Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, είχα αρχίσει να παρακολουθώ την Βασιλεία… Ήταν μια ομάδα από ένα πρωτάθλημα του δικού μας μεγέθους, από μια χώρα πληθυσμιακά του δικού μας μεγέθους.
Ήταν μια ομάδα, που έπαιρνε τα πρωταθλήματα στην Ελβετία (σε μια χώρα που δεν υπάρχουν συμμορίες), έπαιζε στην Ευρώπη, έκανε μεγάλες προκρίσεις στο Τσάμπιονς Λιγκ, είχε φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ το 2013.
Αυτό, που μου έμεινε από τη Βασιλεία, ήταν η πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ τη σεζόν 2014-15, παίρνοντας αποτέλεσμα την τελευταία αγωνιστική μέσα στο Άνφιλντ (1-1) σε ένα επικό παιχνίδι “ο θάνατός σου, η ζωή μου”, με τρελό ρυθμό.
Μέχρι το 2017, που πέρασε από τη φάση των ομίλων, κάνοντας πλάκα στην Μπενφίκα και στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, με νίκες μέσα – έξω, είχε σταθερά καλή παρουσία στην Ευρώπη.
Κάθισα και σκέφτηκα τι μπορούσε να κάνει μια τέτοια ομάδα, τόσο ανταγωνιστική σ΄ αυτό το επίπεδο και σε τελική ανάλυση, τόσο πετυχημένη.
Η Βασιλεία ήταν μια ομάδα με χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Πάντα είχε έναν δύο 30αρηδες στην ενδεκάδα της (συνήθως ο ένας ήταν ο Στρέλερ…) και οι υπόλοιποι ήταν 20-25 ετών.
Ανέβαζε παίκτες από την ακαδημία της κάθε χρόνο, δεν έπαιρνε “δευτεράντζες” από την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, προτιμούσε να αγοράζει, μέχρι και με 2-3 εκατομμύρια ευρώ, παίκτες νεαρούς από πρωταθλήματα της επόμενης ταχύτητας.
Κατάφερνε με σχετικά μικρό κόστος, να έχει μια ομάδα με ποιότητα, με πολύ ενέργεια, που έτρεχε πολύ, με νεαρούς παίκτες διψασμένους, που την έβλεπαν σαν το μεγάλο σκαλί για μια μεγαλύτερη μεταγραφή.
Είχε επιτυχίες, γέμιζε το γήπεδο και την τροπαιοθήκη της και κάθε καλοκαίρι μάζευε 20-30 εκατομμύρια ευρώ από πωλήσεις. Πάντα πουλούσε, πριν οι παίκτες προλάβουν να κεφαλαιοποιήσουν την υπεραξία τους, και πάντα είχε κάτι ακόμη να πουλήσει, γιατί είχε φροντίσει στο μεσοδιάστημα να το δημιουργήσει.
Μετά από εκείνο το εκείνο το επικό παιχνίδι στο Άνφιλντ τον Δεκέμβριο του 2014, είχα κάνει μια ανάρτηση σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με τους παίκτες της Βασιλείας να πανηγυρίζουν την πρόκριση, ρωτώντας “αυτοί πως το κάνουν κι άλλοι δεν μπορούν;”. Αν μια ομάδα θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστική σ΄ αυτό το επίπεδο, θα μπορούσε σίγουρα να σαρώνει τους τίτλους στη χώρα της.
Εκείνη την εποχή, ο ΠΑΟΚ έψαχνε το δρόμο προς τη γη της ποδοσφαιρικής επαγγελίας, με άλλον τρόπο. Μ΄ αυτόν, που μπορεί να τον οδηγούσε κάποτε σε έναν τίτλο, αλλά και με μαθηματική ακρίβεια στο οικονομικό αδιέξοδο, ξοδεύοντας εκατομμύρια σε παίκτες, που δεν επρόκειτο να του φέρουν πίσω ΠΟΤΕ.
Ο ΠΑΟΚ άρχισε να αλλάζει στόχευση πριν από περίπου ένα – ενάμιση χρόνο, όταν άρχισε να διαπιστώνει ότι ο δρόμος που πήρε θα τον βγάλει σε αδιέξοδο.
Αυτό το καλοκαίρι έχουν παρθεί γενναίες αποφάσεις και η αλλαγή στόχευσης είναι πια προφανής.
Οι μεγάλοι σε ηλικία παίκτες, με συμβόλαια πολύ μεγαλύτερα απ΄ αυτά, που αξίζουν στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, φεύγουν. Στη θέση τους έρχονται παίκτες πολύ μικρότερης ηλικίας, οι οποίοι έχουν όμως ποιότητα.
Ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει, αλλά η ποιότητα φαίνεται πως δεν χάνεται. Χάνεται μόνο η εμπειρία στη διαχείριση καταστάσεων. Ο ΠΑΟΚ δε φέρνει άγνωστους πιτσιρικάδες, φέρνει μικρούς με ποιότητα και προοπτικές.
Δεν ξέρω αν κάποια μέρα ο ΠΑΟΚ γίνει Βασιλεία. Υποθέτω, όμως, ότι ο δρόμος που έχει πάρει, αν έχει υπομονή να υποστηρίξει την απόφασή του, θα τον οδηγήσει εκεί που πρέπει.