Το όνομά του στους νεώτερους, μπορεί να μη λέει και πολλά. Ήταν ο φροντιστής του ΠΑΟΚ από το 1968 ως το 2005 που συνταξιοδοτήθηκε…
Κυριάκος Βασιλειάδης ή Γιάγκος, όπως τον γνωρίζαμε όλοι, από τότε που τσακίζαμε τα πόδια μας στο ξερό της Τούμπας, απέναντι από τη Θύρα 1, εκεί που σήμερα είναι τα σχολεία, κι αυτός, άγρυπνος φρουρός, μόλις τελείωνε η προπόνηση, πάσχιζε να μαζέψει όλα τα φανελάκια και τις μπάλες, για να μη λείπει τίποτα. Όχι από την επόμενη προπόνηση, αλλά από την… περιουσία του ΠΑΟΚ.
Ο Γιάγκος έζησε εκ των ενόντων σχεδόν όλη την ιστορία του ΠΑΟΚ. Έζησε όλους τους τίτλους, όλους τους μεγάλους που πέρασαν από τον ΠΑΟΚ, τις μεγάλες χαρές και τις μεγάλες λύπες, την εποχή που η Τούμπα έβραζε με 40-45 χιλιάδες κόσμο.
Χθες έφυγε από τη ζωή κι ένας φόρος τιμής σ΄ αυτόν, είναι ένα κείμενό μου από την “Μακεδονία” πριν από περίπου πέντε χρόνια. Τότε που μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στην Άνω Πόλη και έκανε δακρύζοντας, μια βουτιά στο παρελθόν…
Φόρουσε φυσικά μια μπλούζα του ΠΑΟΚ κι έλαμπε όταν μου είπε ότι “ο Ζαγοράκης, κάθε καλοκαίρι που παίρνει τα καινούρια ρούχα η ομάδα, μου κάνει μια τσάντα και μου την στέλνει”.
Το δημοσίευμα είναι από τις 3 Ιανουαρίου 2010
Το όνομα Κυριάκος Βασιλειάδης ίσως να μη λέει και πολλά στους φίλους του ΠΑΟΚ. Το όνομα “Γιάγκος”, όμως, μάλλον λέει πολλά σε όλους! Επί 37 χρόνια ήταν ο φροντιστής του ΠΑΟΚ, και μ’ αυτό το όνομα τον έμαθε ο κόσμος. “Κυριάκος, Γιάκος, Γιάγκος, από μικρός, μου έμεινε”, λέει ο ίδιος, αναπολώντας την εποχή που αυτός και οι συνομήλικοί του έπαιζαν μπάλα στις αλάνες της Άνω Πόλης και οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να προφέρουν το όνομά του.
Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην Τούμπα, ο Γιάγκος (νωρίτερα πέρασε για ένα φεγγάρι και ως ποδοσφαιριστής) είναι η ζωντανή ιστορία του ΠΑΟΚ. Έζησε όλη την εξέλιξη του ΠΑΟΚ, έζησε όλους τους τίτλους του, όλους τους προέδρους, έδωσε φανέλα σε όλους τους μεγάλους παίκτες που πέρασαν από την Τούμπα. Για μία συνέντευξη με τον Γιάγκο δεν θα έφτανε όλη η εφημερίδα. Εμείς του ζητήσαμε απλά να θυμηθεί λίγα πράγματα από το παρελθόν.
Ο Γιάγκος βρέθηκε στην Τούμπα πριν από 41 χρόνια. Καλοκαίρι του 1968. “Ένας φίλος ΠΑΟΚτσής περνούσε από το μαγαζί που είχα στην Αριστοτέλους. Τσαγκάρης ήμουν – τότε είχε πέραση. ‘Κρίμα είναι να παιδεύεσαι μ’ αυτά, δεν πας στον ΠΑΟΚ, που ψάχνουν έναν υπάλληλο;’ μου είπε μια μέρα. Ήταν ο μετέπειτα πεθερός του Άγγελου Αναστασιάδη. Πήγα στα γραφεία, βρήκα τον Παντελάκη, ο οποίος είπε στον Τσαρπανά να με πάρει βοηθό του δοκιμαστικά. Σε μία εβδομάδα ο Τσαρπανάς, μεγάλος ΠΑΟΚτσής και άνθρωπος, του είπε να με κρατήσει. Έτσι βρέθηκα στον ΠΑΟΚ”.
ΠΛΑΚΕΣ
Παλιότερα, που ο κορμός της ομάδας ήταν επί χρόνια ο ίδιος, το κλίμα ήταν πιο οικογενειακό, οι πλάκες στην ημερήσια διάταξη. “Ένας από τους πιο πλακατζήδες ήταν ο Παρίδης. Με τις πρωινές προπονήσεις είχε μερικές φορές πρόβλημα. Ένα πρωί κάναμε προπόνηση στο ξερό, το βοηθητικό, που ήταν απέναντι από το γήπεδο. Προπονητή είχαμε ή τον Τσερνάι ή τον Λόραντ, αυστηροί και οι δύο. Ο Παρίδης άργησε, και κάποια στιγμή ήρθε πάνω σ’ ένα γαϊδούρι, που μάλλον το βρήκε στο δρόμο. ‘Τι να κάνω, ρε μίστερ; Λεφτά να πάρω αυτοκίνητο δεν έχω. Αυτό έχω, το βαράω, το βαράω, δεν πάει πιο γρήγορα’, είπε στον προπονητή. Έβαλαν όλοι τα γέλια και γλίτωσε την τιμωρία”.
ΤΑΒΛΙ
Στα 37 χρόνια γνώρισε πολλούς προπονητές. Απ’ όλους έχει κάτι να θυμάται. “Με όλους τους προπονητές είχαμε πολύ καλές σχέσεις, σέβονταν τη δουλειά μου. Θυμάμαι κάποια περιστατικά με τον Μπάγεβιτς. Κάναμε προπόνηση στην Ευκαρπία κι ερχόταν από νωρίς για να παίξουμε τάβλι. Οκτώ στις δέκα τον κέρδιζα – συνήθως τα άκουγε ο Περσίας, που ήταν θεατής. Μια φορά έπιασε το τάβλι και το πέταξε στον αέρα. Θυμάμαι κι ένα περιστατικό με τον Τσερνάι. Όταν ήρθε, μου ζήτησε να βγάλω 10 μπάλες στην προπόνηση. Πού να τις βρω; Τότε δεν είχαμε υλικά, δεν είναι όπως τώρα”.
ΛΟΡΑΝΤ
Εκτός από τις καλές υπήρξαν και κακές στιγμές, με αποκορύφωμα τον θάνατο του Λόραντ. “Η πιο άσχημη στιγμή ήταν όταν χάσαμε τον Λόραντ. Πριν από το ματς με τον Ολυμπιακό, στα αποδυτήρια, ήταν κακόκεφος, είχε τα χέρια στο πρόσωπο, νόμιζα ότι είχε άγχος για το παιχνίδι. ‘Μη στεναχωριέσαι, αυτούς τους κερδίζουμε πάντα’, του είπα, αλλά συνέχισε να κάθεται με τα χέρια στο πρόσωπο. Όταν βγήκαμε στο γήπεδο, του ξαναμίλησα, αλλά πάλι δεν αντέδρασε. Την ώρα του αγώνα έπεσε στον πάγκο”.
ΝΤΡΟΠΗ
Η μεγαλύτερη ντροπή είναι να πηγαίνεις στον πόλεμο χωρίς όπλο. Το έζησε κι αυτό ο Γιάγκος μία φορά. “Παίζαμε με τον ΟΦΗ στο Ηράκλειο, και ο τότε πρόεδρος, νομίζω ο Καλύβας, μου έδωσε ένα δέμα να το δώσουμε σε κάποιον στην Κρήτη. Το έβαλα σε μία από τις τσάντες, ελέγξαμε ότι όλες είναι γεμάτες και φύγαμε. Πάμε να παίξουμε στο γήπεδο, ψάχνω τις τσάντες, πουθενά οι φανέλες, τις ξεχάσαμε. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Πήγα στον φροντιστή του ΟΦΗ και μου έδωσε ένα σετ από τις φανέλες τους. Μέσα στα αποδυτήρια προσπαθούσαμε όλοι να καλύψουμε με λευκοπλάστ το σήμα του ΟΦΗ και τους χορηγούς του και παίξαμε με αυτές. Ντράπηκα”.
ΑΔΥΝΑΜΙΑ
Στην Τούμπα έδωσε φανέλα σε εκατοντάδες παίκτες. Κάποιους, όσο να ’ναι, τους είχε μεγαλύτερη αδυναμία. “Δεν μπορώ να ξεχωρίσω παίκτες, πέρασαν πολλά καλά παιδιά, αλλά τον Σαράφη τον έχω αδυναμία. Τις προάλλες, είχα ανάγκη. Έπρεπε να κάνει η σύζυγος επέμβαση. Τον πήρα τηλέφωνο και μου λέει: ‘Έλα το πρωί στο γήπεδο’. Πήγα και μου έδωσε τα χρήματα που χρειάζονταν. Τα πιο πολλά τα έδωσε από την τσέπη του ο Ζαγοράκης, τα υπόλοιπα τα μάζεψαν τα άλλα παιδιά. Ο Θόδωρος μετά από νίκες έλεγε σε όλους στα αποδυτήρια: ‘Ξηλωθείτε για τον Γιάγκο’. Ο πιο χουβαρντάς ήταν ο Βρύζας. Μετά από νίκες έβγαζε από την τσέπη του όσα είχε, χωρίς να τα μετράει, κι έδινε και σε μας πριμ. Κι ο Σκαρτάδος παλιότερα. Και τον Άγγελο τον αγαπάω πολύ. Ξέρω ότι, αν χρειαστώ κάτι, φτάνει να τον πάρω τηλέφωνο”.
ΔΕΝ ΤΟΝ ΞΕΧΑΣΑΝ
Η σημερινή διοίκηση δεν τον έχει ξεχάσει, αν και εδώ και λίγα χρόνια έχει βγει στη σύνταξη. “Αν και έχω συνταξιοδοτηθεί, κάθε καλοκαίρι μου στέλνουν μια τσάντα της ομάδας, με ό,τι υλικό παίρνει κι ένας ποδοσφαιριστής. Στην Τούμπα πέρασα σχεδόν 37 χρόνια από τη ζωή μου, ωραία χρόνια. Είναι συγκινητικό που με θυμούνται. Κάθε χρόνο μου στέλνουν και τρία διαρκείας, το ένα το παίρνει ο εγγονός μου και πάει στην 4. Τελευταία πηγαίνω στο γήπεδο αλλά δεν κάθομαι να δω το ματς. Πηγαίνω από νωρίς στο γήπεδο, να το δω, να ζήσω λίγο την ατμόσφαιρα, κι επιστρέφω στο σπίτι και το βλέπω στην τηλεόραση. Τώρα έπιασαν και τα κρύα…”.