Η Εθνική Ομάδα πήρε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, επικρατώντας τον τελικό με 80-69 της Κροατίας. Ο Βασίλης Τολιόπουλος ζει, από τη δική του πλευρά, το δικό του όνειρο σε μια εξαιρετική σεζόν για τον ίδιο, σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο, τονίζοντας ότι στο Παρίσι δε θέλει να τελειώσει γρήγορα αυτή η περιπέτεια.
«Είναι μια πραγματικά ονειρεμένη χρονιά για μένα, δε θέλω με τίποτα να τελειώσει αυτό που ζω. Ανυπομονώ να πάμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, είμαι πολύ χαρούμενος για το ρόλο, που έχω στην ομάδα, κι ελπίζω να κάνουμε κάτι καλό στη διοργάνωση», ανέφερε αρχικά ο διεθνής γκαρντ.
Αναφορικά με το αν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της επιτυχίας αυτής, ο Τολιόπουλος απάντησε πως «είναι, αναμφίβολα, η πιο μεγάλη στιγμή που έχω ζήσει στην καριέρα μου. Το ονειρευόμουν, δεν περίμενα ποτέ ότι θα φτάσω σε αυτό το σημείο και, φυσικά, είναι πολύ δύσκολο να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, τόσο έντονα που είναι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι, ότι αυτά τα συναισθήματα από όσα ζεις σε τέτοιες στιγμές, θα τα θυμάσαι για μια ζωή».
Ως προς τα στοιχεία, που μας έφεραν μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, 16 χρόνια μετά την τελευταία μας παρουσία; «Νομίζω, ότι ειδικά στην ομοιογένεια πήραμε άριστα. Είχαμε εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ μας, κάτι που μας βοήθησε να κάνουμε εξαιρετική δουλειά σε άμυνα και επίθεση, για να πάρουμε αυτή την πρόκριση τελικά με άνεση».
Η «γαλανόλευκη» κατάφερε να φτάσει στο στόχο της, μετά από μια προετοιμασία ολίγων ημερών, όπου κατάφερε να παρουσιάσει μια εικόνα, η οποία της πρόσφερε τη δυνατότητα της μεγάλης πρόκρισης. Ο διεθνής γκαρντ εξηγεί, σχετικά με αυτό: «Θεωρώ, ότι επειδή γνωριζόμαστε όλοι πολύ καλά μεταξύ μας, έχοντας παίξει ως συμπαίκτες ή ως αντίπαλοι, σε συλλόγους ή στις μικρές Εθνικές ακόμη, ξέρουμε πολύ καλά και το πώς αγωνίζεται ο καθένας στο παρκέ. Οι χαρακτήρες όλων είναι εξαιρετικοί, αγωνιστικά έχουμε πολύ καλό υλικό και για αυτό φτάσαμε μέχρι αυτό το σημείο».
Το όνειρο, λοιπόν, μέχρι πού φτάνει; «Το όνειρό μου, αρχικά, ήταν να φτάσω να παίζω σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ένα μετάλλιο, φυσικά, δε θα με άφηνε… αδιάφορο».