Άνοιξε τα φτερά του πριν κάποιους μήνες, όταν αποφάσισε να ενδώσει στο εντονότατο φλερτ της Μπαρτσελόνα. Το όριό του είναι δυσδιάκριτο αν και τα αθλητικά θεματάκια που έχει, οφείλει να τα διορθώσει για να μην πάει χαμένο το σπάνιο υπόλοιπο πακέτο. Ο Αλέξανδρος Βεζένκοφ, ο πιο νέος πολυτιμότερος παίκτης στην ιστορία της Α1, μας απασχολούσε μόνο με την πορεία που έχει στη Μπαρτσελόνα, πριν δύο μέρες όμως, η εξέλιξη μίας υπόθεσης μας υποχρέωσε να σκύψουμε πάλι από πάνω του. Έστω κι αν δεν πρόκειται για ένα σπουδαίο ματς που έκανε, ή για ένα μοναδικής ομορφιάς καλάθι.
«Μαγείρεψε για να φάει πριν πεινάσει» μπορεί να σκεφτεί ο κακοπροαίρετος. Η δική μου απάντηση σε αυτούς που θα κάνουν τέτοιες δεύτερες σκέψεις είναι η εξής: Αν ένα παιδί που στα 19 χρόνια του παίζει στην Μπαρτσελόνα κι έχει πετύχει τόσα, βρεθεί μετά από κάποια χρόνια στη θέση να επιλέξει την Ελλάδα ως μοναδικό επαγγελματικό προορισμό, διότι δεν θα μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον συλλόγων του εξωτερικού, τότε, μη γελιέστε, ούτε στην Ελλάδα θα καταφέρει να βρει δουλειά. Οχι, σε υψηλό επίπεδο τουλάχιστον. Οπότε αποτυχημένος θα είναι… Διότι ως Βούλγαρος, έχει το δικαίωμα να παίξει παντού στην Ευρώπη ως κοινοτικός. Ως Έλληνας, μόνο εντός των συνόρων αποκτά προβάδισμα.
Παρά το γεγονός ότι ο Βεζένκοφ αποχώρησε από την Ελλάδα και βλέπει την καριέρα του να απογειώνεται, υποστήριξε την αίτηση ελληνοποίησης του και πλέον είναι κι επισήμως συμπατριώτης μας…
«Το παλέψαμε δύο χρόνια και πλέον μπορώ να δηλώνω δικαιωμένος για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, γιατί το άξιζα. Το δικαιούμαι το ελληνικό διαβατήριο» λέει από τη Βαρκελώνη με πείσμα, αλλά και χαρά ο πρώην παίκτης του Αρη, που μοιάζει πάντα σαν έτοιμος από καιρό να απαντήσει με ωριμότητα σε κάθε είδους ερώτηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή.
«Ναι, το λέω με απόλυτο σεβασμό στην ελληνική κοινωνία, τους Ελληνες, αλλά και στον εαυτό μου. Αισθάνομαι ότι δικαιούμαι την ελληνοποίησή μου, διότι μεγάλωσε στην Κύπρο, πήγα σε ελληνικό σχολείο και οι κοινωνικές, όσο και πολιτισμικές καταβολές μου, είναι συνδεδεμένες με την ελληνική εκπαίδευση. Μπορεί, να έμεινα στην Ελλάδα για 5-6 χρόνια, αλλά μεγαλώνοντας στην Κύπρο, διδάχθηκα την ίδια ιστορία, ξέρω γεωγραφία, γνωρίζω τι γίνεται γύρω μου και καταλαβαίνω τι σημαίνει η Ελλάδα με την Κύπρο», υποστηρίζει ο Αλέξανδρος, που αν στον Αρη έγινε άντρας, στην Μπαρτσελόνα περνάει την πανεπιστημιακή φοίτησή του, πριν (κι όλοι το εύχονται) να κάνει το μεγάλο βήμα για το ΝΒΑ.
«Η σχέση μου με τη Βουλγαρία είναι τυπική. Φυσικά δεν αρνούμαι ούτε τις ρίζες μου, ούτε την καταγωγή μου, άλλωστε οι γονείς μου είναι Βούλγαροι. Η πραγματική ζωή όμως, είναι αληθινή και δεν μπορούσε να της γυρίσουμε την πλάτη. Μεγάλωσα στην Ελλάδα, έπαιξα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία πάω μόνο για διακοπές το καλοκαίρι. Μόνο οι συγγενείς μου είναι εκεί. Αισθάνομαι ότι ανήκω και σε αυτόν τον τόπο, στην Ελλάδα κι αυτό είναι κάτι που δεν στο εξασφαλίζουν τα διαβατήρια, ούτε οι σημαίες. Αρχικά στην Κύπρο, αλλά κυρίως στην Ελλάδα που άρχισα να ωριμάζω ως άνθρωπος, ένιωθα ότι ζω σε έναν τόπο που μπορούσα να αγαπήσω. Προσαρμόστηκα πάρα πολύ εύκολα, ένιωσα άνετα, σαν στο σπίτι μου και εν τέλει όλα αυτά αποδείχτηκαν στην πορεία. Είμαι πολύ χαρούμενος που το διαβατήριο ήρθε, αλλά μόνο ως μία τυπική επιβεβαίωση των συναισθημάτων μου».
Ο μικρός είναι καλός στην υποστήριξη των θέσεών του και περισσότερο ώριμος απ’όσο ορίζει η ηλικιακή κατηγορία του. Ακόμα κι όταν τον κάλεσα να απαντήσει σε μία προβοκατόρικη ερώτηση (το ομολογώ)…
-Αν δίπλα στο όνομά σου, για κάποιο, οποιοδήποτε λόγο, έπρεπε να υπάρχει πάντα, σε κάθε παιχνίδι σου, μία σημαία, ποια θα προτιμούσες να είναι; Η ελληνική ή η βουλγάρικη;
«Καμία! Από σεβασμό και στις δύο χώρες. Δεν αισθάνομαι περισσότερο Έλληνας απ’ό,τι Βούλγαρος, ούτε φυσικά νιώθω πως είμαι Βούλγαρος και όχι Έλληνας. Ξέρετε κάτι; Αν πιστεύετε ότι τα διαβατήρια βάζουν ταμπέλες, ή αν οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να κουβαλούν ταμπέλες σε όλη τη ζωή τους, λυπάμαι. Εγώ δεν θέλω να κουβαλήσω καμία ταμπέλα ως άνθρωπος. Είμαι αυτό που αισθάνομαι και μου αρκεί, χωρίς να μπω στη διαδικασία της ταμπέλας».
Φυσικά και πολύ περισσότερο μετά την προηγούμενη απάντησή του, το ερώτημα για την επιλογή της Εθνικής ομάδας ήταν επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε…
«Γιατί επέλεξα τη Βουλγαρία… Μάλιστα! Εκτός του γεγονότος ότι είναι η πατρίδα των γονιών μου κι εκτός της συνθήκης ότι βρέθηκα στη θέση να πάρω μία απόφαση όταν ήμουν 16 ετών, άρα ο λόγος του πατέρα μου θα έπαιζε ούτως ή άλλως πολύ μεγάλο ρόλο, θα ήθελα να ρωτήσω εγώ κάτι: Αν ο πατέρας σου ήταν παίκτης και αρχηγός της Εθνικής ομάδας της Βουλγαρίας, αν εργαζόταν επί πολλά χρόνια σε μία ομάδα που κατέκτησε 12 πρωταθλήματα, τι θα έκανες; Αν ήσουν πατέρας, θα έστελνες το παιδί σου στην Εθνική μίας άλλης χώρας να αγωνιστεί; Πώς θα απαντούσες σε αυτούς που θα έλεγαν: Μα καλά άνθρωπε… Εσυ πονάς για το μπάσκετ της χώρας σου (υποτίθεται) και την ανάπτυξή του, αλλά στέλνεις το γιο σου σε άλλη χώρα;» είπε αποστομωτικά…
Το θέμα της εθνική όμως δεν έχει κλείσει έτσι κι αλλιώς, έστω κι αν σε ηλικία 16 ετών… «Είχε μιλήσει ο πατέρας μου με τον κόουτς Μανουσέλη, που είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον τότε, του ξεκαθάρισε ο πατέρας μου ότι θα παίξω στη Βουλγαρία». Πάντως, το ζήτημα δεν έχει κλείσει, καθώς μπορεί ο κανονισμός να απαγορεύει αλλαγή μπασκετικής υπηκοότητας όταν ο αθλητής έχει αγωνιστεί με την Εθνική Αντρών μίας χώρας, αλλά με βάση την παράγραφο 23 του σχετικού άρθρου της FIBA, ο γενικός γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας έχει δικαίωμα να υπογράψει και να εγκρίνει κάθε τέτοιο αίτημα, έστω και μετά το πέρας του 18ου έτους της ηλικίας αν κρίνει ο ίδιος ότι είναι για μείζονες αθλητικούς λόγους που υπηρετούν την ανάπτυξη του μπάσκετ…
«Αυτό είναι ένα θέμα που χειρίζεται ο πατέρας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα, αφού έτσι κι αλλιώς, δεν έχει υπάρξει κάποια κρούση προς το πρόσωπό μου». Η οικογένεια Βεζένκοφ πάντως είναι πολύ πιθανό να επανεξετάσει την επιλογή της, καθώς η ΕΟΚ παρακολουθεί πολύ στενά την υπόθεση και δεν αποκλείεται εντός των προσεχών μηνών (ή ετών) να κινητοποιηθεί. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Βεζένκοφ είναι γνήσιο προϊόν του ελληνικού μπάσκετ… «Είμαι περήφανος για το εξής: Πήρα το διαβατήριο με τον πιο νόμιμο τρόπο που υπάρχει. Κι αυτό μου προκαλεί τεράστια ικανοποίηση. Έκανα αυτό που ένιωθα και ο τρόπος που εξελίχθηκε η υπόθεση αποτελεί και την πιο τρανή απόδειξη ότι το δικαιούμουν. Βοήθησαν φυσικά κάποιοι άνθρωποι, όπως ο κ.Δασύλλας, ο κ.Καλλέργης, ο κ.Ιωαννίδης, αλλά και η διοίκηση του Αρη που ασχολήθηκε πολύ με τα διαδικαστικά. Για εμένα δε αλλάζει τίποτα ωστόσο. Είμαι αυτός που είμαι και θα συνεχίσω να είμαι… Επί της ουσίας, σε επαγγελματικό επίπεδο, δεν έχω σχεδόν κανένα όφελος, αφού και ως Βούλγαρος μπορούσα να έχω θέση κοινοτικού στην Ευρώπη».