Οι κερκίδες του εγκαταλελειμμένες από χρόνια. Οι προβολείς του έχουν σβήσει και είναι πλέον σίγουρο, ότι δεν θα ξανανάψουν, ενώ ο καλοφτιαγμένος αγωνιστικός χώρος και ο ποτισμένος χλοοτάπητας, έχουν δώσει την θέση τους σε μια συστάδα δένδρων που δύσκολα σου δίνει την εντύπωση ότι το «Άβανγκάρντ» υπήρξε κάποτε ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Εδώ και χρόνια, είναι πολύ δύσκολο ακόμη και να το προσεγγίσεις. Μια βόλτα στους γύρω δρόμους ή ένα άγγιγμα στα σκουριασμένα κιγκλιδώματα, μπορεί να στοιχίσει ακόμη και την ίδια σου τη ζωή. Κι όμως σ’ αυτό το γήπεδο κάποτε, υπήρχε ζωή! Πολύ ζωή! Σήμερα, ακριβώς εικοσιοχτώ χρόνια μετά το ηλιοβασίλεμα της 26ης Απριλίου του 1986, παραμένει βουτηγμένο στη σιωπή και στη ραδιενέργεια.
Χτισμένο στο βόρειο τμήμα της βιομηχανικής πόλης Πρίπγιατ στη Βόρεια Ουκρανία, μόλις 152 χιλιόμετρα μακριά από το Ολυμπιακό στάδιο του Κιέβου όπου πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2012, ο τελικός του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, αλλά και ελάχιστα μέτρα μακριά από τον πυρηνικό αντιδραστήρα Νο4 του Τσέρνομπιλ, οι κερκίδες του γηπέδου «Άβανγκαρντ» θυμίζουν κι αυτές μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που σημειώθηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μια κοινωνία που ήθελε να ικανοποιήσει την μεγαλομανία της, χωρίς να λογαριάζει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η ανοικοδόμηση της Πρίπγιατ (ή αλλιώς Atomograd = ατομική πόλη), στην οποία κατοικούσαν κυρίως εργάτες του εργοστασίου του Τσέρνομπιλ, ξεκίνησε το 1970, έπειτα από εντολή των αρχόντων της ΕΣΣΔ. Ήταν μια όμορφη πόλη αν και βιομηχανική, γεμάτη ζωή, καθώς οι τότε μετρήσεις έδειχναν, ότι από τους 50.000 κατοίκους, τα 15.000 ήταν παιδιά! Μέχρι το 1986, όπως μαρτυρά και η ύπαρξη του υπό κατασκευή ποδοσφαιρικού σταδίου η ανοικοδόμηση ήταν σε εξέλιξη. Μόνο που δεν τελείωσε ποτέ!
Η έκρηξη του πυρηνικού αντιδραστήρα πρόλαβε τα πάντα. Μέσα σε λίγες μέρες (αν και υπήρξε σημαντική καθυστέρηση με το πρόσχημα να μην προκληθεί πανικός) η πόλη εκκενώθηκε και μέχρι σήμερα φαντάζει ένα συγκρότημα άψυχων κτηρίων, ερειπωμένο, σε μια αποκλεισμένη όσο και μολυσμένη από τόνους ραδιενέργειας περιοχή.
Από τότε, ελάχιστοι άνθρωποι πάτησαν στις κερκίδες του Άβανγκαρντ. Σήμερα, στην απαγορευμένη ζώνη 30χλμ της περιοχής, μπορεί να συναντήσει κανείς μόνο άγρια ζώα και ελάχιστους κατοίκους που παρέμειναν εκεί με την θέλησή τους, αγνοώντας του κινδύνους και τον πανικό που προκάλεσε η έκρηξη και μοναδική υπόδειξη την μη καλλιέργεια προϊόντων στη γη του Τσέρνομπιλ. Χρόνια αργότερα δε, ένας από τους ελάχιστους επισκέπτες της Πρίπγιατ, αναφερόμενος στην αθλητική ζωή της πόλης θυμάται:
«Στην πόλη υπήρχαν δύο γήπεδα. Το παλιό είχε μόνο ξύλινα παγκάκια γύρω του. Το καινούργιο ήταν πιο πολύπλοκη κατασκευή, αλλά δεν εγκαινιάσθηκε ποτέ επίσημα. Ήταν υπό κατασκευή όταν εκκενώθηκε η πόλη. Το νέο Στάδιο ήταν προγραμματισμένο να τεθεί σε πλήρη λειτουργία την 1η Μαίου του 1986, στο πλαίσιο των εορτασμών της Διεθνούς Ημέρας των Εργαζομένων». Δηλαδή μόλις τέσσερις μέρες μετά την έκρηξη.
Η χώρα, είχε στηρίξει πολλά στον αθλητισμό. «Αγαπητοί μου, το νέο γήπεδο θα είναι εξίσου σημαντικό με το νέο αντιδραστήρα!» είχε πει τότε ο υπεύθυνος κατασκευής Βασίλι Κίζιμα, αλλά το ίδιο το Τσέρνομπιλ πρόδοσε τα σχέδια των αρχόντων του κράτους.
«Μετά την έκρηξη, συνάντησα έναν συνταγματάρχη, ο οποίος μου μίλησε για το ατύχημα. Μου είπε ότι δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό και ότι μπορώ να παίξω ποδόσφαιρο, αλλά χωρίς να κάνω βουτιά στο γρασίδι, ότι το σώμα μου δεν πρέπει να έρθει σε επαφή με τη γη, που ήταν ποτισμένη ραδιενέργεια.
«Εχουμε πει οτι είμαστε νέοι, υγιείς και όμορφοι, μεγαλωμένοι καλά. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να πάρουμε χάπια ιωδίου» μου είπε. Αργότερα θυμήθηκα ότι είχα δει μια ταινία με τους Ναζί που σκότωναν με χάπια του ίδιου χρώματος και σκέφτηκα ότι ο σύντροφος συνταγματάρχης ήθελε να κάνει το ίδιο και με εμάς, προκειμένου να μην μάθουμε ποτέ το μεγάλο μυστικό» εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα, ένας από τους κατοίκους της Πρίπιγιατ με το όνομα Τζάτα.
Ο Τζάτα, ήταν τότε 11 χρονών και έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα του σχολείου. Δεν πρόλαβε να δει ποτέ το νέο γήπεδο. Χρόνια αργότερα, είδε μόνο τις φωτογραφίες με τα δέντρα που φύτρωσαν ακόμη και στα αποδυτήρια, αλλά και τις χιλιάδες αχρησιμοποίητες μάσκες οξυγόνου που βρίσκονται μέχρι και σήμερα ριγμένες στο έδαφος σε κάθε κτίριο της Πρίπγιατ. Δεν γύρισε ποτέ ξανά στην πόλη – φάντασμα.
Ούτε η ιστορία με τα χάπια ιωδίου ήταν μοναδική. Οι υπεύθυνοι της Σοβιετικής Ένωσης είχαν κυκλοφορήσει τότε τη φήμη, ότι η επίδραση της ακτινοβολίας αντιμετωπίζεται πίνοντας είτε κόκκινο κρασί, είτε βότκα. Μια θανατηφόρα σκέψη, που επινοήθηκε προφανώς για να μην αποκαλυφθεί ποτέ το σχέδιο ανταγωνισμού στην περίοδο του ψυχρού πολέμου που οδήγησε τελικά στην έκρηξη του αντιδραστήρα, αλλά και που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους από αμέλεια.
Την ίδια περίοδο, ο φωτογράφος της Greenpeace, Ρόμπερτ Κνόθ, ταξίδεψε στην απαγορευμένη ζώνη και απαθανάτισε στιγμές από την ζωή των ανθρώπων που είχαν αφήσει μέσα σε μια νύχτα τα σπίτια τους και κατασκήνωσαν σε διπλανά χωριά, όπως το Ναρόντιτσι. Τις Κυριακές οι χτυπημένοι από την ραδιενέργεια άνθρωποι μαζεύονταν και πάλι στο γήπεδο, για να παίξουν ποδόσφαιρο…
Χιλιάδες παιδιά, έφυγαν για το Κίεβο ή για τις θερινές κατασκηνώσεις μέχρι το φθινόπωρο. Ο Τάρας θυμάται: «Οι φίλοι μου θα έπαιζαν ποδόσφαιρο. Οι γονείς μου δεν με άφηναν. Θυμάμαι να τους κοιτώ με ζήλια από το σφραγισμένο παράθυρο το σπιτιού μου. Έμεινα στο Κίεβο μέχρι της 8 Οκτωβρίου».
Οι αριθμοί είναι τραγικοί και προκαλούν θλίψη. 254 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, λίγες μέρες μετά την έκρηξη. Άλλοι 600.000 επηρεάστηκαν από την ραδιενεργή ακτινοβολία, ενώ μέχρι το 1990 σε περισσότερα από 4.000 παιδιά και έφηβους διαγνώστηκε, καρκίνος του θυροειδούς, παράλληλα με την εμφάνιση γενετικών ανωμαλιών. Επίσης, στην Ουκρανία αναπτύχθηκε μια νέα ψύχωση που έχει διαγνωστεί ως «ραδιοφοβία» που αποθαρρύνει τις γυναίκες να κάνουν παιδιά. Μέχρι σήμερα η Ουκρανία εξακολουθεί να έχει τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη.