Το ποδόσφαιρο είναι μακράν το πιο δημοφιλές άθλημα παγκοσμίως. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί και ποικίλοι. Αφενός είναι η απλότητά του. Μια μπάλα, δύο πέτρες για τέρμα και λίγος χώρος αρκούν για να στηθεί ένα επιτόπιο ματς. Εκατομμύρια άνθρωποι έπαιξαν πιτσιρικάδες σε αλάνες, αυτοσχέδια γήπεδα ή –πλέον- στα τεχνητά τερέν και ονειρεύονταν ότι φορούσαν τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας και σκόραραν στον μεγάλο τελικό. Αφετέρου η απρόβλεπτη φύση του. Σε αντίθεση με τα άλλα ομαδικά σπορ, στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει 9 φορές στις 10 ο καλύτερος. Ή ο πιο δυνατός. Ή ο πιο πλούσιος. Το γεγονός ότι αρκετές φορές ο Δαυίδ νικά τον Γολιάθ είναι αυτό που κάνει το σπορ τόσο αγαπητό και διαδεδομένο.
Όταν ο «μικρός» έχει την ελπίδα ότι θα κάνει τη «ζημιά» στον μεγάλο, όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί έγκειται εν πολλοίς η μαγεία του αθλήματος και έτσι έχουν γραφτεί οι ωραιότερες ιστορίες του. Καθώς τα χρόνια περνούν και το κάποτε λαϊκό σπορ μεταβάλλεται σε παγκόσμια βιομηχανία εκατομμυρίων ευρώ, το απρόβλεπτο και η υπέροχη αφέλεια σιγά – σιγά εξαφανίζονται.
Οι «μεγάλοι» μεγαλώνουν και οι «μικροί» μικραίνουν, η «μεσαία τάξη» χάνεται –σα μια μικρογραφία της κοινωνίας.
Το Τσάμπιονς Λιγκ είναι –χωρίς αμφιβολία- η λαμπερότερη και πλέον ενδιαφέρουσα διασυλλογική διοργάνωση. Το πείραμα που ξεκίνησε η ΟΥΕΦΑ πριν από 23 χρόνια όχι μόνο πέτυχε αλλά έγραψε ιστορία. Ανέκαθεν το Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων της Ευρώπης συγκέντρωνε τα βλέμματα όλης της ηπείρου αλλά πλέον η «βελτιωμένη» έκδοσή του είναι παγκόσμιο γεγονός, πολλές φορές σημαντικότερο για το κοινό από τα εγχώρια πρωταθλήματα.
Από το 1992 και ενταύθα το ποδόσφαιρο όπως το ξέραμε άλλαξε άρδην. Ο πακτωλός χρημάτων που μοιράζει η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία μέσω των χορηγών που διαφημίζονται στο αστραφτερό προϊόν της, μετέβαλλε δραματικά και δια παντός τον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης.
Οι ομάδες που συμμετέχουν στο Τσάμπιονς Λιγκ έχουν τεράστια πλεονεκτήματα έναντι των αντιπάλων τους στα εθνικά πρωταθλήματα. Από τη μία τα μεγάλα οικονομικά οφέλη που συνεπάγεται κάθε συμμετοχή στη διοργάνωση και από την άλλη το γεγονός ότι εκτός των χρημάτων προσελκύουν και τους καλύτερους παίκτες αφού το δέλεαρ του να αγωνιστείς κόντρα στους κορυφαίους είναι ακαταμάχητο.
Αυτά τα συστατικά αφαιρούν σε μεγάλο βαθμό το όποιο σασπένς στις ανά χώρα λίγκες και στερούν από τον κάθε «μικρό» το δικαίωμα στο όνειρο. Πιστεύει κανείς ότι ομάδες ιστορικές όπως η Τότεναμ και η Έβερτον θα πάρουν ποτέ ξανά το πρωτάθλημα στην Αγγλία; Ότι η Φιορεντίνα ή η Τορίνο θα εκθρονίσουν τη Γιουβέντους ή τις ομάδες του Μιλάνου; Ή ότι η Γκλάντμπαχ και το Αμβούργο θα βάλουν από κάτω την Μπάγερν και την Ντόρτμουντ; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι όχι. Γιατί με τα χρήματα που συλλέγουν ΚΑΘΕ χρόνο οι μόνιμοι θαμώνες του κλαμπ των εκλεκτών απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τους κοινούς ποδοσφαιρικά θνητούς.
Η αγγλική Πρέμιερ Λιγκ είναι το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Έχει ανταγωνισμό και το απρόβλεπτο κάνει αρκετά συχνά την εμφάνισή του. Σε επίπεδο ενός ή δύο αποτελεσμάτων όμως και όχι στον τελικό βαθμολογικό πίνακα. Πριν από το 1992, η Αγγλία είχε γνωρίσει 22 διαφορετικές πρωταθλήτριες. Και πλάι στα μεγάλα brand names φιγουράριζαν ονόματα τύπου Άστον Βίλα, Μπέρνλι, Γουλβς, Νότιγχαμ Φόρεστ, Χάντερσφιλντ. Ομάδες που είχαν επιτυχίες και εκτός συνόρων, κατακτώντας κάποια από τα πάλαι ποτέ τρία Κύπελλα της Ευρώπης. Η ελπίδα κάποιο εξ αυτών τα κλαμπ να κατακτήσει ξανά την κορυφή είναι –ουσιαστικά- μηδενική. Τα χρήματα και η δόξα που κερδίζουν η Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ, η Τσέλσι, η Άρσεναλ, η Μάντεστερ Σίτι και η Λίβερπουλ ανοίγουν διαρκώς την ψαλίδα και κάνουν το όνειρο του μικρού, τη μαγεία της έκπληξης φενάκη.
Από τότε που ξεκίνησε ο λαμπερός θεσμός και οι μεγάλοι σύλλογοι αντιλήφθηκαν την καινούρια πραγματικότητα μόλις 5 ομάδες (σε 23 χρόνια) κατέκτησαν τον τίτλο στην Πρέμιερ Λιγκ. Ανάμεσά τους δεν είναι η πλέον επιτυχημένη ομάδα του νησιού στην Ευρώπη, η Λίβερπουλ, αλλά είναι η (παραπαίουσα πια στην δεύτερη κατηγορία) Μπλάκμπερν. Γιατί κάθε κανόνας πρέπει να έχει την εξαίρεσή του.
Το ισπανικό πρωτάθλημα δεν είχε ποτέ τον πλουραλισμό του αγγλικού όσον αφορά την κορυφή. Το δίδυμο της Ρεάλ Μαδρίτης με την Μπαρτσελόνα κυριαρχούσε από πάντα και θα κυριαρχεί για πάντα. Υπήρχαν όμως χρονιές που ο τίτλος κατέληγε είτε στην Ανδαλουσία (Σεβίγια και Μπέτις), είτε στη χώρα των Βάσκων (Ρεάλ Σοσιεδάδ και Αθλέτικ Μπιλμπάο), είτε στο Λεβάντε (Βαλένθια), είτε στην δεύτερη ομάδα της πρωτεύουσας (Ατλέτικο). Είκοσι πρωταθλήματα είχαν μαζέψει αυτοί οι σύλλογοι προ Τ.Λ. Έκτοτε; Δύο η Ατλέτικο, δύο η Βαλένθια και ένα η μικρή και άσημη Λα Κορούνια το 2000. Όλα τα άλλα πήγαν στα αδηφάγα στόματα των δύο μεγάλων.
Το καμπιονάτο αντίθετα, είχε πολλούς και διαφορετικούς πρωταγωνιστές από το 1898 όταν και ξεκίνησε. Εκτός από κάτι απίθανες πρωταθλήτριες τύπου Προ Βερτσέλι, Καζάλε και Νοβέζε, τα σκήπτρα κράτησαν κατά καιρούς ομάδες γνωστές με κόσμο και επιτυχίες στην Ευρώπη: Ρόμα, Λάτσιο, Γιορεντίνα, Τορίνο, Τζένοα, Σαμπντόρια, Μπολόνια αλλά και μεγάλες εκπλήξεις όπως η Ελλάς Βερόνα και η Κάλιαρι. Ο κανόνας ήταν ανέκαθεν ότι η Γιουβέντους, η Ίντερ και η Μίλαν είχαν τη μερίδα του λέοντος αλλά όλο και περίσσευε κάτι. Προ Τσάμπιονς Λιγκ οι τρεις γίγαντες είχαν συνολικά 36 τίτλους και οι λοιπές ομάδες 44. Μετά το 1992 η αναλογία είναι χαοτικά διαφορετική: 20-2.
Από το ξεκίνημα του Τσάμπιονς Λιγκ δύο φορές η Βέρντερ και από μία η Στουτγκάρδη, η Βόλφσμπουργκ και η Καϊζερσλάουτερν κατάφεραν να υποσκελίσουν και την Μπάγερν και τη Ντόρτμουντ. Οι υπόλοιποι 18 τίτλοι πήγαν στο πανίσχυρο δίδυμο.
Η γαλλική λίγκα είναι μακράν η πιο πολυσυλλεκτική στην Ευρώπη. 15 ομάδες είχαν πάρει τον τίτλο πριν το 1992 και άλλες 10 έκτοτε. Οι αριθμοί ξεγελούν όμως. Πλέον κανείς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί οικονομικά την Παρί Σεν Ζερμέν. Η Λιόν (που έπιασε πρώτη το νόημα της συμμετοχής στο Τσάμπιονς Λιγκ και μεταμορφώθηκε από μια καλή επαρχιακή ομάδα σε υπολογίσιμη δύναμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο) και η Μαρσέϊγ θα κοντράρουν τους πρωτευουσιάνους και θα τους πάρουν κάποιους τίτλους. Ή, ίσως, κάποια στιγμή και η Μονακό με τις βαθιές ρωσικές τσέπες. Εκπλήξεις τύπου Μονπελιέ, Σεντ Ετιέν, Ναντ κλπ είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα δούμε ξανά.
Πηγή : klik.gr