Με 200 συμμετοχές στο ενεργητικό του με την φανέλα του ΠΑΟΚ, ο Διονύσης Χασιώτης έχει ασφαλώς πολλά να θυμηθεί για την πολύχρονη διαδρομή του στην Τούμπα, για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε, για τις καλές και τις λιγότερο καλές στιγμές του στο Δικέφαλο…
Πώς έγινε η μεταγραφή σου στον ΠΑΟΚ τον Ιανουάριο του 1999;
«Ήδη από τη σεζόν, που είχε προηγηθεί (1997-98), όταν ανεβήκαμε με τον Πιερικό στη Β΄ εθνική, ο Γιώργος Κωστίκος, προπονητής μου στην ομάδα της Κατερίνης, είχε ενημερώσει τον ΠΑΟΚ ότι στον Πιερικό υπήρχαν κάποια αξιόλογα παιδιά. Ετσι, την επόμενη περίοδο κλείστηκαν δύο φιλικά παιχνίδια μεταξύ των δύο ομάδων, το πρώτο με προπονητή στον ΠΑΟΚ τον Αγγελο Αναστασιάδη και το δεύτερο, την άνοιξη του 1999, όταν και είχε γίνει η μεταγραφή, με προπονητή τον Αρι Χάαν. Εγώ, όπως και ο Δημήτρης Ζαβαντίας, που επίσης είχε αποκτηθεί από τον ΠΑΟΚ, συνέχισα στον Πιερικό μέχρι το καλοκαίρι του 1999 και, προφανώς, το δεύτερο φιλικό έγινε για να πάρει ο Χάαν μια πρώτη εικόνα από μένα».
Υπήρξε ενδιαφέρον από άλλες ομάδες όσο ακόμη έπαιζες στον Πιερικό;
«Είχαν γίνει επαφές και συζητήσεις με την ΑΕΚ. Στην περίπτωση, όμως, με τον ΠΑΟΚ όλα έγιναν πολύ γρήγορα, με τον Πιερικό επήλθε οριστική συμφωνία και έτσι ολοκληρώθηκε η μεταγραφή».
Αλήθεια, πώς βίωσες εκείνες τις στιγμές, που έκανες το μεγάλο βήμα στην καριέρα σου;
«Ηταν κάτι που από νεαρός επιδίωκα. Το άλμα από τον Πιερικό της Β΄ εθνικής στον ΠΑΟΚ ήταν τεράστιο, τουλάχιστον έτσι το ένιωσα. Βέβαια, ήξερα ότι στον ΠΑΟΚ θ’ άρχιζα από το μηδέν, το νέο περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και έπρεπε ν’ ανταπεξέλθω στις δυσκολίες, έτσι ώστε να παρέμενα στην ομάδα. Πριν ακόμη αρχίσω την πρώτη καλοκαιρινή προετοιμασία μου με τον ΠΑΟΚ, διέκρινα κάποιες προθέσεις της ομάδας να δίνει νεαρότερους σε ηλικίες παίκτες ως δανεικούς σε άλλες ομάδες. Παρ’ όλα αυτά, εντάχθηκα κανονικά στην προετοιμασία και από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους».
Ποια θεωρείς καλύτερη ομάδα, τον ΠΑΟΚ του Μπάγεβιτς (2000-2002) ή τον ΠΑΟΚ του Αναστασιάδη (2002-2004);
«Δύο διαφορετικοί προπονητές, δύο αρκετά διαφορετικές ομάδες. Επί Μπάγεβιτς το ρόστερ ήταν πολύ ποιοτικό, ωστόσο οι πιο πετυχημένες σεζόν ήταν αυτές με τον Αναστασιάδη, ιδίως την περίοδο 2003-04, που βγήκαμε στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά και την αμέσως προηγούμενη, που πήραμε το κύπελλο, έχοντας, μάλιστα, δύσκολες κληρώσεις στο δρόμο προς τον τελικό».
Μπαίνει στη… ζυγαριά η χαρά κατάκτησης των δύο κυπέλλων, 2001 και 2003;
«Όπως και να το κάνεις, είναι δύο τίτλοι, που κατακτάς στην ομάδα, που αγωνίζεσαι. Παρ΄ όλα αυτά, στον τελικό του 2001 ήμουν στην 18άδα, χωρίς ν’ αγωνιστώ. Από την άλλη, μόνο περηφάνεια μπορούσα να νιώθω για εκείνη την επιτυχία, για εκείνο το σκορ, που επιτεύχθηκε κατά κάποιο τρόπο στην έδρα του αντιπάλου. Δύο χρόνια μετά, και είχα πιο ενεργό ρόλο στην ομάδα και στη διαδρομή προς τον τελικό, αλλά και αγωνίστηκα στο τελευταίο κομμάτι του αγώνα με τον Αρη. Και στις δύο περιπτώσεις, η χαρά ήταν μεγάλη, μια και οι νίκες ήρθαν απέναντι σε δύο παραδοσιακούς αντιπάλους μας. Συνεπώς, όχι, δεν τις ξεχωρίζω».
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, θα ήθελες να ξαναζήσεις την πρόκριση επί της Γκρασχόπερ ή επί της Ουντινέζε;
«Παρόλο που ήμουν σκόρερ στο πρώτο ματς με τους Ελβετούς, η ρεβάνς με τους Ιταλούς είναι χαραγμένη μέσα μου, μια κι εκείνη τη χρονική περίοδο η Ουντινέζε ήταν πρώτη στο Καμπιονάτο και εμείς στην Τούμπα είχαμε κάνει πολύ καλή εμφάνιση».
Από την άλλη, θα χαρακτήριζες ως σημείο καμπής τον αποκλεισμό από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ το 2004;
«Η ομάδα έδειχνε να βαδίζει σε καλό δρόμο. Ωστόσο, εκείνο που τελικά συνέβη δεν μας επέτρεψε να αξιοποιήσουμε εκείνη την ευκαιρία, που εμείς είχαμε δημιουργήσει για να περάσουμε στους ομίλους. Αφαιρέσαμε από μόνοι μας το δικαίωμα να διεκδικήσουμε επί ίσοις όροις την πρόκριση απέναντι σε μια ομάδα, που δεν ήταν καλύτερη από εμάς».
Πώς ολοκληρώθηκε η παρουσία σου στον ΠΑΟΚ;
«Το καλοκαίρι του 2006 είχαν συσσωρευτεί πολλά προβλήματα για πολλούς παίκτες, που είμασταν αρκετά χρόνια στην ομάδα. Δεν βλέπαμε ότι θα μπορούσαν να βρεθούν λύσεις, δεν υπήρχαν άνθρωποι να τους ακούσουμε και να κατανοήσουμε τι επρόκειτο να συμβεί. Το συμβόλαιό μου ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2006. Είχε γίνει μια συζήτηση με τον κ. Βεζυρτζή να επεκταθεί μέχρι τη λήξη της σεζόν. Τότε προέκυψε ενδιαφέρον από μια γερμανική ομάδα Β΄ κατηγορίας, ζήτησα να πάω εκεί για λίγες ημέρες για να κάνω κάποιες προπονήσεις και να δω την εκεί κατάσταση, ωστόσο δεν μου το επέτρεψε ο κ. Βεζυρτζής κι έτσι ολοκληρώθηκε η παρουσία μου στον ΠΑΟΚ».
Πώς θα περιέγραφες, με λίγα λόγια, τον κάθε προπονητή, με τον οποίο συνεργάστηκες στον ΠΑΟΚ;
«Ο Αρι Χάαν ήταν καλός στο κομμάτι της προπόνησης, όμως δεν είχε μακρόπνοο σχέδιο για την ομάδα, δεν έβλεπε μακριά, δούλευε μόνο για το ‘τώρα’. Για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς θα πω ότι η μεγάλη δύναμη που κουβαλούσε ήταν ο γυμναστής, Δημήτρης Μπουρουτζίκας, ο οποίος βοηθούσε τους παίκτες να έχουν πολύ καλή φυσική κατάσταση. Ο Αγγελος Αναστασιάδης ζούσε πολύ πιο κοντά την ομάδα, είχε έντονες αντιδράσεις γενικότερα σ’ όλο το οικοδόμημα του ΠΑΟΚ, ό,τι είχε να στο πει, σου το’ λεγε μπροστά σου κι όχι πίσω από την πλάτη σου. Προσωπικά, όπως κι όλη η ομάδα, πήρα σημαντική βοήθεια από τον Αναστασιάδη, είναι από τους προπονητές, που έχω πολύ ψηλά. Ο Ρολφ Φρίνγκερ ήταν χαμηλών τόνων, δεν ήταν ο προπονητής, που θα ‘κολλούσε’ εκείνο το διάστημα στην ομάδα. Απλώς συντήρησε μια κατάσταση χαμηλής παραγωγικότητας, επί των ημερών του δεν μπόρεσε η ομάδα να πάρει και πάλι μπρος. Με τον Νίκο Καραγεωργίου ήμουν βασικός στο πρώτο κομμάτι της θητείας του στην ομάδα, από το καλοκαίρι του 2005 και μετά, όμως, και μέχρι να αποχωρήσει, δεν είχα ενεργό αγωνιστικό ρόλο, χωρίς ν’ αντιληφθώ το λόγο, για τον οποίο είχε συμβεί εκείνο το γεγονός. Σαν επαγγελματίας, βέβαια, συνέχιζα να προσπαθώ για το καλύτερο, χωρίς να δημιουργήσω το παραμικρό πρόβλημα στην ομάδα. Τότε ήταν τεχνικός διευθυντής ο Γιώργος Κωστίκος, από τον οποίο θα περίμενα να μου μιλήσει, να μου πει κάποια πράγματα, κάτι που τελικά δεν συνέβη. Από τη στιγμή, όμως, που ανέλαβε προπονητής, απέκτησα και πάλι ρόλο στην ομάδα. Οσο για τον Ίλιε Ντουμιτρέσκου; Ενώ είχα παίξει σχεδόν σ’ όλα τα παιχνίδια από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2006 μέχρι το τέλος της σεζόν, από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς και μετά είναι σαν μην υπάρχω στην ομάδα. Μου είχε μείνει, πάντως, μια απορία. Πώς είναι δυνατό οι τότε υπεύθυνοι της ομάδας να επέτρεπαν στο συγκεκριμένο προπονητή ν΄ αρχίζει τις πρωινές προπονήσεις, μήνα Ιούλιο στη Σουρωτή, στις 11.30 με 35 βαθμούς Κελσίου επειδή ο Ντουμιτρέσκου δεν μπορούσε να ξυπνήσει νωρίς το πρωί… Θα περίμενε κανείς να βρεθεί κάποιος στην ομάδα να αντιληφθεί τι γίνονταν και να έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, μην αφήνοντας να συνεχιστεί για πολύ εκείνη η κατάσταση. Για μένα ο Ντουμιτρέσκου δεν ήταν προπονητής, αλλά έτσι κι αλλιώς τέτοιοι προπονητές είχαν ημερομηνία λήξης. Ηθελε να κάνει τον προπονητή για όσο διάστημα θα μπορούσε να κοροϊδέψει ομάδες και ανθρώπους, που θα έβρισκε. Με τον Μόμτσιλο Βούκοτιτς, ενώ στις προπονήσεις της εβδομάδας φαίνονταν ότι θα έπαιζα, όταν έρχονταν η μέρα του αγώνα, έμενε εκτός».
Μετά από τόσα χρόνια, τι θα έλεγες για τον Γιώργο Μπατατούδη;
«Πράος και καλοσυνάτος άνθρωπος, δεν ήταν από εκείνους τους προέδρους ομάδων με κακό τρόπο συμπεριφοράς. Εγώ τον πρόλαβα σε μια περίοδο, που είχε αρχίσει η πτώση του, κι όταν έπαψε να υπάρχει οικονομική υγεία, ήταν νομοτελειακό να τον αποβάλλει η ίδια η ομάδα».
Και για τον Γιάννη Γούμενο;
«Όταν ήρθε στην ομάδα, ήταν η εποχή που ουσιαστικά δεν λειτουργούσε σχεδόν τίποτα στον ΠΑΟΚ. Αρα, ήταν θετικό κατ΄ αρχήν το γεγονός ότι είχε έρθει ένας άνθρωπος για ν’ αρχίσει να ‘τρέχει’ την ομάδα. Στη συνέχεια, πέτυχε αρκετά πράγματα, υπήρξαν, όμως, και αρνητικές καταστάσεις, όπως ήταν το ματς με τη Μακάμπι».
Εκείνη την ιστορία με τον Γιάννη Καμπάνη πώς την είχατε βιώσει μέσα στα αποδυτήρια;
«Όταν ακούς ότι υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον και θα δοθεί λύση στα οικονομικά, μπαίνεις σε σκέψεις. Βέβαια, ήταν μια εποχή που έρχονταν άνθρωποι και σε μια εβδομάδα έφευγαν κιόλας. Mια τέτοια περίπτωση αποδείχθηκε κι εκείνη του Καμπάνη».
Εχεις κρατήσει κάποιο παιχνίδι, στο οποίο θεωρείς ότι έκανες την καλύτερή σου εμφάνιση με τον ΠΑΟΚ;
«Ένας αγώνας, που μου έρχεται στο μυαλό, ήταν το Μάρτιο του 2004, όταν γυρίσαμε από 0-2 σε 3-2 το ντέρμπι της Τούμπας κόντρα στην ΑΕΚ και ουσιαστικά εξασφαλίσαμε την 3η θέση και το εισιτήριο για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ».
Οσο για τους αντίπαλους επιθετικούς, που είχαν δυσκολέψει περισσότερο το έργο σου;
«Ο Βαζέχα ήταν φορ υψηλού επιπέδου, έστω κι αν τον είχα προλάβει σε λίγα παιχνίδια. Πολύ έξυπνος ο Λυμπερόπουλος, έπαιζε πολύ καλά με το σώμα, απρόβλεπτος ο Νικολαΐδης, έκανε πράγματα εκεί που δεν τα περίμενες».
Τι επίλογο θα έβαζες στη συνέντευξη;
«Η παρουσία μου στον ΠΑΟΚ αποτελεί τη μεγαλύτερη εμπειρία ζωής. Γνώρισα πολλούς ποδοσφαιριστές, προπονητές, όλο αυτό το οικοδόμημα του ΠΑΟΚ. Ακόμη και σήμερα συναντώ φιλάθλους της ομάδας, μιλώ μαζί τους, λες και με γνωρίζουν και τους γνωρίζω, όλο αυτό δεν αγοράζεται, είναι κάτι ανεκτίμητο».
πηγή: FORZA