Λίγο πριν πάρει μπρος η μηχανή για να τυπωθεί η νέα FORZA του Σαββατοκύριακου, με πλούσια, όπως πάντα, θεματολογία σε 56 σελίδες, ας θυμηθούμε ένα από τα θέματα της προηγούμενης!
Στον ποδοσφαιρικό ΠΑΟΚ έγινε μεγάλη συζήτηση τελευταία για τις ευκαιρίες, που δημιουργούνται και τα γκολ, που χάνονται!
Πήγαμε ως το PAOK SPORTS ARENA και βρήκαμε έναν άνθρωπο, που έχει βάλει εκατοντάδες γκολ στη ζωή του.
Είναι ο Μανόλης Βαλιάνος, ο φροντιστής της ομάδας μπάσκετ, που επί 22 χρόνια έσκιζε δίχτυα στα τοπικά πρωταθλήματα της Θεσσαλονίκης.
Ο Μανόλης Βαλιάνος είναι γέννημα – θρέμμα ΠΑΟΚ, παιδί της Τούμπας, μεγάλωσε στα στενά της, καμιά 500 μέτρα πάνω από το γήπεδο και διανύει τη 10η σεζόν του ως φροντιστής της ομάδας μπάσκετ…
Η ιστορία του έχει ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι τον βλέπουν στον πάγκο του ΠΑΟΚ να μοιράζει τις πετσέτες στους παίκτες, να φροντίζει να είναι όλα στην εντέλεια. Λίγοι γνωρίζουν, ότι ο Μανόλης Βαλιάνος, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γκολτζήδες, που πέρασαν από τα τοπικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου. Στα ξερά της ΕΠΣΜ μπορεί να πέτυχε και 300-400 γκολ, στα χρόνια που έπαιξε ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο!
Αυτή ήταν η αφορμή για να τον γνωρίσουμε, αλλά ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά!
-Ελάχιστοι γνωρίζουν το παρελθόν σου στο ποδόσφαιρο. Έβαλες λιγότερα ή περισσότερα από 300 γκολ συνολικά;
«Να σου πω την αλήθεια δεν τα έχω μετρήσει. Λογικά θα είναι περισσότερα. Από το 1978 και για σχεδόν 22 χρόνια έπαιζα στα τοπικά πρωταθλήματα, με την Προοδευτική, την Πυρσό Δόξας, Μελιτέα, ΜΕΝΤ και Μαλακοπή. Κάθε χρόνο έβαζα 18-20-22 γκολ, την τελευταία μου σεζόν με την ΜΕΝΤ είχα βάλει 36 γκολ. Στα 36-37 μου. Στην αρχή έπαιζα εξτρέμ, μετά στα χαφ, μετά σέντερ φορ. Όσο μεγαλώνεις και τρέχεις λιγότερο, παίζεις πιο κοντά στην περιοχή. Τότε έτρεχα και είχα καμιά εικοσαριά κιλά λιγότερα!».
-Και πως δεν πήρες καμιά μεταγραφή να παίξεις σε πιο υψηλό επίπεδο;
«Τότε δεν ήταν τόσο εύκολο, όσο σήμερα. Τότε δεν είχε μάνατζερ. Έπρεπε να έχεις κάποια γνωριμία, να σε προωθήσουν, ήταν δύσκολα. Σήμερα με τόσους μάνατζερ, τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Κάποια παιδιά από εκείνες τις ομάδες, που έπαιξε, έπαιξαν και πιο ψηλά. Αλλά ήταν λίγοι».
-Αφού πιάσαμε το ποδόσφαιρο, γιατί δεν βάζει ο ΠΑΟΚ γκολ σήμερα; Πως χάνονται τόσες ευκαιρίες;
«Το γκολ έχει να κάνει με το ταλέντο, που έχει ο κάθε παίκτης, και φυσικά με την εφαρμογή στους αγώνες, όσων γίνονται στις προπονήσεις. Ο επιθετικός, αυτό, που έχει να κάνει, είναι να σταματήσει τη μπάλα και να τη στείλει μέσα. Είναι θέμα αντίληψης. Ο επιθετικός πρέπει ανά πάσα στιγμή, που είναι η εστία. Και όταν σου έρθει η μπάλα, δε θέλει δεύτερη σκέψη. Εκεί χάνεται το παιχνίδι».
-Τι εννοείς;
«Ο επιθετικός εκτελεί. Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι τι θα κάνεις τη μπάλα, το έχασες το παιχνίδι. Οι αμυντικοί είναι γρήγοροι πια. Θα πέσουν πάνω σου. Αν θυμάστε, ο Κλάους έβαζε πολλά γκολ κάθε χρόνο, γιατί εκτελούσε με τη μία, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτό δεν το κάνει φέτος. Στην καριέρα μου δεν έχω χάσει πέναλτι. Παίρνεις μια απόφαση, πηγαίνεις και το τελειώνεις. Αν αρχίσεις να το σκέφτεσαι, πάει…»
-Στον ΠΑΟΚ και στο μπάσκετ πως βρέθηκες;
«Στον ΠΑΟΚ δεν θυμάμαι πως βρέθηκα. Η ζωή μου είναι ΠΑΟΚ. Γεννήθηκα στην Τούμπα, όσο θυμάμαι εμένα, θυμάμαι και ΠΑΟΚ. Από το σπίτι μου έπαιρνες την κατηφόρα και έμπαινες στο γήπεδο. Με την Προοδευτική κάναμε προπόνηση στο ξερό, που ήταν εκεί που είναι τώρα το σχολείο. Εκεί έκανε πολλές φορές κι ο ΠΑΟΚ. Γύρω μου υπήρχε πάντα, μόνο ΠΑΟΚ».
-Και το μπάσκετ;
«Το μπάσκετ το αγάπησα από τη μέρα, που ήρθε ο Μπάνε στον ΠΑΟΚ, δεν έχανα παιχνίδι. Όταν έγινε το Παλατάκι, το διαρκείας μου ήταν εδώ, πίσω από το καλάθι. Εδώ είχε διαρκείας ο ΣΦ ΠΑΟΚ Τούμπας. Δεν έχω χάσει αγώνα στο Παλατάκι. Το μπάσκετ μας ταξίδεψε πολύ, μας πήγε σε τελικούς, ζήσαμε μεγάλες στιγμές. Τη δεκαετία του ’90, κάθε χρόνο όλο και κάτι κάναμε!».
-Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά πως είναι η ζωή σ΄ αυτό το γήπεδο, καθημερινά δίπλα σ΄ αυτή τη ομάδα;
«Την περίοδο 2007-08 η ομάδα έψαχνε φροντιστή, ήξερα από αθλητισμό, ήρθα κι από τότε είμαι εδώ. Αυτή η δουλειά, είναι δουλειά ζωής, πίστεψέ με δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο. Ακόμη κι όταν δεν έχω δουλειά, έρχομαι στο γήπεδο. Με βλέπουν στα γραφεία, με ρωτάνε «τι θέλεις εδώ;». Τι θα πει, τι θέλω; Θέλω να μυρίσω το παρκέ. Αν δεν μυρίσω το παρκέ, δεν μπορώ, κάτι μου λείπει. Πρέπει να έρθω κάθε μέρα οπωσδήποτε. Το μυαλό μου είναι εδώ, αυτό είναι το δεύτερό μου σπίτι».
-Καμιά φορά δεν σε πιάνει το παράπονο, που ο ΠΑΟΚ δεν είναι όπως τότε; Που αυτό το γήπεδο δεν έχει πολύ κόσμο;
«Μακάρι να πάει καλύτερα η ομάδα, να έρχεται περισσότερο ο κόσμος. Ο ΠΑΟΚ είναι μεγάλος, κι αυτό ξέρεις, εμείς το συναντάμε όπου κι αν πηγαίνουμε στην Ευρώπη. Όπου κι αν πάμε στην Ευρώπη, το νιώθουμε, ότι μας βλέπουν σαν μεγάλο μέγεθος και με κάποιο δέος, σε μερικά μέρη. Τον θυμούνται τον ΠΑΟΚ από τότε. Στη δική μας συνείδηση, ανήκουμε σε μια τεράστια ομάδα, που απλά έκανε μια στάση και κάποια στιγμή, θα πάρει πάλι μπρος»
-Ποιες ήταν οι πιο ωραίες στιγμές, που έζησες δίπλα στην ομάδα;
«Είναι πολλές. Ήταν η 3η θέση που πήραμε στον μικρό τελικό με τον Άρη, πριν πέντε – έξι χρόνια. Ήταν κάποια μεγάλα παιχνίδια που κάναμε, όπως η πρόκριση στην Τουρκία με τη Μπεσίκτας. Την πρώτη χρονιά, που κινδυνεύσαμε, πήραμε ένα μεγάλο ματς με τον Ολυμπιακό με ένα πόντο. Ήταν μεγάλο παιχνίδι»
-Και οι πιο κακές;
«Η πιο κακιά, που ίσως μου προκάλεσε και πρόβλημα στην υγεία μου, ήταν πέρσι που χάσαμε από τον Φάρο. Δεν ήξερα που ήμουν, τι έκανα, ήμουν πολύ χάλια, δεν έχω ξανανιώσει τον εαυτό μου τόσο χάλια! Μετά από ένα μήνα έκανα μπαλονάκια. Επηρεάστηκα πολύ εκείνη τη μέρα. Αλλά εκείνο με έβαλε σε ένα δρόμο, να ξέρω τι είμαι και που πάμε».
-Κάθε χρόνο συναντάς πολλούς χαρακτήρες. Ποιοι ήταν οι καλύτεροι;
«Μου έρχεται στο μυαλό ο Λάζαρος Παπαδόπουλος. Πέρασε από μεγάλες ομάδες, ήταν φίρμα, αλλά ο Λάζαρος είναι φανταστικό παιδί, φανταστικός στη συνεργασία. Όλα τα παιδιά είναι συνεργάσιμα, δεν υπάρχουν προβλήματα».
-Κανείς δεν είχε ιδιοτροπίες;
«Ιδιοτροπίες υπάρχουν, αλλά μη φαντάζεσαι… Θέλουν τα πράγματά τους να είναι ΟΚ. Όταν είναι, δεν υπάρχει κανένα θέμα. Ορισμένοι έχουν τις παραξενιές τους. Ο Μάρσαλ για παράδειγμα, δεν έδενε τα πόδια του κι έπαιζε πάντα, φορώντας 2-3 ζευγάρια κάλτσες. Μια φορά σε ένα ευρωπαϊκό ματς, δεν είχα πάρει τόσες κάλτσες και φόρεσε από κάτω τις κάλτσες από το κοστούμι κι από πάνω τις αθλητικές».
-Ποιο γήπεδο απ΄ αυτά, που έχεις πάει, δεν θα ξεχάσεις;
«Αυτό, που είχαμε ζήσει στη Σμύρνη, όταν παίξαμε με την Καρσίγιακα, δεν ξεχνιέται. Τέτοια κερκίδα δεν είδα πουθενά. Κάποια στιγμή, βούιζαν τα αυτιά μας από το θόρυβο. Ήταν και μεγάλο ματς, γιατί κερδίσαμε μετά από δύο παρατάσεις».
-Σου ήρθε ποτέ, σε κάποιο παιχνίδι, η επιθυμία να αφήσεις τον πάγκο και να ανέβεις στην κερκίδα;
«Ναι! Στο Τρεβίζο, σε ένα παιχνίδι με τη Μπένετον. Ήρθαν περίπου 100-150 δικοί μας, όταν βγήκα και τους είδα να φωνάζουν δάκρυσα και ήθελα να πάω πάνω να φωνάξω λίγο μαζί τους, να θυμηθώ τα νιάτα μου».