Ο Πάμπλο Γκαρσία μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, την οικογένεια του, αλλά και την πρώτη φορά που έφυγε από τον ΠΑΟΚ, γιατί δεν έφυγε όπως θα ήθελε. Αποσπάσματα από όσα είπε στο περιοδικό People:
Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
«Πήγαινα με το ζόρι κάθε μέρα στο σχολείο, γιατί δεν το αγαπούσα καθόλου. Σήμερα το μετανιώνω, γιατί καταλαβαίνω πόσο σημαντική είναι η μόρφωση. Έκανα πολλά λάθη με τα συμβόλαιά μου, φερόμουν σαν ένας αθώος επαρχιώτης που εμπιστευόταν απόλυτα τον εκπρόσωπό του και έβαζε την υπογραφή του εύκολα, χωρίς σκέψη. Πίστευα ότι ο λόγος είναι πιο σπουδαίος από ένα συμβόλαιο. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι».
Πώς θα περιέγραφες την οικογένειά σου;
«Η οικογένειά μου ήταν δεμένη. Ο πατέρας μου δούλευε ως εργάτης σε ένα εργοστάσιο με μπογιές και η μητέρα μου ως οικιακή βοηθός. Ο αδελφός μου είναι πέντε χρόνια μικρότερος από μένα, ζει στην Ουρουγουάη και εργάζεται ως νοσοκόμος. Δεν ήμασταν πολύ φτωχοί, είχαμε ένα πιάτο φαγητό. Έτρεφα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου, όπως και τα παιδιά μου τώρα, κάτι που βρίσκω φυσιολογικό».
Σε προέτρεψαν οι γονείς σου να ασχοληθείς με το ποδόσφαιρο;
«Ποτέ δεν μου επέβαλαν με τι να ασχοληθώ, παρόλο που η μητέρα μου ήθελε να σπουδάσω. Σήμερα παρατηρώ ότι όλοι οι γονείς πιέζουν τα παιδιά τους να παίξουν ποδόσφαιρο, είτε έχουν ταλέντο είτε όχι. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί λίγα μπορούν να τα καταφέρουν».
Έφυγες σε ηλικία μόλις 19 χρόνων από τη γενέτειρά σου, αμέσως αφού παντρεύτηκες τη Laura. Το έκανες για οικονομικούς λόγους;
«Ποτέ δεν σκέφτηκα τα χρήματα, ποτέ δεν κοίταξα τους όρους του συμβολαίου. Απλά ήθελα να είμαι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στη θέση που αγωνιζόμουν».
Πώς αποφάσισες, να μείνεις μόνιμα στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά σου;
«Έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα. Ήμουν σε πολλές ομάδες όπου τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και την άλλη μέρα ήθελα να φύγω. Επίσης, τα παιδιά μου πηγαίνουν σε καλό σχολείο και είναι χαρούμενα. Από τη μία πλευρά, ο γιος μου πλέον έχει φιλενάδα, μία Ελληνίδα, και μαζί με το μικρό παίζουν ποδόσφαιρο. Επίσης, η κόρη μου έχει κι εκείνη τις δικές της παρέες. Η Θεσσαλονίκη είναι ασφαλής πόλη για να μεγαλώσουν τα παιδιά μου, βγαίνουν έξω το βράδυ και είμαι ήρεμος. Στην Ουρουγουάη υπάρχει μεγάλη εγκληματικότητα».
Ως πατέρας, με βάση τα βιώματά σου, ποιες συμβουλές δίνεις στα παιδιά σου;
«Να διαβάζουν και να είναι καλοί άνθρωποι».
Εντός γηπέδου ήσουν τόσο σκληρός και κλειστός. Έτσι είσαι και εκτός, στην καθημερινή σου ζωή;
Αυτό το έχω μόνο μέσα στο γήπεδο, από μικρός. Εκτός γηπέδου είμαι ένας ήρεμος και ντροπαλός άνθρωπος, αλλά παραμένω κλειστός ως χαρακτήρας. Δεν μου αρέσουν τα πολλά λόγια.
Συνήθως, οι σκληροί άνθρωποι είναι και πολύ ευαίσθητοι.
Ναι, είμαι πολύ ευαίσθητος, αλλά δεν το δείχνω. Προτιμώ να κρατάω μέσα μου τα συναισθήματα, χωρίς να τα εξωτερικεύω.
Δηλαδή, ο Pablo García δακρύζει, όταν λυγίζει ψυχολογικά;
Έχω κλάψει πολλές φορές, όμως κανένας δεν το ξέρει. Είμαι πιο ευαίσθητος σε οικογενειακά θέματα.
Έχεις φίλους;
Έχω λίγους πραγματικούς φίλους. Από μικρό μού έμαθαν στην Εθνική ότι το ποδόσφαιρο είναι σαν να πηγαίνεις στον πόλεμο, αγωνίζεσαι και οι άλλοι θέλουν να είναι καλύτεροι από σένα. Άρα δεν μπορούν να είναι καθαροί φίλοι σου.
Πλέον έχει αλλάξει η ζωή σου, σταμάτησες το ποδόσφαιρο και ξεκίνησες την προπονητική.
Είναι πολύ διαφορετικά όλα, γιατί ξαφνικά σταμάτησα το ποδόσφαιρο και νιώθω περίεργα. Όταν παίζεις, όλοι σού τηλεφωνούν. Όταν σταματάς, τίποτα. Ευτυχώς, είχα την τύχη να εργαστώ ως προπονητής αμέσως, αφού σταμάτησα να παίζω, σε αντίθεση με άλλους που δεν τα καταφέρνουν και παθαίνουν κατάθλιψη.
Με το μάτι και την κρίση του προπονητή τώρα, ποιους ξεχωρίζεις από την καριέρα σου ως ποδοσφαιριστής;
Είχα πολλούς καλούς και πολλούς κακούς προπονητές. Ο καλύτερος ήταν ο Χαβιέρ Ραγκέρε, γιατί με καταλάβαινε καλύτερα. Είχα πολλούς κακούς, οι οποίοι μου άφησαν μαθήματα και σήμερα ξέρω τι δεν πρέπει να κάνω εγώ στους παίκτες μου.
Νιώθεις ότι ολοκληρώθηκες ως αθλητής;
Δεν μπορώ να πω ότι δεν έκανα κάτι. Θα ήταν άδικο, γιατί ξεκίνησα από ένα χωριό. Έπαιζα στην Εθνική Ουρουγουάης για δέκα χρόνια, πήγα στο Μουντιάλ, αγωνίστηκα σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν είμαι αχάριστος.
Πιστεύεις στον Θεό;
Τελευταία όχι τόσο, επειδή βλέπω όλα αυτά που γίνονται κάθε μέρα στον κόσμο. Αν υπήρχε Θεός, δεν θα γίνονταν. Πίστευα, αλλά τώρα αμφιβάλλω.
Έχεις μετανιώσει για επαγγελματικές σου αποφάσεις;
Στην ποδοσφαιρική μου καριέρα είχα πάρα πολλά προβλήματα. Πάντα οι πράξεις μου ήταν από καρδιάς, γιατί δεν λειτουργώ με τη λογική.
Πώς σου αρέσει να διασκεδάζεις;
Γλεντάω στο σπίτι μου πίνοντας κρασί. Ποτέ δεν πήγα στα μπουζούκια. Επιπλέον, μου αρέσει να πηγαίνω για ψάρεμα, γιατί με χαλαρώνει.
Ποια η σχέση σου με το χορό, όντας Λατίνος;
Όταν πίνω λίγο, χορεύω τα πάντα. Μέχρι και ζεϊμπέκικο.
Ποιοι είναι οι φόβοι σου;
Το μόνο που φοβάμαι είναι μήπως πάθει κάτι η οικογένειά μου. Αν είναι υγιής, τότε δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτα.
Ως άνθρωπος, με τι θυμώνεις πιο πολύ;
Θυμώνω με την αδικία.
Ένιωσες την αδικία ως ποδοσφαιριστής;
Ναι, ένιωσα καλά τι θα πει αδικία στον ΠΑΟΚ.
Δηλαδή τι σε έκανε να νιώσεις έτσι;
Η πρώτη φορά που έφυγα από τον ΠΑΟΚ, γιατί δεν έφυγα όπως θα ήθελα. Δεν μάλωσα με κανέναν, μόνο επειδή σεβάστηκα την ομάδα και τον κόσμο. Γι’ αυτό έφυγα με το στόμα κλειστό, χωρίς να πω όσα ήθελα. Σε άλλη περίπτωση, αν ήμουν σε άλλη ομάδα, θα έμενα και θα τους έλεγα ότι δεν πάω πουθενά, δεν φεύγω, έχω συμβόλαιο! Είμαι εξοργισμένος με ό,τι έγινε τότε και ήταν η χειρότερη στιγμή μου στη Θεσσαλονίκη.
Πού ονειρεύεσαι να φτάσεις, ως προπονητής; Ίσως μια μέρα σε δούμε να κοουτσάρεις τις πρώην ομάδες σου, Ρεάλ Μαδρίτης ή ΠΑΟΚ;
Βασικά, θέλω να γίνω καλός προπονητής. Δεν θέλω να πω ότι θα γίνω μια μέρα ο προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης, γιατί μπορεί να μην πραγματοποιηθεί. Ούτε ότι θα γίνω ο προπονητής του ΠΑΟΚ, αν και μέσα μου το θέλω, δεν μπορώ να το πω. Θα δείξει.