Ο ήλιος ήταν φωτεινός και ο Βαρδάρης δεν έλεγε να σταματήσει όταν ο Κώστας Ζουράρης εμφανίστηκε στην είσοδο του γηπέδου της Τούμπας. Τρίτη μεσημέρι και ο βουλευτής του κόμματος «Πυρίκαυστος Ελλάδα» που συνεργάζεται με τους Ανεξάρτητους Ελληνες- έτσι αυτοαποκαλείται ο εκκεντρικός πανεπιστημιακός- ήταν συνεπής στο ραντεβού του με τη «δημοκρατία». Ηρθε ντυμένος στο μαύρα. Για να πατήσει μαζί μας το γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας. Του Δικεφάλου του Βορρά.
«Εχω μπει ουκ ολίγες φορές εδώ», μας λέει στην αρχή όταν τον ρωτάμε για τη σχέση του με τον Δικέφαλο. «Πρώτη φορά πήγα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ το 1948. Τότε ήταν στο Συντριβάνι και δίπλα βρισκόταν το γήπεδο του Ηρακλή», θυμάται.
Πρώτη μας στάση η μπουτίκ του ΠΑΟΚ, όπου η επίσκεψη διήρκεσε περισσότερο απ’ ότι είχαμε αρχικά υπολογίσει: Ο Ζουράρης ήθελε να δει τα πάντα. Το κασκόλ να έχει τις ρίγες έτσι όπως τις ήθελε (κάθετες και όχι οριζόντιες) και να μην είναι βαμβακερό για να μην τον ενοχλεί στο λαιμό και το αντιανεμικό άνορακ να έχει το σωστό νούμερο. «Είναι ότι πρέπει για το ποδήλατο», σχολίασε. Όταν τελειώσαμε με τα ψώνια ο λογαριασμός φάνηκε να τον αγχώνει. Πήρε δύο μεγάλα ποτήρια, μια κούπα του καφέ, ένα σκούφο με το σήμα των πειρατών επάνω, ένα κασκόλ και ένα αντιανεμικό άνορακ μπήκαν στην σακούλα του. «Ελπίζω να έχω τόσο λεφτά», μονολόγησε βαδίζοντας προς το ταμείο. Και όταν ο υπεύθυνος της μπουτίκ του είπε ότι το ποσό είναι 78 ευρώ, έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα και άρχισε να τα μετρά. «Με 70 είμαστε εντάξει;», είε χαμογελαστά. Και όταν ο υπάλληλος του έδωσε το ΟΚ, ο Ζουράρης φόρεσε το αντιανεμικό με το σήμα του ΠΑΟΚ, έβαλε το κασκόλ και… βουρ για το γήπεδο.
Πιτσιρικάς προτιμούσε την ορειβασία και το μπάσκετ. «Σκαρφάλωνα πολύ και οι καλές αντοχές που είχα μού έδωσαν πόντους στο Πειραματικό, όπου πήγαινα σχολείο. Ετσι με έβαλαν στα χαφ», μας εξηγεί λίγο πριν πατήσουμε στο πράσινο χορτάρι τις Τούμπας. «Γιατί έγινες ΠΑΟΚ;», τον ρωτάμε. Η απάντηση έρχεται αμέσως και έχει οσμή από την Κωνσταντινούπολη. «Η γιαγιά μου με έκανε. ”Πόλη, πόλη, πόλη. Εμείς είμαστε ΠΑΟΚ”, μου έλεγε. Και έτσι έγινα Παοκτσής. Ηταν η προσφυγιά, η Βασιλεύουσα πόλη. Εμείς δεν είμασταν Ελληνες. Είμασταν Ρωμιοί από τη Βασιλεύουσα και είμασταν πάντα πιο αριστοκράτες», τονίζει με νόημα.
Μετά έπιασε την μπάλα. Την έστησε στο 11 βήματα και σούταρε δύο φορές. Με τη «δημοκρατία» σε ρόλο τερματοφύλακα. Το πρώτο σουτ αποκρούστηκε εύκολα, το δεύτερο ήταν άπιαστο. Καρφθώθηκε στην αριστερή γωνία. Ενα στα δύο, που λένε
Μετά την μπάλα η κουβέντα φτάνει στα τρόπαια. «Τέτοια ομάδα, τέτοιος λαός, αλλά λίγα πρωταθλήματα», τον πειράζουμε. «Τα πρωταθλήματα είναι για τις μικρομεσαίες συνοικιακές γκόμενες. Εμείς είμαστε αριστοκράτες» δηλώνει. Οσο για τη διακοπή του πρωταθλήματος είναι σαφώς υπέρ. «Καλά έγινε που σταμάτησε. Αν γίνεται να το διακόψουν και τελείως και να κάνουν ότι έκανε και η Θάτσερ επίσης θα ήμουν υπέρ», σημειώνει χωρίς να μασά τα λόγια του.
Η θύρα 4, ο Βαρουφάκης και ο Κούδας
Η σχέση του με τη Θύρα 4 είναι ιδιαίτερη. Εξάλλου έχει τιμηθεί και ως επίτιμος πρόεδρος της Θύρας 4 Ευόσμου. «Η θύρα 4 δεν κάθεται ποτέ. ”Σοφία ορθή”, που λένε. Και οι φίλαθλοι εκεί δεν κοιτούν στο γήπεδο γιατί δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται εκεί. Δεν κάθονται ποτέ, γιατί οι καρέκλες είναι για να τις σπάνε. Εξάλλου είναι και αριστοκράτες», δηλώνει, προσθέτοντας ότι αποφεύγει τη θύρα των επισήμων. Γι΄ αυτό δε θέλησε να φωτογραφηθεί και στη θύρα των VIP. «Θα μου χαλάσει το ίματζ», τονίζει.
Από τη συζήτηση φυσικά δε λείπει και η πολιτική. «Εχω πει ότι για έξη μήνες θα λέω σε όλα ΝΑΙ. Η κυβέρνηση πρέπει να βρει τους ρυθμούς της και χρειάζεται αυτό το διάστημα», σημειώνει. Οσο για τον υπουργό οικονομικών αισθάνεται ότι είναι πολύ κοντά στο στυλ του. «Είναι γιος μου ο Βαρουφάκης, Από έμενα πήρε το στυλ, γιατί και εγώ δεν φοράω γραβάτα. Είναι πάντως ταλαντούχος. Λαμπρός. Ταλεντάρα. Και αυτός και η Ζωή», λέει για τον υπουργό οικονομικών και την πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Το ρολόι δείχνει τρεις παρά τέταρτο και λίγο πριν αποχωριστούμε τον ρωτάμε για τους πιο καλούς ποδοσφαιριστές που είχε ποτέ ο ΠΑΟΚ. Απαντά άμεσα και χωρίς περιστροφές: «Ο Λάμπρος ο Κουιρουκίδης και φυσικά ο Κούδας».
Συνέντευξη στην εφημερίδα “Δημοκρατία”