Τέλη δεκαετίας του ’80 το πρώτο μου ρεπορτάζ ήταν το ”κυβερνητικό” και η πρώτη μου ”αποστολή” θυμάμαι, να καλύψω μια συνεδρίαση της νεοσύστατης επιτροπής κατά της βίας. Tης περίφημης ΔΕΚΑΒ.
Πιτσιρικάς, λοιπόν, και ψάρακας έβαλα μια γραβάτα κι ένα σακάκι (τότε ο δημοσιογράφος δεν κυκλοφορούσε με σκισμένα τζιν κτλ) και κατηφόρισα στα γραφεία της ΓΓΑ, όπου είχε προγραμματιστεί η σύναξη των ανθρώπων που θα έβαζαν τα πράγματα στη θέση τους και κάθε κατεργάρη στον πάγκο του. Κουστουμαρισμένοι, με ύφος σοβαρό (έως ψαρωτικό) φάνταζαν στα μάτια μου κάτι σαν ”ρεϊντζερς του ελληνικού ποδοσφαίρου”. Γύρισα στα γραφεία του ΕΘΝΟΥΣ κατενθουσιασμένος και με καμιά 50αριά κόλλες σημειώσεων. Δεν είχα χάσει ούτε λέξη από τα λεγόμενα τους. Η βία είχε βρει στα πρόσωπα αυτών των κυρίων το μάστορά της. Ή μήπως όχι;…
”Έχεις 150 λέξεις” μου είπαν ”από μέσα”. Μια φράση που ήταν αρκετή για να με ξενερώσει στο δευτερόλεπτο σαν τον μεθυσμένο που τον σταματάει η αστυνομία για αλκοτέστ. Δεν ρώτησα κανέναν συνάδελφο γιατί υποβάθμιζε η διεύθυνση ένα τόσο σημαντικό ρεπορτάζ μέσα από το οποίο θα ανέλυα στους αναγνώστες το σχέδιο της Πολιτείας για την πάταξη του χουλιγκανισμού. Απλά γέλασα μέσα μου καταλαβαίνοντας πως είχα πάρει μέρος στην πρώτη κωμωδία της δημοσιογραφικής μου ζωής. Οι κουστουμαρισμένοι κύριοι με το ψαρωτικό ύφος και τις σοβαρές εξαγγελίες έπαιζαν τον παππά…
Από εκείνη την ημέρα πέρασαν 25 ολόκληρα χρόνια και η κωμωδία των 80’s παίχθηκε αμέτρητες φορές στην ΕΠΟ, στην ΓΓΑ, στην πρώην ΕΠΑΕ, στην Σούπερ Λίγκα. Κούρασε. Με κούρασε. Τώρα πια αν πέσει το μάτι μου σε κάποιον κύριο ”στα κασμίρια του ντυμένο”, που λέει και το τραγούδι, την ώρα που μιλάει για το φαινόμενο της βίας και προτείνει λύσεις για την πάταξή της, θα κάνω ”κλικ” και θα αλλάξω στο δευτερόλεπτο κανάλι ή σταθμό.
Οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε αυτές τις σειρές νιώθετε ακριβώς το ίδιο. Κούραση. Και αηδία. Και αποστροφή. Ε, και τι κάνουμε γι’ αυτό;
O καθένας κάνει ό, τι γουστάρει. Δεν είμαι εδώ για να του υποδείξω τρόπους ”διαφυγής”. Μεγάλα παιδιά είμαστε, άρα ποσώς με ενδιαφέρει αν νιώθει περήφανος γι’ αυτό που παίχτηκε στην Τούμπα και τα προηγούμενα χρόνια παιζόταν διαρκώς σε βάρος της ομάδας του στον Πειραιά.
Γουστάρεις, δηλαδή, να βλέπεις ψάρια στον πάγκο του Ολυμπιακού; Δικαίωμά σου. Εσύ διαλέγεις και διαμορφώνεις το περιβάλλον στο οποίο θα ζεις. Δικαίωμά μου, όμως, να διαλέγω κι εγώ το δικό μου.
Στον δικό μου κόσμο που λες, δεν θέλω να ξεσηκώνει ο λαός την ομάδα, αλλά η ομάδα τον λαό. Με την μπαλάρα της. Γουστάρω να παίζει τέτοια μπάλα που θα του ανεβάζει ρε αδερφέ το αίμα στο κεφάλι, θα τον τρελαίνει. Το έζησα με την ΑΕΚ της 5ετίας, 1991-1996. Για την ακρίβεια το ήπια ”γουλιά, γουλιά”, θαρρείς και ήταν η ακριβότερη σαμπάνια. Εκείνη η ΑΕΚ τρέλαινε είτε είχε απέναντί της τον Ολυμπιακό (τον οποίο κέρδιζε και με…9) είτε την Παναχαϊκή του Λουκόπουλου…
Στον δικό μου κόσμο, η θέση του οπαδού είναι στην εξέδρα και ο ρόλος του διακριτός και συγκεκριμένος. Ο οπαδός είναι για να τραγουδάει, να πανηγυρίζει, να ”αρρωσταίνει”, να σκάει από τη στεναχώρια του στις ήττες. Ο οπαδός δεν είναι για να παραγοντίζει, να τρομοκρατεί τον αντίπαλο, να σημαδεύει με φωτοβολίδες τον τερματοφύλακα της άλλης ομάδας (θυμάσαι τον Σάχα σ’ εκείνον τον ημιτελικό, ε;), να κόβει βόλτες στον ”περιβάλλοντα χώρο”. Είναι να έρχεται στο γήπεδο και να φεύγει…
Αυτός είναι ”με δυο γραμμές” ο δικός μου πολιτισμός, το δικό μου γούστο και δεν έχω καμία απαίτηση να τον ασπαστεί κανένας. Στην τελική δεν θέλω μέσα στον δικό μου πολιτισμό, τον τύπο του οπαδού που περιέγραψα παραπάνω, είτε ανήκει στην εξέδρα της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ, κτλ.
Έχω ένα μότο στη ζωή μου. Ο καθένας παίρνει στο τέλος αυτό που του αξίζει. Όλοι μας θα πάρουμε, λοιπόν, αυτό που μας αξίζει, στην προσωπική ζωή, στην κυβέρνηση, στο ποδόσφαιρο, στο σπίτι μας το ίδιο. Κατά έναν…μαγικό τρόπο αυτό συμβαίνει πάντα στο τέλος. Περνάμε από ”το ταμείο” και ”εισπράττουμε”.
Μέχρι να ‘ρθει εκείνη η ώρα κι επειδή μιλάμε για τις ομάδες μας, θα μεσολαβήσουν πολλές ενέργειες που θα καθορίσουν την τελική αμοιβή. Γιατί από το ταμείο θα περάσεις, θες δε θες. Το λιγότερο που ‘χεις να χάσεις, λοιπόν, είναι μια κατηγορία. Και το περισσότερο η ίδια σου η ζωή. Ρίξε μια προσεκτική ματιά γύρω σου και θα καταλάβεις πολύ καλά τι παίζει. Πηγαίνεις απροστάτευτος (από Πολιτεία, αστυνομία κτλ) και μόνος για να δεις το ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός, κι ας είσαι φίλαθλος του ΠΑΟΚ. Στην τελική και ο Μπλιώνας, μέσα δεκαετίας του ’80, Λαρισινός ήταν (και δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη σχέση με την ομάδα της πόλης) όταν του καρφώθηκε η φωτοβολίδα στην καρωτίδα.
Ποιος σου εξασφαλίζει ότι δεν θα σε κλάψει η δικιά σου μανούλα, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον;
Καλό Πάσχα και sorry αν σε άγχωσα χρονιάρα μέρα…