Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ έδωσε στους φίλους της ομάδας την δυνατότητα να γράψουν ένα κείμενο για τον “Δικέφαλο του Βορρά” ενόψει των 90 χρόνων από την ίδρυση του συλλόγου. Σήμερα στην επίσημη ιστοσελίδα της η “ασπρόμαυρη” ΠΑΕ δημοσίευσε ένα κείμενο το οποίο ξεχώρισε.
Αναλυτικά:
«ΠΑΟΚ γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» έλεγε ο συγχωρεμένος μου ο παππούς. Γεννημένος στις 20 Απριλίου του 1920 στην Πόλη, με καταγωγή από το Μπεμπέκι, ήρθε με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1932. Με τον ερχομό του αυτός και η οικογένεια του αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, χωρίς σπίτι και δουλειά, την καχυποψία και αποκλεισμό από την τότε λεγόμενη «παλαιοελληνική» κοινωνία, τις καθημερινές δυσκολίες της προσφυγιάς, παγιδευμένοι μεταξύ της μνήμης ενός ένδοξου παρελθόντος στην Πόλη κι ενός σχεδόν αβέβαιου μέλλοντος στη νέα Ελλάδα.
Κι όμως, στους καπνισμένους προσφυγικούς καταυλισμούς του Κουλέ Καφέ και της Νεάπολης, εκεί που μένανε στοιβαγμένες δύο και τρεις οικογένειες μαζί μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ο παππούς πότε δεν έχασε την πίστη του, ούτε στο θεό, κι ούτε στους ανθρώπους. Εκεί ενσωματώθηκε στη μεγάλη Ιδέα του ΠΑΟΚ, του Ελληνισμού της προσφυγιάς από την Πόλη ως τον Πόντο, κι από την Αυστραλία στη μακρινή Αμερική. Πιτσιρίκι πια, στο ξύλινο γήπεδο στο Σιντριβάνι, ο παππούς μάζευε την μπάλα και μεγάλωνε με την ένδοξη ομάδα του ’30, τότε που μια ολόκληρη σκληρά εργαζόμενη κοινωνία ζούσε και ανέπνεε για να δει τον ΠΑΟΚ να παίζει την Κυριακή εναντίον του Άρεως και όλων τον εκπροσώπων του κατεστημένου -αθηναϊκού και μη. Γιατί εμείς ποτέ δεν αντιμετωπιστήκαμε ως Έλληνες, μα πάντα μας βλέπανε ως «φιλοξενούμενους», εμείς οι πρόσφυγες με τα αεροπλάνα και τα βαπόρια, εμείς οι νέοι Οδυσσεύς που ψάξαμε και συνεχίζουμε να ψάχνουμε για το ιδεατό, την χαμένη μας Ιθάκη, την Ελλάδα της καρδιάς μας.
Χρόνια μετά έτσι κι εγώ μεγάλωσα με τις μνήμες του παππού μου, από τη μεγάλη ομάδα του ’50 του Πρόγιου, του γίγαντα Κεμανίδη και του παικταρά Κουιρουκίδη, το χτίσιμο του Ναού της Τούμπας τούβλο τούβλο με τα ανιδιοτελή χέρια του κάθε ΠΑΟΚτσή το 1960 και φυσικά με τη μεγαλύτερη ομάδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ΄70, τον ΠΑΟΚ του totalfootball, τον ΠΑΟΚ του Κούδα και τον λοιπών παιδιών που έγραψαν ιστορία με χρυσά γράμματα. Θυμάμαι τα πρώτα παιχνίδια που ο παππούς με πήρε από το χέρι στη Τούμπα, το πρωτάθλημα του ’85, το ανάποδο ψαλίδι του Κωστίκου στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό στο 4-0, την εξάρα στις Σέρρες, το Ντιέγκο Μαραντόνα να μένει άλαλος με το ΛΑΟ του ΠΑΟΚ στο ματς με τη Νάπολι, το τρελό τρίποντο και κλάμα του Μπάνε στον τελικό με τη Ρεάλ, κι άλλες αξέχαστες μνήμες που έχουν χαράξει την καρδιά μου και που με κάνουν να είμαι αυτός που είμαι.
Αυτές τις μνήμες του τις μετέφερε σε μένα τον εγγονό του, γεννηθείς εις Θεσσαλονίκη και πλέον κάτοικος Λονδίνου λόγο οικονομικών (και πάλι) αναγκών. Γιατί για μας που προερχόμαστε από τις χαμένες πατρίδες, όλα είναι δρόμος, άλλα έχουμε κρατήσει μία σταθερά ταυτότητα και ένα πιστεύω, έναν τρόπο σκέψης κι ανθρωπιάς που αναβλύζειαπό τα μαύρα και κλεισμένα φτερά του Δικέφαλου, από την μνήμη της καταστροφής της Σμύρνης. Εμείς ο λαός του ΠΑΟΚ που μάθαμε να μη φοβόμαστε και να κρατάμε ψηλά το κεφάλι σε κάθε δυσκολία που μας φέρνει η ζωή. Κι αυτό είναι πάνω απ’ όλα το μόνο που θυμάμαι από παιδί μικρό: «ΠΑΟΚ γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» κι αυτό είναι που θα μάθω και στα δικά μου εγγόνια όταν έρθει εκείνη η καλή ώρα…