάμωνε. Με φωνάζανε ανά δύο ημέρες στα γραφεία, μου έλεγαν να πάω στην Καβάλα, μετά βάλανε τον Μπέο να μου τηλεφωνήσει για τον Πανιώνιο… Ξαναμίλησα με τον Μπάγεβιτς, μου είπε ότι μάλλον θα έμενα, κι εγώ του είπα να ζητήσει αύξηση των αποδοχών μου, προκειμένου να έπαιρνα 30% λιγότερα από τον χαμηλότερα αμειβόμενο συμπαίκτη μου. Τότε, όσα έπαιρνα εγώ το χρόνο, άλλος τα έπαιρνε το μήνα. Αντ’ αυτού, όταν πήγα στα γραφεία, επέμεναν να φύγω, φέρνοντας και χρήματα στην ομάδα. Το ότι πλήρωσα από την τσέπη μου για να φύγω από τον ΠΑΟΚ είναι κάτι που δεν το ξέρει κανείς. Μάλιστα, ήταν ποσό αντίστοιχο του πρώτου έτους του συμβολαίου μου».
Συνέχισες στον Ηρακλή, αλλά πριν τελειώσει η σεζόν, αποφάσισες να σταματήσεις το ποδόσφαιρο. Τι συνέβη;
«Μετά από την ήττα στην Ξάνθη (3-0), μαινόμενοι οπαδοί, πολλοί από εκείνους και υπό την επήρεια ουσιών, μπήκαν στην προπόνηση στο Καυτανζόγλειο με σκοπό να επιτεθούν στον Αναστασιάδη. Είδα άγριες σκηνές, ο βοηθός του προπονητή ξυλοκοπήθηκε άσχημα. Όταν επέστρεψα στα αποδυτήρια, πήρα την απόφαση να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Το ανακοίνωσα στους προπονητές και στους συμπαίκτες μου, κι ενώ το πρωτάθλημα είχε άλλες πέντε αγωνιστικές για να τελειώσει. Θα μπορούσα να μείνω και να πάρω το συμβόλαιο, που μου είχε προσφέρει ο Ηρακλής, με πολύ καλύτερες αποδοχές σε σχέση με τον ΠΑΟΚ. Όταν μετέπειτα πήγαινα να παίζω μπάλα με φίλους, δεν μου άρεσε, γιατί δεν υπήρχε το κίνητρο της νίκης, δεν ήθελα να παίζω για το… χαβαλέ».
Πηγή: FORZA