Ο Γιώργος Λυσαρίδης με επιστολή του στα Μ.Μ.Ε εξαπολύει δριμεία επίθεση για την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τονίζοντας με νόημα ότι δεν αρκούν… συμμαχίες για να επέλθει η κάθαρση.
Αναλυτικά η επιστολή του προς τα ΜΜΕ:
«Τα τελευταία γεγονότα στον αγώνα της Τούμπας και οι ποικίλες αντιδράσεις που ακολούθησαν και συνεχίζονται , προκαλούν έναν πολύ έντονο εσωτερικό αναβρασμό στο χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Στην πρόσφατη παρωδία της συνεδρίασης της Λίγκας των ΠΑΕ αναδείχθηκαν καταφανώς η αδυναμία συνεννόησης, η απροθυμία ειλικρινούς διαλόγου, τα σύνδρομα άγονης αντιπαλότητας, η ψευδαίσθηση μεγαλείου των δυνατών και η υποτελής σιωπή των αδυνάτων. Η αλήθεια είναι πως, έστω και από επικοινωνιακή υστεροβουλία, η πλειοψηφία τους συμφώνησε πως «το ποτήρι ξεχείλισε». Ο χρόνος, όμως, θα δείξει αν ο κουρνιαχτός θα καταλαγιάσει χωρίς απώλειες για το «σύστημα» ή θα σπάσει επιτέλους το απόστημα που κατατρώγει τις σάρκες του ποδοσφαίρου μας.
Το ποδόσφαιρο στη χώρα μας νοσεί βαρύτατα. Από νόσο που, όπως όλες οι σοβαρές ασθένειες, εξαντλεί τα υγιή κύτταρα και ευνοεί να επιβιώνουν τα παράσιτα. Αγωνιστική καχεξία, φτωχό θέαμα, αδιαφάνεια, πελατειακές σχέσεις εξάρτησης, άδειες κερκίδες στα γήπεδα, καταγγελίες για συναλλαγές, πολιτική αθλητική ηγεσία αμήχανη, αδρανής και αναποφάσιστη ή με αποσπασματικές αποφάσεις αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας, ανεπαρκής και εθελόδουλη ποδοσφαιρική αρχή (ΕΠΟ) με παντελή έλλειψη σχεδιασμού και οράματος, καχυποψία των φιλάθλων που οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις, κλονισμένη αξιοπιστία αθλητικών θεσμών και οργάνων, αποτελούν τα εμφανή συμπτώματα της χρόνιας παθογένειας του «ασθενούς» ποδοσφαίρου στη χώρα μας, που είναι η αποδόμηση της νόμιμης και θεσμικής άσκησης εξουσίας και η επιτηδευμένη υποκατάστασή της από εξωθεσμικά και έκνομα κέντρα συμφερόντων. Τα παραπάνω φαινόμενα εδραίωσαν στη συνείδηση των Ελλήνων, και όχι μόνο των φιλάθλων, μιά απολύτως αρνητική εικόνα για το ποδόσφαιρο στη χώρα μας και το διέσυραν στα μάτια τους ως πλήρως ανυπόληπτο.
Το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο έχει εγκαταλειφθεί αβοήθητο στη μοίρα του, αφού η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία περιορίζει το ενδιαφέρον της αποκλειστικά και μόνο στη διατήρηση μιάς ακρωτηριασμένης εξουσίας, εκποιώντας και το τελευταίο ίχνος αυτοτέλειας υπέρ των εξωθεσμικών προστατών και κηδεμόνων της. Με όπλα, την αυθαίρετη και καταστροφική για το ποδόσφαιρο ερμηνεία και επιλεκτική εφαρμογή του περίφημου «αυτοδιοίκητου», τις πιέσεις και τις προσφορές «ανταλλαγμάτων» προς ευνουχισμένους και υπό ασφυκτική ομηρία εκλέκτορες ενός αντιδημοκρατικά περιορισμένου εκλεκτορικού σώματος, «αφεντικά» και πρόθυμοι «υπηρέτες» επιδίωξαν και δυστυχώς πέτυχαν να καμφθούν σταδιακά οι απομένουσες αντιστάσεις αξιοπρέπειας, με συνέπεια την παραπέρα ηθική απαξίωση και την εμπέδωση της εικόνας εκμαυλισμού που εμφανίζει προς την κοινή γνώμη το ελληνικό ποδόσφαιρο, εντός και εκτός συνόρων.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει καταστεί «ρωμαϊκή αρένα» , όπου δεν υπάρχει χώρος για ισονομία και δημοκρατία, αλλά κατισχύει το δίκαιο (και η ιταμότητα) των δυνατών, ενώ οι ενδεείς αδύνατοι εκλιπαρούν προκειμένου να περισώσουν κάποια από τα κομάτια της σάρκας τους. Πλήρης υποτέλεια και ασφυκτική εξάρτηση, σε έναν φαύλο κύκλο στον οποίο ο σημερινός ευνοημένος θα είναι ο αυριανός αδικημένος, με τους ολίγους ισχυρούς να διεκδικούν το ρόλο του μονοκράτορα και τους υπόλοιπους να κινούνται γύρω τους ως δορυφόροι και κομπάρσοι. Αυτό το στρεβλό και δεσποτικό μοντέλο μακροπρόθεσμα εκθέτει και «τιμωρεί» και τους ίδιους τους εμπνευστές του, έστω κι αν αυτοί αλαζονικά απολαμβάνουν πρόσκαιρα τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αφού η απληστία τους δεν τους αφήνει να αντιληφθούν ότι στον αθλητισμό το όφελος του πρωταγωνιστή, ηθικό ή και οικονομικό, έχει ουσιαστικό (και διαρκές) αντίκρισμα, μόνο όταν κατακτάται σε υγιές και συναγωνιστικό περιβάλλον, απέναντι σε αξιόμαχους και ανταγωνιστικούς αντιπάλους.
Μέσα στη θολούρα και την ομίχλη που έντεχνα δημιούργησαν οι «επιτήδειοι» του χώρου, κατάφεραν να φέρουν το ποδόσφαιρο στα δικά τους μέτρα. Έτσι, που το κοστούμι να ταιριάζει μόνο σ’ αυτούς και σε όσους υπηρετούν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα. Η χειρότερη από τις ζημίες που προκάλεσαν είναι ότι κατόρθωσαν να διαπεράσει όλον τον κόσμο του ποδοσφαίρου η αντίληψη πως «κατάλληλοι» για τον χώρο είναι μόνον οι ατσίδες και οι κομπιναδόροι.
Ασφαλώς, υπάρχουν υγιείς δυνάμεις στο χώρο του ποδοσφαίρου και στο εκλογικό σώμα των Ποδοσφαιρικών Ενώσεων της χώρας. Εντός και εκτός παρατάξεων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορέσουν να εκφραστούν ελεύθερα, να απεγκλωβιστούν από την παραπλανητική πρακτική των εκβιαστικών διλημμάτων και των εκδουλεύσεων, να αποδεσμευτούν από εξαρτήσεις, εξωθεσμικές κηδεμονίες και προκαταλήψεις. Τότε (και μόνον) η «κοινωνία του ποδοσφαίρου» θα βρίσκεται στο πλευρό τους. Σε αυτήν, άλλωστε, πρέπει να απευθυνθούν, αυτήν πρέπει να πείσουν για τις προθέσεις τους και με αυτήν να επιδιώξουν να συμμαχήσουν όσοι θα μπούν μπροστάρηδες στον αγώνα για εξυγίανση του ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Παράλληλα, πρέπει να προσκαλέσουν ανοικτά όλους σε μιά συμμαχία, όχι για την (αναδια)νομή της εξουσίας, αλλά βασισμένη σε κοινά αποδεκτές αρχές και κατοχυρωμένη από θεσμικά όργανα με ανεξαρτησία σκέψης και ελευθερία δράσης. Χωρίς μιά τέτοια συμμαχία, καμία αλλαγή δεν πρόκειται να γίνει. Οι συμμαχίες μεταξύ ισχυρών δεν αρκούν για την κάθαρση. Πολύ περισσότερο, αν είναι πρόσκαιρες συμπορεύσεις για συγκυριακά κοινά συμφέροντα ή περιστασιακά «μέτωπα» στο όνομα και μόνο της αντιμετώπισης του κοινού «εχθρού». Πέραν του ότι μπορεί και να καταρρεύσουν με το πρώτο πέναλτυ που θα δοθεί σε αγώνα μεταξύ των ομάδων τους. Ο σύμμαχος-καταλύτης πρέπει να είναι η συνολική ποδοσφαιρική κοινωνία, χωρίς αποκλεισμούς και επιλεκτικές εξαιρέσεις. Αυτή και μόνη θα είναι ο εγγυητής και ο αυστηρός κριτής κάθε συμμαχίας και κάθε συμφωνίας.
Για το ποδόσφαιρό μας έχει φτάσει η ώρα μηδέν. Είναι ώρα ευθύνης για όλους. Για την πολιτεία, τις ποδοσφαιρικές αρχές, τα αθλητικά σωματεία και τις ΠΑΕ, τον αθλητικό τύπο, που οφείλουν να συνδιαμορφώσουν ένα νέο μανιφέστο για το ποδόσφαιρό μας. Το οποίο, βέβαια, δεν μπορεί να διαπνέεται από μουσειακή αντίληψη για «επιστροφή στις ρίζες» ή να υπαγορεύεται από αποθηκευμένες (κομματικές ή άλλες) ιδεοληψίες του παρελθόντος.
Το νέο αυτό ποδόσφαιρο πρέπει να γεννηθεί στο σύγχρονο περιβάλλον των εξελιγμένων κοινωνιών, που έφερε τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο στο επίκεντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Και, όπως τα κράτη δεν μπορούν να κλείσουν τα σύνορα και να απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο στα τείχη του δικού τους «γαλατικού χωριού», έτσι και το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κλειστεί έξω από τα τείχη της γνώσης, της επιστήμης, της οικονομίας και της διεθνοποίησης των αθλητικών λειτουργιών. Στο νέο αυτό περιβάλλον, η αθλητική ιδεολογία και η πολιτική αρχών (στη νομοθεσία και στην καθημερινή αθλητική ζωή) θα είναι απολύτως συμβατή με την οικονομική επένδυση στον αθλητισμό και τη θεμιτή επιδίωξη κέρδους, με τρόπο όμως που να διασφαλίζεται ότι «καθαροί» επενδυτές θα προωθούν «καθαρό» αθλητικό ανταγωνισμό και «καθαρό» προϊόν με προστασία της «καθαρότητας» στη διαχείρισή του.
Είναι επιτακτική ανάγκη να τερματιστεί το κλίμα παθητικότητας, ανοχής και μοιρολατρικής αποδοχής της πορείας εκτροχιασμού του ποδοσφαίρου μας και να συμπορευτούν όλες οι υγιείς δυνάμεις στην προσπάθεια για ρήξη και αλλαγή. Ρήξη με κατεστημένες απόψεις, αρνητικές παραδόσεις και εδραιωμένα πολλαπλά συμφέροντα. Ρήξη με τη νοοτροπία της υποτελούς και εξωθεσμικής διοίκησης του ποδοσφαίρου, τόσο αυτής που εμφανίζεται στο προσκήνιο, όσο και εκείνης που δρά ανεμπόδιστη στο παρασκήνιο. Και, βέβαια, αλλαγή και στα πρόσωπα που έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί και ταυτιστεί με τη νοοτροπία αυτή. Κυρίως, όμως, αλλαγή στο «πρόσωπο» του ποδοσφαίρου. Στη θέση του τωρινού φθαρμένου, πρέπει να σχεδιαστεί ένα νέο, υγιές και ελπιδοφόρο ποδόσφαιρο, όπως το οραματίζεται κάθε πραγματικός φίλαθλος.
Ένα ποδόσφαιρο με αρχές:
– την αξιοκρατία
– τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια
– την ίση μεταχείριση
– την ειλικρινή συνεργασία με όλους τους φορείς και τα όργανα για την εξυγίανση και τον εκδημοκρατισμό του χώρου
– την αυστηρή τήρηση των νόμων και των κανονισμών προς όλους, χωρίς καμία παρέκκλιση.
και με στόχους:
– την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ποδοσφαίρου και την επιστροφή των
φιλάθλων στα γήπεδα
– την αποενοχοποίηση του ποδοσφαίρου από τη στάση και συμπεριφορά προσώπων, οργάνων και φορέων που το ενοχοποίησαν με τις δικές τους πράξεις ή παραλείψεις
– την οργανωτική ανασυγκρότηση των φορέων διοίκησής του
– την επεξεργασία και υλοποίηση προγράμματος διάδοσης και ισόρροπης ανάπτυξης του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου σε όλη την επικράτεια
– τον εκσυγχρονισμό και τον έλεγχο λειτουργίας και εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, που θα εξασφαλίζει τήρηση υποχρεώσεων, απόδοση δικαιωμάτων και διαφανή διαχείριση.
Για ένα τέτοιο ποδόσφαιρο αξίζει να αγωνιστεί κανείς, συμβάλλοντας ακόμη και από τη θέση του απλού φιλάθλου, με την ηθική του υποστήριξη.
Γιώργος Λυσαρίδης
10 Μαρτίου 2016».