Τα 74 χρόνια του κλείνει τη Δευτέρα 23 Νοεμβρίου ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του ΠΑΟΚ, ο Γιώργος Κούδας. Γεννημένος το 1946, στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, απόγονος του Γιάννη Κούδα από την Ανατολικής Θράκης και της Ελευθερίας Μακρή από τη Σταυρούπολη Ξάνθης, έμελλε να συνδυάσει το όνομά του με την 94χρονη ιστορία του δικέφαλου, θεωρούμενος όχι τυχαία σαν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που αναδείχθηκε από την ασπρόμαυρη ομάδα και ένας από τους κορυφαίους Έλληνες όλων των εποχών.
Η ποδοσφαιρική του διαδρομή γεμάτη από δάφνες, διακρίσεις, γενική αποδοχή, ηρωικές παρουσίες και εξαιρετική δημοφιλία, που έμελλε να συνδυαστεί με το μεγάλωμα του “δικεφάλου” που επί των ημερών του έγινε μία από τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες. Υπήρξαν όμως και σκοτεινές εποχές. Μια τέτοια κομβική στιγμή, η απόφασή του να αποδεχτεί την πρόταση του Ολυμπιακού το 1966 και να μετακινηθεί στον “ερυθρόλευκο” σύλλογο με τον οποίον όμως δεν έκανε ι επίσημες παρουσίες καθώς δεν είχε τη συγκατάθεση από τον ΠΑΟΚ για την νομιμοποίηση της μεταγραφής και τον τότε πρόεδρο του τον Γιώργο Παντελάκη ο οποίος επέμενε στην ακύρωση της μετακίνησης αυτής.
Όταν ο 74χρονος σήμερα ποδοσφαιριστής, αποφάσιζε το καλοκαίρι του 1968 μετά από δύο ολόκληρα χρόνια απουσίας από την ομάδα του και τη Θεσσαλονίκη να επιστρέψει στην Τούμπα, ο ιστορικός σύλλογος, έγραφε μία καινούργια και τεράστια σελίδα στην πολύχρονη ιστορία του, ένα ολόκληρο κεφάλαιο με την επιστροφή του μεγάλου του άσου. Στην πρώτη προπόνηση μετά την επιστροφή του, στις 8 Αυγούστου του 1968, επτά χιλιάδες οπαδοί είχαν συγκεντρωθεί στο γήπεδο της Τούμπας για να τον δουν έστω και σε προπόνηση να φοράει και πάλι τα ασπρόμαυρα. Ο τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ Γιώργος Παντελάκης, δεν επέτρεψε όλο αυτό το πλήθος, να μπει στο γήπεδο για να παρακολουθήσει την πρώτη παρουσία -ανεπίσημη έστω- με την ασπρόμαυρη στολή του Γιώργου Κούδα, όμως αυτό δεν πτόησε τον κόσμο του δικέφαλου που περίμενε καρτερικά μέσα στον καύσωνα, να τον περιμένει έξω από το γήπεδο για να τον αποθεώσει με εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του.
Γεννήθηκε στον Δήμο Αγίου Παύλου και μεγάλωσε στο Διοικητήριο. Πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στα προεφηβικά του χρόνια στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου μπροστά από το σημερινό υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Εκεί στα μάρμαρα του Διοικητηρίου έδειξε το εξαιρετικό ποδοσφαιρικό του αισθητήριο, το μεγάλο του ταλέντο, που τον οδήγησε στον ΠΑΟΚ για να φορέσει την ασπρόμαυρη στολή.
Όταν πρωτοπήγε μικρός ακόμη, στα 12 του χρόνια, στο βοηθητικό γήπεδο έξω από την Τούμπα στον περίβολο της Αγίας Βαρβάρας και δοκιμάστηκε δεν έτυχε άμεσης αποδοχής. Δεν του είπαν να ξανάρθει κι αυτό τον πλήγωσε. Επέμενε όμως στη συνέχεια περιμένοντας την δεύτερη ευκαιρία για να δοκιμαστεί και πάλι. Την δεύτερη φορά είχε καλύτερα αθλητικά παπούτσια, έπαιξε όπως ακριβώς ο ίδιος συνήθιζε, εκεί στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου ή στην πλατεία της λαχαναγοράς και στον ΠΑΟΚ δεν είχαν δεύτερη σκέψη. Τον κάλεσαν άμεσα, τον φωτογράφισαν και του έκαναν σύντομα ένα δελτίο, μην τυχόν και πάει κάπου αλλού.
Η διαδρομή του στον ΠΑΟΚ είναι λίγο-πολύ γνωστή: Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και θα ήταν ασφαλώς ο μοναδικός ρέκορντμαν συμμετοχών σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο αν αγωνιζόταν και στα δύο χρόνια που απουσίασε, φευγάτος στον Ολυμπιακό. Σημείωσε 133 γκολ, ενώ σε αγώνες κυπέλλου είχε άλλες 70 συμμετοχές και σκόραρε αλλά 27 γκολ συνολικά, που μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς ανεβάζουν τον αριθμό συμμετοχών του στις 780 με τη φανέλα του ΠΑΟΚ πετυχαίνοντας συνολικά 220 τέρματα, ενώ κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδος της περιόδου 75-76 τα δύο κύπελλα το 1972 και το 1974 ενώ έκλεισε την καριέρα του τη σεζόν 1983-84 χωρίς να γευτεί τη χαρά του δεύτερου πρωταθλήματος που κατακτήθηκε αμέσως την πρώτη χρόνια από την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Στην προσωπική του ζωή είναι ένας ήσυχος και διακριτικός οικογενειάρχης, ζώντας με την δεύτερη σύζυγό του την Μαρίζα Ευστρατίου από το 1982 ενώ από το 1986 έχει ιδρύσει βιοτεχνία ενδυμάτων την οποία παρά τους έντονους οικονομικούς κλυδωνισμούς της τελευταίας δεκαετίας, διατηρεί μέχρι σήμερα.
Στα χρόνια της ποδοσφαιρικής του δραστηριότητας ξεκίνησε και κάποιες αντίστοιχες επιχειρηματικές οι οποίες όμως όλες δεν ευδοκίμησαν με συνέπεια να “βουλιάξουν” και σε κάθε περίπτωση να τον επιβαρύνουν με οικονομικές ζημίες. Η πρώτη του επιχείρηση ήταν αυτή που άνοιξε μαζί με τον συμπαίκτη του Αρίσταρχο Φουντουκίδη μία αντιπροσωπεία αυτοκινήτων η οποία δεν πήγε καθόλου καλά και λίγα χρόνια αργότερα αποχώρησε από αυτήν. Στη συνέχεια συνεταιρίστηκε σε μία μεταφορική εταιρεία πού και αυτή αποχώρησε χωρίς θετικό οικονομικό αποτέλεσμα.
Το 1986 ο Μανώλης Ρασούλης εμπνεόμενος από τη δημοφιλία και το άστρο του μεγάλου ποδοσφαιριστή σε συνδυασμό γράφει το λαϊκό άσμα “Πότε Βούδας πότε Κούδας” που με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου γίνεται διαχρονική επιτυχία.
Tο 1996 μάλιστα συνέβη και το εξής απροσδόκητο.Σε μία περιοδεία βετεράνων ποδοσφαιριστών από τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, στις ΗΠΑ, όπου μετείχε και ο Γιώργος Κούδας ως προσκεκλημένος, βετεράνος πλέον ποδοσφαιριστής, σε μια βραδινή έξοδο για διασκέδαση το βράδυ της Ανάστασης του Πάσχα, σε ελληνικό μαγαζί της Φιλαδέλφειας, η Ελληνίδα αοιδός, ομογενής δεύτερης ή τρίτης γενιάς, τραγουδούσε το συγκεκριμένο άσμα “Πότε Βούδας πότε Κούδας” χωρίς να γνωρίζει ότι μέσα στην παρέα και μάλιστα στα πρώτα τραπέζια βρίσκονταν ο Έλληνας άσος. Κάποιος από τους ομογενείς που συνόδευαν την Ελληνική παρέα, κατάλαβε την άγνοια της τραγουδίστριας για την παρουσία του Γιώργου Κούδα τον οποίο και δεν γνώριζε άλλωστε. Με το τέλος του συγκεκριμένου άσματος την πλησίασε και της είπε στο αυτί, ότι σε αυτήν την παρέα δεξιά βρίσκεται ο ίδιος ο Γιώργος Κούδας για τον οποίον ήταν γραμμένο το συγκεκριμένο τραγούδι και το οποίο αποτελούσε σχεδόν καθημερινά μέρος του ρεπερτορίου της. Η νεαρή τραγουδίστρια κυριολεκτικά αιφνιδιάστηκε και ομολόγησε ότι τόσα χρόνια τώρα τραγουδάει το συγκεκριμένο κομμάτι, χωρίς ποτέ να έχει τη συγκυρία να συναντηθεί με τον Γιώργο Κούδα στον οποίον αφιέρωσε όχι μόνο το υπόλοιπο της βραδιάς, αλλά δεν ξεκόλλησε και το βλέμμα της από πάνω του. Ο μεγάλος άσος ήταν τότε στα 50 του και με την αθλητική κορμοστασιά του και το επιλεγμένο μοντέρνο και επιλεγμένο ντύσιμο του, κέντριζε και μαγνήτιζε τα βλέμματα του γυναικείου πληθυσμού.
Ο μεγάλος άσος σε ηλικία 12 ετών ξεκίνησε από τις ομάδες νέων του ΠΑΟΚ στις οποίες αγωνίστηκε μέχρι το 1963. Εκτοτε και για 21 χρόνια φόρεσε τη φανέλα της μεγάλης ομάδας με 574 συνολικά συμμετοχές και 161 γκολ, ενώ στην εθνική ομάδα αγωνίστηκε από το 1967 ως το 1982 με 43 παρουσίες (44 αν περιλάβουμε και την τιμητική που έκανε στο παιχνίδι προς τιμήν του στα 49 του χρόνια το 1995 στην Τούμπα κατά της Νέας Γιουγκοσλαβίας) και τέσσερα γκολ, παίρνοντας μέρος στην τελική φάση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος που έγινε το 1980 στην Ιταλία.
Την ποδοσφαιρική καριέρα του στον ΠΑΟΚ την ξεκίνησε και την τελείωσε με Ούγγρους προπονητές. Πρώτος στην πρεμιέρα του ήταν ο Γκέοργκι Μπαμπολτσάϊ και τελευταίος ο Παλ Τσερνάί. Περισσότερες φορές (104) αγωνίστηκε υπό τις εντολές του Βρετανού Λες Σάννον,. ενπω οι Ελληνες που τον καθοδήγησαν σε παιχνίδια από τον πάγκο του ΠΑΟΚ ήταν οι Γιώργος Χασιώτης (5), Απόστολος Πρόγιος (6), Δημήτρης Καλογιάννης (7), Λάκης Πετρόπουλος (19) και ο συμπαίκτης του Αρίστος Φουντουκίδης (1).
Αγωνίστηκε σε 9 τελικούς με τον ΠΑΟΚ από τους οποίους κατέκτησε δυο μόνο κύπελλα. Εχει 33 συμμετοχές σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις φτάνοντας το 73-74 στα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε ο χαρισματικός άσος αναφέρει: Αφιέρωσα τη ζωή μου όλη στο ποδόσφαιρο, αυτά όμως τα ενδιαφέροντά μου, οι πεποιθήσεις μου, έφτιαξαν μαζί με τις αρχές που πήρα από το σπίτι μου, έτσι ώστε να ενδιαφέρομαι για τα κοινά, για τη μοίρα του τόπου και για τα προς τα πού πάει η ίδια μας η ζωή. Πιστεύω ότι η ζωή με ανάγκασε να δουλέψω από πολύ μικρός, ενώ από μικρός επίσης αγάπησα και το βιβλίο αφού δούλευα από μικρός στο βιβλιοπωλείο του θείου μου του Γρηγόρη από τότε που ήμουνα 10- 11 χρόνων και διάβαζα στα διαλείμματα της ενασχόλησης μου με το ποδόσφαιρο”.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ