Άγνωστες πτυχές της ζωής του αποκάλυψε ο Δημήτρης Πέλκας, σε μια συνέντευξη όπου μίλησε για την διαδρομή του στον κόσμο του ποδοσφαίρου και πέρα από αυτόν.
Ο Δημήτρης Πέλκας μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τα όνειρα του και την διαδρομή, αποκαλύπτοντας άγνωστα μέχρι σήμερα πράγματα για την προσωπική του ζωή:
Αναλυτικά όσα αναφέρονται στην ελληνική έκδοση της ιστοσελίδας της Red Bull:
«Αυτή είναι η ποδοσφαιρική ιστορία του Δημήτρη Πέλκα, από την κούνια στο πατρικό του, ως το “σπίτι” του, την Τούμπα.
Όχι και τόσο αθώα παιδικά κλάματα, εργασιακές ανταρσίες, μαθήματα στις… τρεις τα ξημερώματα, ρεκόρ, εφηβική αφέλεια, αλλά και χαρακτήρας, προσωπικότητα, θέληση, αδιαμφισβήτητο ταλέντο.
Στο σπίτι επικρατούσε μια σπάνια στιγμή ηρεμίας και ησυχίας όπου τα παιδιά κοιμόντουσαν. Ο τεσσάρων χρονών Γιάννης στο κρεβάτι του κι ο βενιαμίν Δημήτρης στην κούνια. Η μαμά Ειρήνη έσκυψε πάνω από τον Δημήτρη και με μια κίνηση ακρίβειας πήρε τη μικρή πάνινη μπάλα που είχε μείνει σφηνωμένη στην αγκαλιά του για να την πλύνει. Ήταν το μοναδικό παιχνίδι που τον ηρεμούσε. Μέγα λάθος. Ο μπόμπιρας ξύπνησε και μόλις διαπίστωσε πως λείπει η μπάλα άρχισε τα κλάματα.
Η παραπάνω σκηνή διαδραματίστηκε – παραπάνω από μία φορές – στα Γιαννιτσά. Εκεί που στις 26 Οκτωβρίου 1993 γεννήθηκε ο Δημήτρης Πέλκας. Γιος της Ειρήνης και του Πρόδρομου. Αδερφός του Γιάννη.
Ήταν το 1998 όταν δύο – τώρα παλαίμαχοι – ποδοσφαιριστές, ο Αντώνης Μήνου με τον Ανδρέα Βοϊτσίδη αποφάσισαν να φτιάξουν μια Ακαδημία ποδοσφαίρου, περίπου 20χλμ. μακριά από τα Γιαννιτσά. Ο πατέρας του Δημήτρη, ιδιοκτήτης εταιρείας αλουμινίων, ανέλαβε να φτιάξει τα κουφώματα των εγκαταστάσεων και έτσι ο μεγάλος αδερφός Γιάννης, άρχισε τις προπονήσεις. Τότε ο Δημήτρης περίπου τεσσάρων ετών.
«Μπαμπά, θέλω κι εγώ να πάω για ποδόσφαιρο εκεί που πάει ο Γιάννης!” ήταν η επίμονη προτροπή του. Η απάντηση “πού θα πας Δημήτρη, αγόρι μου; Θα σε τσαλαπατήσουν! Είσαι πολύ μικρός ακόμα”, δεν τον έκαμψε. Παρότι η μπάλα έμοιαζε μεγαλύτερη από εκείνον και το κοντρόλ γινόταν με το γόνατο, δεν το έβαζε κάτω.
Την πρώτη ημέρα, ο προπονητής έβαλε τα παιδιά κατά μήκος του γηπέδου να κάνουν κοντρόλ από τη μία εστία στην άλλη. Όλα πήγαν και ήρθαν με ιδιαίτερη ευκολία. Ο Γιάννης και ο Δημήτρης όμως, κλωτσούσαν μπροστά και η μπάλα πήγαινε πίσω. Πρώην ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, ο μπαμπάς τους σκέφτηκε πως η επιχείρηση με τα αλουμίνια είναι ο πλέον σωστός δρόμος για τα παιδιά του.
Όταν ο Ανδρέας Βοϊτσίδης τον φώναξε ξανά στο γήπεδο για να δει τον …μικρό. “Μα θα με τρελάνεις; Αφού δεν μπορούν να κάνουν ούτε κοντρόλ”, μονολογούσε εκείνος. Πράγματι όταν πήγε στο γήπεδο να παρακολουθήσει την προπόνηση, είδε τα άλλα παιδιά, που τότε ήταν οκτώ ετών, να κυνηγάνε τον Δημήτρη. “Δεν έτρεχε. Πετούσε”. Τρία χρόνια αργότερα πήγε στην Ακαδημία Γιαννιτσών.
Εργασιακή και μαθησιακή ανταρσία
Τα καλοκαιρινά απογεύματα τα δυο αδέρφια έπαιζαν μπάλα. Τα πρωινά όμως, ντυνόντουσαν μαστόρια και βοηθούσαν τον πατέρα τους! «Στο εργοστάσιο, έχω 25 άτομα προσωπικό μια ημέρα που είχε έρθει ο Δημήτρης, τότε ήταν 12 ετών, άκουσα φασαρία. Μπήκα μέσα και είδα πως ο μικρός είχε φτιάξει μια μπάλα από χαρτί και ταινίες, είχε χωρίσει το προσωπικό σε δύο ομάδες κι έπαιζαν ποδόσφαιρο».
Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν όταν οι σχολικές και μαθησιακές υποχρεώσεις αυξήθηκαν. «Κάποια στιγμή, όπως όλα τα παιδιά, έπρεπε να ξεκινήσει φροντιστήριο αγγλικών κι αναγκαστικά θα έχανε την προπόνηση της Δευτέρας. Για την ακρίβεια, θα προλάβαινε μόνο το τελευταίο τέταρτο. Έκανε μάθημα με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια και τις φόρμες, και μου είχε δώσει «εντολή» να τον περιμένω έξω από το φροντιστήριο, για να μη χάνει χρόνο. Ένα βράδυ, φτάσαμε στο γήπεδο, και τα παιδιά, λόγω κρύου, είχαν φύγει νωρίτερα. Δεν θα ξεχάσω το θυμωμένο βλέμμα του από το καθρέφτη στο δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ζήτησε από τη μητέρα του κι από μένα να μας μιλήσει. «Λοιπόν, ακούστε!» είπε κοιτώντας μας επίμονα μέσα στα μάτια. «Μπορείτε να μου βάλετε μαθήματα στις 12 τα μεσάνυχτα, ή στις 3 το πρωί. Δεν με πειράζει. Σας ξεκαθαρίζω, όμως, πως προπόνηση δεν θα ξαναχάσω». Όπως κι έγινε.
Πατέρα θα πάω Τούμπα
Τότε τα Γιαννιτσά έπαιζαν στο πρωτάθλημα της ΕΠΣ Μακεδονίας, με ομάδες της Θεσσαλονίκης, όπως τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, τον Ηρακλή και ο 14χρονος τότε Δημήτρης τραβούσε πάνω του όλα τα βλέμματα.
Ανάμεσα στα οποία βρισκόταν κι αυτά του ΠΑΟΚ. Ο πρόεδρος των Γιαννιτσών τον ενημέρωσε πως τον θέλει η ομάδα που αγαπούσε από μωρό. «Ήταν Μάιος του 2007. Μπήκα στο σπίτι και είδα το Δημήτρη να ετοιμάζει βαλίτσες! Τον ρώτησα που πάει και μου είπε: «Πατέρα, φεύγω, πάω Τούμπα. Με πήρε ο πρόεδρος. Με θέλουν». Ήταν Μάιος. Οι προπονήσεις άρχιζαν Σεπτέμβριο…
Το καλοκαίρι πέρασε, ο Σεπτέμβριος έφτασε κι ο Δημήτρης όντως πήρε τις βαλίτσες του και μαζί με άλλα 14 ταλαντούχα παιδιά από όλη την Ελλάδα έκαναν κυριολεκτικά σπίτι τους το γήπεδο της Τούμπας αφού θα φιλοξενούνταν στους ξενώνες του ΠΑΟΚ. Το πρωί πήγαιναν σε αθλητικό σχολείο κι έπειτα πήγαιναν στην προπόνηση.
Μπαμπά θα ζήσω από το ποδόσφαιρο
Στην τελευταία τάξη ο πατέρας του παρακαλούσε τις καθηγήτριες να τον βοηθήσουν να πάρει τουλάχιστον το απολυτήριο. «Κύριε Πρόδρομε, ο Δημήτρης είναι
πανέξυπνος και μπορεί εύκολα να μπει στο πανεπιστήμιο» τον ενημέρωσαν εκείνες. Η απάντηση του Δημήτρη «Μπαμπά, κατανοώ τα πάντα στο μάθημα. Όμως για να τα θυμάμαι και να τα απομνημονεύσω, θα πρέπει να διαβάζω, κι εγώ δεν έχω χρόνο. Μπαμπά, εγώ θα ζήσω από το ποδόσφαιρο». Το όνειρό του άρχισε ν’ αποκτά σάρκα και οστά όταν στα 18 του, όταν ο τότε προπονητής του ΠΑΟΚ Λάσλο Μπόλονι τον έκανε επαγγελματία. Η παλιά δόξα της ομάδας, ο Κώστας Ιωσηφίδης τον ενημέρωσε για την προαγωγή του και τον ρώτησε τι νούμερο θα ήθελε να φορά εκείνος έδειξε το θράσος του… «Το δέκα» Το “βαρύ” νούμερο που φορούσε κάποτε ο Γιώργος Κούδας.
Η φανέλα με το νούμερο 10
Ο επόμενος προπονητής του ΠΑΟΚ, ο Γιώργος Δώνης εξελίχθηκε σε μεγάλο θαυμαστή του νεαρού Πέλκα. Το καλοκαίρι του 2012 τον πήρε στην προετοιμασία της πρώτης ομάδας. «Για τον Πέλκα που με ρωτήσατε, έχει χαρακτηριστικά που δεν υπάρχουν πουθενά στο ελληνικό ποδόσφαιρο», του έδωσε τη φανέλα με το νούμερο 10.
“Κάποια στιγμή, σε αυτή την περίοδο της προετοιμασίας της ομάδας στο εξωτερικό, χτύπησε το τηλέφωνό μου”, λέει ο Πρόδρομος Πέλκας και συμπληρώνει: “Μπαμπά, βάλε ραδιόφωνο, θα δώσω συνέντευξη. Μου έδωσε το 10 ο Δώνης!”. Ήμουν στο δρόμο και πήγα να τρακάρω!”.
Στις 2 Αυγούστου 2012 ο Πέλκας θα συνδυάσει κόντρα στην Μπνέϊ Γιεχούντα επίσημο και ευρωπαϊκό ντεμπούτο. Λίγες μέρες μετά ο 18χρονος πέτυχε το παρθενικό του γκολ κι έγινε ένας από τους νεαρότερους ευρωσκόρερ στην ιστορία του ΠΑΟΚ. Μαζί με τον Κούδα.
«Έκλαιγα. Κυκλοφορούσα στα Γιαννιτσά με την μητέρα του και όλοι μας μιλούσαν για το Δημήτρη. Μας έδιναν συγχαρητήρια. Στα ραδιόφωνα έπαιρναν άνθρωποι τηλέφωνο κι ένιωθαν κι εκείνοι υπερήφανοι μαζί μας… To πουλάκι μας, πετάει!».
Η πτώση και το comeback
Όπως συμβαίνει και με τα πραγματικά πουλάκια, όμως, οι πρώτες πτήσεις είναι επικίνδυνες. Ειδικά οι ψηλές. Τα άγουρα φτερά δεν στέκονται ικανά να σηκώσουν το βάρος. Και η πτώση έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. To 2012, ο ΠΑΟΚ ήταν μια ομάδα σε αναζήτηση πρωταγωνιστών για μια νέα εποχή που ανοιγόταν μετά τη φρέσκια πώληση των μετοχών στον Ιβάν Σαββίδη.
Ο Δημήτρης Πέλκας ήταν ένα success story που πουλούσε. Ο μικρός που αναδείχθηκε από τις ακαδημίες και στα 18 του είχε το σθένος να φορέσει το 10. Ο “νέος Κούδας”. Η προσμονή, οι προσδοκίες, ο επικοινωνιακός μηχανισμός που στήθηκε γύρω από το Δημήτρη, δίχως εκείνος να το καταλάβει, αποδείχτηκε μια μεγάλη παγίδα. Παρά το ταλέντο του, δεν ήταν έτοιμος να σηκώσει στις πλάτες του μια μεγάλη, απαιτητική και διψασμένη για επιτυχίες ομάδα.
Τα δύσκολα δεν άργησαν να έρθουν. Τα success story έχουν την τάση να πουλάνε και ως hate story. Ο μικρός με το σθένος γίνεται ο “μικρός με την έπαρση” σε χρόνο dt. Και ειδικά στην Ελλάδα, τα μεγάλα ταλέντα καίγονται εύκολα. Όχι ο Πέλκας. Την στιγμή που άλλοι θα επέλεγαν να “κλάψουν” πάνω από την ευκαιρία που έχασαν, ο Δημήτρης δούλεψε.
Πήγε δανεικός στην Καλαμαριά και άρχισε να διασκεδάζει το ποδόσφαιρο. Το καλοκαίρι του 2014, πήρε μετακόμισε στη Σετούμπαλ. Στην Πορτογαλία. Μόνος. Μακριά από την comfort zone του. Ήταν η πιο σωστή απόφαση της καριέρας του, όπως λέει και σήμερα.
Στη μοναξιά και την ηρεμία του εξωτερικού έγινε πρώτα άνδρας κι έπειτα ένας σημαντικός ποδοσφαιριστής. Το κορμί του ωρίμασε, το μυαλό του δούλεψε σε βαθμό που δικαίωσε τις καθηγήτριές του, οι ορίζοντές του άνοιξαν. Και πλέον ήταν έτοιμος να επιστρέψει στον ΠΑΟΚ. Δύο χρόνια μετά την… εξορία του.
Έμεινε στο ρόστερ, έγινε βασικός, αρχηγός και διεθνής. Έγινε σημείο αναφοράς όχι ως “νέος Κούδας”, αλλά ως Δημήτρης Πέλκας. Τότε ξαναπήρε το 10. Πλέον είναι απλώς ένας αριθμός στην πλάτη του και τίποτα παραπάνω.
Το πουλάκι, έγινε αετός και άνοιξε διάπλατα τα φτερά του…».