Το 2000 ένας νεαρός που περνούσε με τη βέσπα του έξω από στρατόπεδο στο Σχιστό δέχθηκε μια αδέσποτη σφαίρα με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του
Ένα βράδυ του Ιουλίου του 2000, δύο ώρες περίπου μετά τα μεσάνυχτα, ένας 22χρονος φοιτητής των ΤΕΙ επέστρεφε με τη βέσπα του από την Ελευσίνα στο σπίτι του στη Νίκαια, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ. Μια αδέσποτη σφαίρα από πολεμικό όπλο τύπου G3-A3, έξω από το στρατόπεδο Στεφανάκη στη λεωφόρο Σχιστού στον Σκαραμαγκά, του αφαίρεσε τη ζωή.
Η σφαίρα έφυγε από το όπλο του 33χρονου επιλοχία Πυροβολικού της 180 Μοίρας Κατευθυνόμενων Βλημάτων (HAWK), ο οποίος εκείνη τη μοιραία νύχτα εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στρατοπέδου.
Εκείνη την τραγική νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου 2000, ο επιλοχίας (εθελοντής μακράς θητείας) Γ.Δ. ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στο στρατόπεδο Στεφανάκη στο Σχιστό και ο λοχίας Γ.Κ. εκτελούσε καθήκοντα αρχιφύλακα φρουράς στρατοπέδου και περιπόλου.
Ο σκοπός της κεντρικής πύλης του στρατοπέδου, 45 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ειδοποίησε τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι από τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου ακούστηκαν σφυρίγματα.
Ενημερώθηκε ο Γ.Κ. για το συμβάν και αμέσως πήγε στη σκοπιά από την οποία είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα. Δεν διαπιστώθηκε κάτι το ύποπτο και ενημέρωσε τον Γ.Δ.
Ωστόσο, ο αξιωματικός υπηρεσίας πήρε το όπλο του, τύπου G3-A3, τοποθέτησε γεμιστήρα 18 φυσιγγίων, από τα οποία τα δύο πρώτα ήταν αβολίδωτα, και μαζί με τον Γ.Κ. κατευθύνθηκαν προς τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου που είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα.
Και οι δύο άνδρες, καλυπτόμενοι πίσω από δένδρα, παρακολουθούσαν την περιοχή, χωρίς τελικά να αντιληφθούν κάτι ύποπτο.
Στη 01.50 ο αρχιφύλακας έφυγε για να κάνει αλλαγή στους σκοπούς και σε 15 λεπτά επέστρεψε.
Ξαφνικά στις 02.10 ο Γ.Δ., και ενώ δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι το ύποπτο, κατευθύνθηκε προς το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου που βρίσκεται παράλληλα προς τη νέα λεωφόρο Σχιστού. Εκεί φώναξε δύο φορές «Αλτ, τις ει;», χωρίς όμως να λάβει απάντηση.
Τότε όπλισε το G3-A3 και πάτησε τη σκανδάλη για να πυροδοτηθούν τα δύο αβολίδωτα φυσίγγια που ήταν στον γεμιστήρα, αλλά το όπλο παρουσίασε και τις δύο φορές εμπλοκή.
Τότε ζήτησε το όπλο του λοχία το οποίο και αυτό ήταν G3-A3 και επειδή δεν πυροδοτήθηκαν τα δύο πρώτα αβολίδωτα φυσίγγια, όπλισε και πυροδότησε κρατώντας το όπλο προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Από τις σφαίρες έσπασαν κλαδιά δένδρων έξω από το στρατόπεδο, ενώ άρχισε να φωνάζει δυνατά αν υπάρχει κάποιος έξω από το στρατόπεδο.
Δεν έλαβε καμία απάντηση και παρ’ όλα αυτά άρχισε να πυροβολεί και πάλι προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Μόλις σταμάτησε το «κροτάλισμα» του G3-A3, από την πλευρά της λεωφόρου Σχιστού ακούστηκε μια δυνατή κραυγή πόνου.
Ηταν του 22χρονου φοιτητή Οινολογίας του ΤΕΙ ο οποίος εκείνη την άτυχη στιγμή περνούσε με τη βέσπα του έξω από το στρατόπεδο πηγαίνοντας σπίτι του.
Όταν ο άτυχος φοιτητής ήταν στο φανάρι στη συμβολή της παλαιάς με τη νέα λεωφόρο Σχιστού και σε απόσταση 170 μέτρων από το στρατόπεδο δέχθηκε τα πυρά από το όπλο του αξιωματικού υπηρεσίας, τα οποία του αφαίρεσαν τη ζωή.
Από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ο επιλοχίας Γ.Δ. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών (πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 16 ετών) για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για οπλοχρησία.
Μετά την καταδίκη του από το Γενικό Επιτελείο Στρατού εξέπεσε του βαθμού του, υποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη και τελικά απολύθηκε.
Ο εργάτης σε ανώνυμη εταιρεία πατέρας του άτυχου φοιτητή, η καθαρίστρια σπιτιών και γραφείων μητέρα του, καθώς και τα δύο αδέλφια του προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια διεκδικώντας χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης από τον απροσδόκητο θάνατο του γιου και αδελφού τους.
Οι γονείς ζήτησαν να τους επιδικαστεί το ποσό των 1.399.920 ευρώ (699.960 ο καθένας) και τα δύο αδέλφια το ποσό των 799.920 ευρώ (399.960 έκαστος). Η οικογένεια του φοιτητή υποστήριξε ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και είχαν όλοι μεταξύ τους ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό.
Τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό επιδίκασαν από 300.000 ευρώ σε κάθε ένα από τους δύο γονείς και από 100.000 ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο αδέλφια (συνολικά 800.000 ευρώ) συν τους νόμιμους τόκους.
Το Ελληνικό Δημόσιο, όμως, είχε αντίθετη άποψη και κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης που επιδίκαζε το επίμαχο ποσό των 800.000 ευρώ.
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι το ποσό είναι υπέρμετρα υψηλό και αντίθετο στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ότι η χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα κύρωσης ή ανταπόδοσης της επίμεμπτης συμπεριφοράς των οργάνων του Δημοσίου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η αποζημίωση είναι μεγάλη υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας και τις οικονομικές δυνατότητες του Δημοσίου και πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης (προς τα κάτω) που πρέπει να επιδικαστεί στους συγγενείς του άτυχου φοιτητή.
Ετσι ανέπεμψε την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να καθορίσει το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης.
Το 2000 ένας νεαρός που περνούσε με τη βέσπα του έξω από στρατόπεδο στο Σχιστό δέχθηκε μια αδέσποτη σφαίρα με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του
Ένα βράδυ του Ιουλίου του 2000, δύο ώρες περίπου μετά τα μεσάνυχτα, ένας 22χρονος φοιτητής των ΤΕΙ επέστρεφε με τη βέσπα του από την Ελευσίνα στο σπίτι του στη Νίκαια, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ. Μια αδέσποτη σφαίρα από πολεμικό όπλο τύπου G3-A3, έξω από το στρατόπεδο Στεφανάκη στη λεωφόρο Σχιστού στον Σκαραμαγκά, του αφαίρεσε τη ζωή.
Η σφαίρα έφυγε από το όπλο του 33χρονου επιλοχία Πυροβολικού της 180 Μοίρας Κατευθυνόμενων Βλημάτων (HAWK), ο οποίος εκείνη τη μοιραία νύχτα εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στρατοπέδου.
Εκείνη την τραγική νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου 2000, ο επιλοχίας (εθελοντής μακράς θητείας) Γ.Δ. ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στο στρατόπεδο Στεφανάκη στο Σχιστό και ο λοχίας Γ.Κ. εκτελούσε καθήκοντα αρχιφύλακα φρουράς στρατοπέδου και περιπόλου.
Ο σκοπός της κεντρικής πύλης του στρατοπέδου, 45 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ειδοποίησε τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι από τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου ακούστηκαν σφυρίγματα.
Ενημερώθηκε ο Γ.Κ. για το συμβάν και αμέσως πήγε στη σκοπιά από την οποία είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα. Δεν διαπιστώθηκε κάτι το ύποπτο και ενημέρωσε τον Γ.Δ.
Ωστόσο, ο αξιωματικός υπηρεσίας πήρε το όπλο του, τύπου G3-A3, τοποθέτησε γεμιστήρα 18 φυσιγγίων, από τα οποία τα δύο πρώτα ήταν αβολίδωτα, και μαζί με τον Γ.Κ. κατευθύνθηκαν προς τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου που είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα.
Και οι δύο άνδρες, καλυπτόμενοι πίσω από δένδρα, παρακολουθούσαν την περιοχή, χωρίς τελικά να αντιληφθούν κάτι ύποπτο.
Στη 01.50 ο αρχιφύλακας έφυγε για να κάνει αλλαγή στους σκοπούς και σε 15 λεπτά επέστρεψε.
Ξαφνικά στις 02.10 ο Γ.Δ., και ενώ δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι το ύποπτο, κατευθύνθηκε προς το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου που βρίσκεται παράλληλα προς τη νέα λεωφόρο Σχιστού. Εκεί φώναξε δύο φορές «Αλτ, τις ει;», χωρίς όμως να λάβει απάντηση.
Τότε όπλισε το G3-A3 και πάτησε τη σκανδάλη για να πυροδοτηθούν τα δύο αβολίδωτα φυσίγγια που ήταν στον γεμιστήρα, αλλά το όπλο παρουσίασε και τις δύο φορές εμπλοκή.
Τότε ζήτησε το όπλο του λοχία το οποίο και αυτό ήταν G3-A3 και επειδή δεν πυροδοτήθηκαν τα δύο πρώτα αβολίδωτα φυσίγγια, όπλισε και πυροδότησε κρατώντας το όπλο προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Από τις σφαίρες έσπασαν κλαδιά δένδρων έξω από το στρατόπεδο, ενώ άρχισε να φωνάζει δυνατά αν υπάρχει κάποιος έξω από το στρατόπεδο.
Δεν έλαβε καμία απάντηση και παρ’ όλα αυτά άρχισε να πυροβολεί και πάλι προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Μόλις σταμάτησε το «κροτάλισμα» του G3-A3, από την πλευρά της λεωφόρου Σχιστού ακούστηκε μια δυνατή κραυγή πόνου.
Ηταν του 22χρονου φοιτητή Οινολογίας του ΤΕΙ ο οποίος εκείνη την άτυχη στιγμή περνούσε με τη βέσπα του έξω από το στρατόπεδο πηγαίνοντας σπίτι του.
Όταν ο άτυχος φοιτητής ήταν στο φανάρι στη συμβολή της παλαιάς με τη νέα λεωφόρο Σχιστού και σε απόσταση 170 μέτρων από το στρατόπεδο δέχθηκε τα πυρά από το όπλο του αξιωματικού υπηρεσίας, τα οποία του αφαίρεσαν τη ζωή.
Από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ο επιλοχίας Γ.Δ. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών (πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 16 ετών) για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για οπλοχρησία.
Μετά την καταδίκη του από το Γενικό Επιτελείο Στρατού εξέπεσε του βαθμού του, υποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη και τελικά απολύθηκε.
Ο εργάτης σε ανώνυμη εταιρεία πατέρας του άτυχου φοιτητή, η καθαρίστρια σπιτιών και γραφείων μητέρα του, καθώς και τα δύο αδέλφια του προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια διεκδικώντας χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης από τον απροσδόκητο θάνατο του γιου και αδελφού τους.
Οι γονείς ζήτησαν να τους επιδικαστεί το ποσό των 1.399.920 ευρώ (699.960 ο καθένας) και τα δύο αδέλφια το ποσό των 799.920 ευρώ (399.960 έκαστος). Η οικογένεια του φοιτητή υποστήριξε ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και είχαν όλοι μεταξύ τους ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό.
Τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό επιδίκασαν από 300.000 ευρώ σε κάθε ένα από τους δύο γονείς και από 100.000 ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο αδέλφια (συνολικά 800.000 ευρώ) συν τους νόμιμους τόκους.
Το Ελληνικό Δημόσιο, όμως, είχε αντίθετη άποψη και κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης που επιδίκαζε το επίμαχο ποσό των 800.000 ευρώ.
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι το ποσό είναι υπέρμετρα υψηλό και αντίθετο στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ότι η χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα κύρωσης ή ανταπόδοσης της επίμεμπτης συμπεριφοράς των οργάνων του Δημοσίου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η αποζημίωση είναι μεγάλη υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας και τις οικονομικές δυνατότητες του Δημοσίου και πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης (προς τα κάτω) που πρέπει να επιδικαστεί στους συγγενείς του άτυχου φοιτητή.
Ετσι ανέπεμψε την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να καθορίσει το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης.
Η σφαίρα έφυγε από το όπλο του 33χρονου επιλοχία Πυροβολικού της 180 Μοίρας Κατευθυνόμενων Βλημάτων (HAWK), ο οποίος εκείνη τη μοιραία νύχτα εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στρατοπέδου.
Εκείνη την τραγική νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου 2000, ο επιλοχίας (εθελοντής μακράς θητείας) Γ.Δ. ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στο στρατόπεδο Στεφανάκη στο Σχιστό και ο λοχίας Γ.Κ. εκτελούσε καθήκοντα αρχιφύλακα φρουράς στρατοπέδου και περιπόλου.
Ο σκοπός της κεντρικής πύλης του στρατοπέδου, 45 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ειδοποίησε τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι από τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου ακούστηκαν σφυρίγματα.
Ενημερώθηκε ο Γ.Κ. για το συμβάν και αμέσως πήγε στη σκοπιά από την οποία είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα. Δεν διαπιστώθηκε κάτι το ύποπτο και ενημέρωσε τον Γ.Δ.
Ωστόσο, ο αξιωματικός υπηρεσίας πήρε το όπλο του, τύπου G3-A3, τοποθέτησε γεμιστήρα 18 φυσιγγίων, από τα οποία τα δύο πρώτα ήταν αβολίδωτα, και μαζί με τον Γ.Κ. κατευθύνθηκαν προς τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου που είχαν ακουστεί τα σφυρίγματα.
Και οι δύο άνδρες, καλυπτόμενοι πίσω από δένδρα, παρακολουθούσαν την περιοχή, χωρίς τελικά να αντιληφθούν κάτι ύποπτο.
Στη 01.50 ο αρχιφύλακας έφυγε για να κάνει αλλαγή στους σκοπούς και σε 15 λεπτά επέστρεψε.
Ξαφνικά στις 02.10 ο Γ.Δ., και ενώ δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι το ύποπτο, κατευθύνθηκε προς το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου που βρίσκεται παράλληλα προς τη νέα λεωφόρο Σχιστού. Εκεί φώναξε δύο φορές «Αλτ, τις ει;», χωρίς όμως να λάβει απάντηση.
Τότε όπλισε το G3-A3 και πάτησε τη σκανδάλη για να πυροδοτηθούν τα δύο αβολίδωτα φυσίγγια που ήταν στον γεμιστήρα, αλλά το όπλο παρουσίασε και τις δύο φορές εμπλοκή.
Τότε ζήτησε το όπλο του λοχία το οποίο και αυτό ήταν G3-A3 και επειδή δεν πυροδοτήθηκαν τα δύο πρώτα αβολίδωτα φυσίγγια, όπλισε και πυροδότησε κρατώντας το όπλο προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Από τις σφαίρες έσπασαν κλαδιά δένδρων έξω από το στρατόπεδο, ενώ άρχισε να φωνάζει δυνατά αν υπάρχει κάποιος έξω από το στρατόπεδο.
Δεν έλαβε καμία απάντηση και παρ’ όλα αυτά άρχισε να πυροβολεί και πάλι προς την κατεύθυνση του δρόμου.
Μόλις σταμάτησε το «κροτάλισμα» του G3-A3, από την πλευρά της λεωφόρου Σχιστού ακούστηκε μια δυνατή κραυγή πόνου.
Ηταν του 22χρονου φοιτητή Οινολογίας του ΤΕΙ ο οποίος εκείνη την άτυχη στιγμή περνούσε με τη βέσπα του έξω από το στρατόπεδο πηγαίνοντας σπίτι του.
Όταν ο άτυχος φοιτητής ήταν στο φανάρι στη συμβολή της παλαιάς με τη νέα λεωφόρο Σχιστού και σε απόσταση 170 μέτρων από το στρατόπεδο δέχθηκε τα πυρά από το όπλο του αξιωματικού υπηρεσίας, τα οποία του αφαίρεσαν τη ζωή.
Από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ο επιλοχίας Γ.Δ. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών (πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 16 ετών) για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για οπλοχρησία.
Μετά την καταδίκη του από το Γενικό Επιτελείο Στρατού εξέπεσε του βαθμού του, υποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη και τελικά απολύθηκε.
Ο εργάτης σε ανώνυμη εταιρεία πατέρας του άτυχου φοιτητή, η καθαρίστρια σπιτιών και γραφείων μητέρα του, καθώς και τα δύο αδέλφια του προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια διεκδικώντας χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης από τον απροσδόκητο θάνατο του γιου και αδελφού τους.
Οι γονείς ζήτησαν να τους επιδικαστεί το ποσό των 1.399.920 ευρώ (699.960 ο καθένας) και τα δύο αδέλφια το ποσό των 799.920 ευρώ (399.960 έκαστος). Η οικογένεια του φοιτητή υποστήριξε ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και είχαν όλοι μεταξύ τους ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό.
Τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό επιδίκασαν από 300.000 ευρώ σε κάθε ένα από τους δύο γονείς και από 100.000 ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο αδέλφια (συνολικά 800.000 ευρώ) συν τους νόμιμους τόκους.
Το Ελληνικό Δημόσιο, όμως, είχε αντίθετη άποψη και κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης που επιδίκαζε το επίμαχο ποσό των 800.000 ευρώ.
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι το ποσό είναι υπέρμετρα υψηλό και αντίθετο στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ότι η χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα κύρωσης ή ανταπόδοσης της επίμεμπτης συμπεριφοράς των οργάνων του Δημοσίου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η αποζημίωση είναι μεγάλη υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας και τις οικονομικές δυνατότητες του Δημοσίου και πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης (προς τα κάτω) που πρέπει να επιδικαστεί στους συγγενείς του άτυχου φοιτητή.
Έτσι ανέπεμψε την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να καθορίσει το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης.